Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Σ)

1978 Ἐπάρατοι: ἐπαγωγοί. καὶ Ἐπάρατοϲ, ἐπικατάρατοϲ.

[*](Σ)

1979 Ἐπαρήγειν: βοηθεῖν.

[*](Δ)

1980 Ἐπαρώμενοι· δοτικῇ. καταρώμενοι.

[*](Synt.)

1981 Ἐπαρκῶ· δοτικῇ.

[*](Σ)

1982 Ἐπαρτήϲαϲ: ἐπικρεμάϲαϲ. ὁ δὲ εἰϲ Πέρϲαϲ ἤγαγεν αὐτοὺϲ [*](Ε) κακὴν δουλείαν ἐπαρτήϲαϲ αὐτοῖϲ. καὶ αὖθιϲ Αἰλιανόϲ· μὴ ὑποδέξαϲθαι τὰϲ ψυχὰϲ αὐτῶν ϲὺν εὐμενείᾳ, ἀλλ᾿ ἐπαρτῆϲαι τὰϲ δι᾿ αἰῶνοϲ τιμωρίαϲ αὐτοῖϲ.

[*](Σ + x)

1983 Ἐπαρτωμένων: ἐπικρεμαμένων. τὸν ἄνδρα ἐπὶ τοϲόνδε καρτερίαϲ ἐλθεῖν ὥϲτε μεγίϲτων φόβων ἐπαρτωμένων καὶ βαϲάνων προϲαγομένω αὐτῷ οὐδὲν τῶν ἀπορρήτων εἰπεῖν.

[*](1967 cf. Ba 226, 13 ═ Σa 1968 ═ Ba 226, 15 1969 Ἐπανίϲταμαι sq. ═ Synt. Laur. et Gud. 1970 ═ Ba 226, 16 1970b cf. Ambr. 1702b 1972 ═ Synt. Laur. et Gud. 1976 οἱ δὲ sq. Thuc. 7, 79, 2 1974 Ar. Lys. 615 c. sch. 1975 ═ Ba 226, 18, H 1977 — πείϲαϲ cf. Tim. μειζόνωϲ—τιμῆϲ Arr. Parth. vel Exc. fr. 13 1978 — ἐπαγωγοί ═ Σa cf. Ba 226, 19. Ἐπάρατοϲ sq. Ba 226, 20, H 1979 ═ Ba 226, 21 (in Ω 39) cf. H 1980 δοτικῇ cf. Synt. Laur. et Gud. καταρώμενοι ═ H cf. Ambr. 1601 1981 ═ Synt. Laur. et Gud. 1982 — ἐπικρεμάϲαϲ cf. Ba 226, 22 ═ H vs. 26 ὁ—27 αὐτοῖϲ Aelian. fr. 35. μὴ sq. Aelian. fr. 77 1983 τὸν sq. Dam. fr. 185(?))[*](1967 Z 824 1973 Z 737 1974 Z 824 1977 — πείϲαϲ cf. 2195, 2497 2201, et v. 239. Z 824. Arr. cf. v Α 3652 et v. ξυμβαινούϲηϲ 1977 Z 787 1980 Z 820 1982 Aelian. fr. 77 cf. v. Κ 1066 1983 Z 819)[*](A(GITFVM))[*]( 1970b om. GITM 10 βιάϲαϲθαι] ἄϲαϲθαι A 15 πείϲαϲ] πίϲϲαϲ A 26 Πέρϲαϲ FV; πέραϲ rell. 31 ἀπαρτομένων F ἐξαρτωμένων V)
333

1984 Ἐπαρυϲτρίδεϲ: ἀντλήτιδεϲ.

[*](Σ)

1985 Ἐπαγρχοϲ πραιτωρίων: ὁ τῶν ἑῳων τῆϲ φορολογίαϲ τὴν [*](EL) ἐπίϲταϲιν ἔχων παρὰ Ῥωμαίοιϲ.

1986 Ἐπάϲαντο: ἐγεύϲαντο.

[*](Σ)

1987 Ἐπαοιδόϲ: φαρμακόϲ, γόηϲ. καὶ θηλυκῶϲ Ἐπαοισία.

[*](Σ)

1988 Ἐπαυδῆϲαι: ἐπειπεῖν.

[*](Σ)

1989 παύλειοϲ: ἡ τῆϲ αὐλῆϲ ὁδόϲ.

[*](Δ)

1990 Ἐπαύλια λέγεται, καθόϲον ἐν τῇ τοῦ νυμφίου οἰκίᾳ ἡ νύμφη [*](Σ) τότε πρῶτον ἐπηύλιϲται. καλεῖται δ’ ἐπαύλια καὶ τὰ μετὰ τὴν ἐχο μένην ἡμέραν τῶν γάμων παρὰ τοῦ τῆϲ νύμφηϲ πατρὸϲ δῶρα φέροιμεο τῷ νυμφίῳ καὶ τῇ νύμφῃ ἐν πομπῆϲ ϲχήματι. παῖϲ γὰρ ἡγεῖται χλανίδα λευκὴν ἔχων καὶ λαμπάδα καιομένην, ἔπειτα μετὰ τοῦτον κανηφόροϲ, εἶνπ αἱ λοιπαὶ ἀκολουθοῦϲιν ἐφεξῆϲ φέρουϲαι χρυϲία, λεκανίδαϲ, ϲμήγματα, φορεῖα, κτέναϲ, κοίταϲ, ἀλαβάϲτρουϲ, ϲανδάλια, θήκαϲ, μυράλειπτρα. ἐνίοτε δὲ καὶ τὴν προῖκα ἅμα τῷ νυμφίῳ φέρου ϲιν. οἱ δέ φαϲιν ἐπαύλια τὴν δευτέραν μετὰ τοὺϲ γάμουϲ ἡμέραν καλεῖϲθαι, ἐν ᾖ πρῶτον ἐπαυλίζεται τῷ νυμφίῳ ἡ νύμφη. Ἐπαύλιον δὲ μονή. περὶ Ἑκάληϲ θανούϲηϲ· ἴθι πρηεῖα γυναικῶν τὴν ὁδόν, ῆν ολiι ἀνίαι θυμαλγέεϲ οὐ περόωϲι. πολλάκι ϲεῖο, μαῖα, φιλοξένοιο καλιῆϲ μνηϲόμεθα· ξυνὸν γὰρ ἐπαύλιον ἔϲκεν ἅπαϲιν.

1991 Ἔπαυλιϲ: ἡ οἰκία, ἐν ᾖ τὴν αὖλιν ποιοῦνται. Αὖλιϲ δὲ ἡ [*](Δ) κοίτη. καὶ Ἐπαυλόϲυνοϲ, ὁ εἰϲ τὴν ἔπαυλιν ἰών. οὔτε τίνʼ [*](Anth.) ἀνδρῶν οὔτε βροτῶν βλάψαϲ, οἴχετʼ ἐπαυλόϲυνοϲ. περὶ λέοντοϲ ὁ λόγοϲ.

1992 Ἐπαυλόϲυνοϲ: ὁ εἰϲ τὴν ἔπαυλιν ἰών. καὶ Ἐπαυλίζονται, [*](Δ) ἐπιϲκιάζονται.

1993 Ἔπαυλιϲ: μάνδρα βοῶν, καὶ προβάτων αὐλή. τότε μὲν οὖν [*](Σ) ἀμφότεροι τὴν ἔπαυλιν ἐπὶ τοῦ χώματοϲ ἐποιήϲαντο οἵ τε Ῥωμαῖοι [*](Ε + Δ) καὶ οἱ Καρχηδόνιοι. τουτέϲτι τὴν κοίτην.

[*](1984 Σa, Ba. 226, 23 cf. L, Ambr. 1354, H 1085 Τh Simoc. 8, 1, 3 EL 227,5 —7 1986 ═ Ba 226, 24, sch. Α 464, Et. M. 353, 48, H 1987 — γόηϲ ═ Ba 226, 17 cf. H θηλυκῶϲ sq. cf. Ambr. 1145 1988 ═ Ba 226, 25 1980 cf Ambr. 1517 1990 — νυμφίου + vs 11 καὶ—17 νύμφη ═ Et. Gen., Et M. 354, 1. vs 15 προῖκα ═ Paus. Att. fr. 171 ap. Eust. l. 1337, 42 cf Prorro H, Poll. 3, 39, H v ἀπαμλία, Et. M. 119,17 Ἐπαύλιον sq. Call. (fr. 70 Κ 131 S) c sch 1991 οἰκία cf. H, ech. Ap. Rh. 1, 800. Αῦλιϲ—κοίτη cf. ad Α 4444 οὔτε sq. Anth. 6, 221, 7—8 1902 Ἐπαυλίζονται sq. ═ Ba 226, 26 1993 αὐλή ═ Ba 226, 27, Et. M. 353, 57 cf. H. βοῶν ═ Ambr. 1471 cf. sch. Ap. Rh. 1, 800 τότε —Καρχηδόνιοι Polyb. fr. 145)[*](1085 Z 787 1086 Z 824 1087 cf. 2833 1089 Z 797 1990 Z 808 1091 cf 1992 —3 et v. Α 4444 1092 cf. 1901. Z 788 1093 cf. 1901. Z 797)[*](3 ἐπίϲταϲιν A Zon; ἐπίταϲιν rell. ἐπιϲταϲίαν Th., Exc. 5 καὶ Ἐποιδία A(G1T V M) om. A FV Ἐπαοιδίαϲ Gl and 1990 Ἐπαύλαια ππmg. IM 9 καλεῖται AV καλεῖ GIM 11 ἐν πομπῆϲ] ἐμπομπὴ V 16 ἐπαύλεια V 17 et 20 ἐπαύλειον V 19 περόωϲι Et. M 442, 38; περέοϲι A περῶϲι GIVM τφιλοξείνοιο Kust. cf. Anth. 9, 545, 3 Καλλιμάχου mg. add. lM 22 οῦτε] οὐ V 23 βρόντων A)
334
[*](Δ)

1994 Ἐ παύραϲθαι: ἐπαπολαῦϲαι. τούτου τὴν αἴτηϲιν προϲεμένων καὶ ϲυγχωρούντων ἐπαύραϲθαι τῆϲ χλιδῆϲ. καὶ αὖθιϲ· ἄπιθι [*](Ε + Husy.) τῆϲ Ἀκαδημίαϲ, καὶ φεῦγε φιλοϲοφίαν· οὐ γάρ ϲοι θέμιϲ ἐπαύρεϲθαι αὐτῆϲ. πρὸϲ Κλέαρχον ὁ λόγοϲ τὸν Σολέα, ὃϲ ἔγραψε διάφορα. ὁρά γὰρ πρόϲ ϲε ἔχθιϲτον.

[*](Δ)

1995 Ἐπαυρίζω: τὸ φυϲῶ. καὶ Ἐπαυρίϲκ υω.

[*](Σ)

1996 Ἐπ αὐτόπτῶ: ἐπʼ αὐτοφώρῳ.

[*](Σ)

1997 Ἐπʼ αὐτοφώρῳ: ἐπʼ ὀφθαλμοῖϲ, ἐπʼ αὐτῷ τῷ κλέμματι [*](Ε) ἁλούϲ. ὁ δὲ ἐπʼ αὐτοφώρῳ τὴν πρᾶξιν λαβὼν ἐν Καρχηδόνι ἐξηπάτητο πρὸϲ τῆϲ γυναικὸϲ ἑκών γε εἶναι.