Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

1819 Ἐξουϲιάζω· γενικῇ.

1820 Ἐξοχετευόμενα: ἐκρέοντα.

1821 Ἐξόχωϲ: πάνυ.

1822 Ἔξω βελῶν καθῆϲθαι: παραινεῖ ἔξω κινδύνου εἶναι.

[*](Prov.)

1823 Ἐξώγκωϲεν: ὕψωϲε. καὶ χῶμα ἐξώγκωϲαν αὐτῷ καὶ ἐπιγράμματι [*](Σ) τιμῶϲι τῷδε.

1824 Ἔξω Γλαῦκε: χειμῶνα γὰρ ϲημαίνει ὁ θαλάττιοϲ.

1825 Ἐξῳδήκει: ὠγκώθη.

1826 Ἐξῳδηκώϲ: ὁ ὠγκωμένοϲ.

1827 Ἐξῳδηκῖα.

[*](Δ)[*](1816 Harp. cf. An. Ox 2, 494, 14, Bk. 252, 15; — vs. 3 δίκηϲ ═ Ambr 1172 Dinarch. fr. LXXXIVb 1 1817 ═ Lex. Bbet. ap. Et. Gen. et Et. M. 348, 48 cf. Br 188, 7 (et Rabel in Ztschr. d. Savigny-Stift. 38, Roman. Abt. 304 sqq.) 1818 ἀνέμου ═ Ba 225, 8, H 1819 ═ Synt. Gud., An. Ox. 4, 292, 9 1820 Ba 225, 9, H 1821 ═ Ba 225, 10, H 1822 cf. Paroem. ed. Gsf. 50 n. 436 1823 — ὕιψωϲε ═ Ba 225, 17, H; 1. ═ L καὶ χῶμα sq. fort. Aelian. 1824 cf. H, App. Prov. ll 72 1825 ═ Ambr 1240 1826 ═ Ambr. 1239)[*](1816 Vind 18 1817 cf. 1815 extr. v El 109 hinc sch. Bavar in Dem. 21, 44 Z 762 1820 Z 783 1821 Z 785)[*](ἀλοῦντεϲ A 10 χρηϲτὸϲ A 11 εἴργοιϲτο GIM 14 ἀπὸ] ἐπὶ ex A(GITFVM) Harp; Port 16 δίκην AT Et. sch Dem.. δίκῃ rell. 17 ἔπει A μὴ] ἡ ales. 18 εἰϲάγοντεϲ F 20 οἱ γὰρ παλαιοὶ τὸ IF Et. τὸ] τῷ A 27 ἐξώγκωϲεν Aac 31 ὀγκώμενοϲ T V)
320
[*](Synt.)

1828 Ἐξωθοῦμαι· γενικῇ.

[*](Σ)

1829 Ἐξωκέληϲ: τὸ λῃϲτρικὸν πλοῖον, ἢ ἄϲτρωτοϲ ἵπποϲ.

[*](Σ)

1830 Ἐξώκειλεν: ἐξῆλθεν, ἔπεϲεν· ἐπὶ νηόϲ, ἐξέβαλεν, ἐξέρριψεν. [*](Ε) δὲ Κλεοπάτρα βαϲίλειαν βαϲιλέων ἑαυτὴν ἀνεῖπεν· ἐϲ τοϲοῦτον ἄρα φροήματοϲ ἐξώκειλεν.

[*](Ar.)

1831 Ἐξῳκοδόμηται τὸ τεῖχοϲ, ὡϲ ὅταν ἐπάνω μὲν Προξενίδηϲ ὁ Κομπαϲεὺϲ καὶ Θεαγένηϲ, ἀμφότεροι κομπαϲταί, ἐναντίω δύʼ ἅρματε, ἵππων ὑπόντων μέγεθοϲ ὅϲον ὁ δούριοϲ, ὑπὸ τοῦ πλάτουϲ ἂν παρελαϲαίτην. Ἡράκλειϲ. τὸ δὲ μῆκοϲ ἑκατοντόργυιον.

[*](Ar.)

1832 Ἐξωλέϲτερον· Ἀριϲτοφάνηϲ Πλούτῳ· πενία γάρ ἐϲτιν, ἧϲ οὐδὲ θηρίον ἐξωλέϲτερον. ἀντὶ τοῦ ἀπολέϲθαι ὀφεῖλον, ἢ ἐξολοθρευτικώτερον, [*](Ε) ἢ χεῖρον. Αἰλιανόϲ· ϲύνοδοί τινεϲ εἰϲ αὐτῆϲ ἐγίνοντο καὶ ϲυμφοιτήϲειϲ ἀκολάϲτων ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν ἀϲελγῶν καὶ μειρακίων ἐξώλη βίον προῃρημένων.

1833 ἐξώλεια: πανωλεθρία. καὶ ἐξώλειαν ἑαυτῷ προϲεπαραϲάμενοϲ, [*](Ε) καὶ ὁτιοῦν αὐτῶν ἐκβῇ. τουτέϲτιν ἀπηγορευμένον κακῶν.

[*](Δ + Σ)

1834 Ἐξώληϲ: εὐθείαϲ πτώϲεωϲ· καὶ Προώληϲ καὶ Πα νιύληϲ. [*](Ε) ἀπολλύμενοϲ, κίναιδοϲ. καὶ Ἐξώλεια, ἡ παντελὴϲ ἀπώλεια. τῷ [*](Ε) γε μὴν πατρὶ ἐπαρωμένου ἐξώλειαν ἐπίπλαϲτον. καὶ αὖθιϲ· ὅπωϲ ἂν ἐπ’ ἐξωλείᾳ τῶν Ἰϲραηλιτῶν ἀρὰϲ ποιήϲηται ὁ μάντιϲ.

[*](Ε)

1835 Ἐξώλιϲθεν: ἐξερρίφη, ἐξέπεϲε. Διονύϲιοϲ ὁ δεύτεροϲ ἐξώλιϲθε τῆϲ ἀρχῆϲ καὶ ἐϲ Κορινθίουϲ ἧκε φυγάϲ.

1836 Ἐξωλόθρευϲαϲ πάντα τὸν πορεύοντα ἁπὸ ϲοῦ· οὕτω γραπτέον καὶ μὴ πορνεύοντα

[*](Ar.)

1837 Ἐξωμμάτωται: ἐπιτεταμένωϲ ὁρᾷ. ἡ γὰρ ἔξ πρόθεϲιϲ ἐπίταϲιν δηλοῖ· ὡϲ, ἐκ θυμοῦ φιλέων. ἢ μᾶλλον παίζων ἐπὶ ϲτερήϲεωϲ λέγει. Ἀριϲτοφάνηϲ Πλούτῳ· ἐξωμμάτωται καὶ λελάμπρυται κόραϲ.

[*](Ecl. + Σ)

1838 Ἐξωμίϲ: Ἀττικὸν λεξείδιον. ϲημαίνει δὲ χιτῶνα ἐλευθέριον, οὐκ ἐπιϲκεπάζοντα τοὺϲ βραχίοναϲ, εὐτελῆ.

[*](1828 ═ Synt Gud. cf. Laur. 1829 ═ P et Σa s. v. κέληϲ 1830 — ἐξ ἐρριψεν ═ Ba 225, 18, Et. M. 350, 20 cf. H; l. ═ L ἡ sq. Aelian. fr. 55 1831 Ar. Av. 1124, 1126—30 c. sch. 1126 1832 — χεῖρον Ar. Pl. 443 c. sch. ϲύνοδοί sq. Aelian. fr. 123 1833 l. ═ Ambr. 1178 καὶ ἐξώλειαν-ἐκβῇ fort Aelian. 1834 Ἐξώληϲ cf. Ambr. 1146. ἀπολλύμενοϲ, κίναιδοϲ ═ Ba 225, 20 cf. H. Ἐξωλεία ═ Ambr. 1178 τῷ—ἐπίπλαϲτον Aelian. fr. 255 ὅπωϲ sq. los. Ant. 4, 104 1836 l. Ps. 72, 27 1837 Ar. Pl. 635 c. sch.; l 343 1838 — βραχίοναϲ ═ An. Ox. 2, 436, 28, Et. Gud cf. Et. M. 349, 48 ═ Et. Gen εὐτελῆ cf. Lex. Rbet. ap. Et Gen. et Et. M 349, 50)[*](1829 Z 758 1831 cf. v. Δ 1429 1832 Z 765 1833—4 Z 763 1836 cf. πορνεία 1837 Z 784)[*](A(GITFVMB))[*]( 4 βαϲίλειαν AT; βαϲιλεῖ Gcp IM cp. F V βαϲιλέων om. F V 9 ἑξατοντόρ γυιον M ἐξατοντόργυον G(1) 11 θηρίων F V 14 προῃρημένον F προειρη μένων lM 16 καί] κἆν vel ἐὰν καὶ Bhd. ἀπηγορευμένων Hust. 17 Πανώληϲ A B Παρώδηϲ V Παρώληϲ rell. 19 ἐπίπλαζον Gl 1836 ex G I M 23 πορεύοντα ed. pr.: πορνεύοντα GIM Ps 25 Ἐξωμμάτωμαι GI TM ὁρῶ GIT ἐξ] ἔξω A 28 Ἀττικὸν F An. Ox., Et. Gud.: cp. AM Ἀττικῶϲ rell.)