Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
2058 Ἐπεντρυφήϲαντοϲ: καταπολαύϲαντοϲ. ἕτερά τε οὐκ ἀνεκτὰ περὶ τὴν τοῦ χρυϲίου παράληψιν καταυθαδιϲαμένου καὶ ἐπεντρυφή ϲανντοϲ αὐτοῖϲ.
2059 Ἐπʼἐξαγωγῇ· ἐμαϲτιγοῦτο ῥάβδοιϲ, εἶτα ἐπʼ ἐξαγωγῇ ἐπιπράϲκετο, δειλίαϲ καὶ ἀποδράϲεωϲ τίμημα φερόμενοϲ δοῦλοϲ εἶναι.
2060 Ἐπεξιέναι· αίτιατικῇ. γενικῇ· ἐπεξιοῦϲα νεᾶνιϲ ἄγρτι τῶν παρθενικῶν [*](Suid.) θαλάμων
2061 Ἐπεπάμεθα: ἐκεκτήμεθα. πάνθ’ ὕϲα κέν ζῳοῖϲ ἐπεπάμεθα, ταῦτα παρ’ ᾅδαν ἔρχομʼ ἔχων· λείπω δ’ οὐδὲν ὑπʼ ἠελίῳ.
[*](2047 ἤδη sq. Arr. Parth. vel Exc. fr. 14 2048 l cf. Amir. 1763; αἰτιατικῇ cf. Synt. Laur. et Gud. τὰ sq. Aelian. fr. 48 2049 οἱ - θευύϲ Χen. An. 4, 8, 7 cf. Byz. Zt. 23, 35 2050 δοτικῇ cf. Synt. Laur. ὁ sq. fort. Aelian. 2051 ═ Ba 227,17 cf ech. Z160 m H 2052 ═ Ba 227, 18 cf. H 2053 Harp. Lex.rhet. in Et. Gen. et Et. M 354, 31; l. Dem 47, 69; Iatr. fr. 10, FHG 1, 420 2054 δοτικῇ cf. Synt. Laur. ἐπενεγκών alt. sp. Proc. Bell 7, 15, 15 2056 cf. sch. f 461; 1. ═ L 2057 sc. B 219 cf. Ap S. 71,11, H, Ambr. 1615 2058 ἐτερά sq. Men. Prot. fr. 50, FHG 4, 253 ═ El, 210, 17— 18 2059 Polyb ] fr. 146, fort. Aelian. 2060 αἰτατικῇ ═ Synt Gud. 2061 πάνθ sq. Anth. 7, 67, 7—8)[*](2047 Z 827 2048 cf. v. Πυθαγόραϲ 3. Z 827 2049 —50 Z 827 2052 Z 827 2054 Z 827 2055 ex v. ὑποδύτην 2056 cf. 2486. Z 827 2057—8 Z 828 2059 Z 700 2030 ἐπεξιοῦϲα sq. fort. cx v. υπεξιοῦϲα 2061 Z 828)[*](A(GIFVA1))[*]( 7 οὕτω AF 15 καταπεπηγέναι GIV v. l. Et. κατταπεπηλέναι Μ 2055 om. A FV 2060 οm FV 28 γενικῇ —29 θαλάμων om. A γενικῇ om. G post θαλάμων l 30 πάνθ ] παῦθʼ A cf. Anth.)2063 Ἐπεπαίχειν: ὑπερϲυντελικόϲ, τὸ ἐνεπαίχθην. πε πέχειν [*](Δ) δὲ ἐπεπέχειϲαν. ἐκ τοῦ πέκω, τὸ κτενίζω.
2064 πε πολεῖτο: ἐπεπορεύετο.
[*](Σ)2065 Ἐπεπόνθῃ: ἀντὶ τοῦ ἐπεπόνθειν, καὶ ἑωράκη, ἀντὶ τοῦ ἑωράκειν, [*](Σ) καὶ ῇδη, ἀντὶ τοῦ ᾔδειν.
2066 Ἐ χ Ἐπέπυϲτο: ἤκουϲεν.
[*](Σ)2067 Ἐπέρραξεν: ἐπέπεϲε, ϲυνεπλάκη, μάχην ϲυνῆψεν. ὁ δὲ πολλὴν [*](Ε) διανύϲαϲ ὁδὸν ἄφνω τούτοιϲ ἐπέρραξεν.
2068 Ἐπέραϲτοϲ: ἐράϲμιοϲ.
[*](Σ)2069 Ἐπεραιωθῇ: ἐτελειώθη.
[*](Δ)2070 Ἐπεραιώθη: ἐπέραϲεν, ἐτελειώθη.
[*](Δ)2071 Ἐαίρεϲθαι: τὸ φυϲοῦϲθαι. περέϲθαι δὲ τὸ ἐρωτῆϲαι.
[*](Δ)2072 Ἐπερρίφην: ἔπεϲον.
[*](Δ)2073 Ἐπερρόϲαντο: ἐπεϲείϲθηϲαν. καὶ Ἐπερρόθηϲαν.
[*]( Σ Δ)2074 περωτῶ ϲε· αἰτιατικῇ.
[*](Synt.)2075 Ἐπέρω: τὸ ἐρωτῶ. καὶ Ἐπερόμενοϲ, ἐρωτώμενοϲ.
[*](Δ)2076 Ἐπερρύη: ἐπέβρυϲεν, ἀνέβλυϲεν.
[*](Δ)2077 Ἐπέϲαξε τὴν ὄνον αὐτοῦ: ἀντὶ τοῦ ἐπεφόρτιϲεν.