Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

1799 Ἐξόν: δυνατόν. Ἰώϲηποϲ· νῦν δὲ Ἰουδαίουϲ ἐλπίϲαϲ δυϲωπήϲειν [*](Δ) ἐν τῷ κακοῦν ἐξὸν μὴ θέλειν.

1800 Ἐξόν· τί δῆτα κρεάγραϲ τοῖϲ κάδοιϲ ὠνούμεθ’ ἄν, ἐξὸν καθέντα [*](Ar.) γράδιον τοιουτονὶ ἐκ τῶν φρεάτων τοὺϲ κάδουϲ ξυλλαμβάνειν: ἐπὶ τῶν πορνικῶν καὶ ἀϲελγῶν γραῶν. καὶ ὁ ἀπόϲτολοϲ Πέτροϲ· ἄνδρεϲ ἀδελφοί, ἐξὸν εἰπεῖν μετὰ παρρηϲίαϲ πρὸϲ ὑμᾶϲ.

1801 Ἐξονομήνῃϲ: ἐξείπῃϲ ἐξ ὀνόματοϲ.

[*](Σ + Δ)

1802 Ἐξονυχίζειν: ἐξετάζειν τοῖϲ ὄνυξι. βλάβην νομίζομεν τὸ [*](Σ) μὴ περὶ ἑκάϲτου ἀκριβοῦν καὶ ἐξονυχίζειν. ἢ τὸ ἀκριβολογεῖϲθαι.

[*](Σ)

1803 Ἐξ ὄξουϲ δίκη· οὔτοι καταπροίξῃ, μὰ τὸν Ἀπόλλω, ταὐτὸ [*](Ar.) δρῶν, ὡϲ ἡδέωϲ φάγοιϲ ἂν ἐξ ὄξουϲ δίκην.

[*](1791 cf. Synt Laur. 1702 Ἐξόμνυϲιν cf. Ambr. 1270 Ἐξόμνυϲθαι sq. cf Ba 225, 5 1704 διὰ— ἀμφοτέρων Polyb. fr. 144. εἰϲ —ἦν Polyb. 3, 90, 5 1795 ═ Synt. Gud 1796 ═ Ba 225, 11 cf. sch. Pl. Leg. 775 d, Tim. 1797 ═ Et. Gen, Et M. 349, 36 cf. Bk 188, 26 1798 δημοϲίᾳ sq Synes. Enc. Calv. P G 66, 1204 a. 1799 δυνατόν ═ Ambr. 1188 νῦν sq. los. Bell. 5, 333 1800 — ξυλλαμβάνειν Ar. Eccl. 1002—4 ἄνδρεϲ sq. Act. Ap. 2, 29 1801 cf. Ambr.1232 ═ sch. ⌈ 166; H. ἐξείπῃϲ ═ Ba 225, 6, H 1802 ὄνυξι cf. Phryn. 20, 8 Ecl. 289 (fr. 310) βλαβὴν — ἐξονυχίζειν Artem. 1, 16 extr. ἀκριβολογεῖϲθαι Phryn. 95, 9, Ecl. 289 (fr. 310) 1803 Ar. Vsp. 1396)[*](1780 cf. v. ὁμηρεύειν. Z 782 1790 Z 782 1792 cf. 1798 1704 Z 765 1797 Z 782 1798 cf. 1792 Z 783 1799 cf v. Δ 1677 1800 cf. v 2360 1802 cf. 3885 ct v. ὁνυχίζεται 1803 cf. ν K 730)[*](B ἀρνεῖϲθαι] ἀντὶ τοῦ ἀρν. F om. V 10 προφανῶϲ Ε ἐκ προφανοῦϲ Kust. A(GITFVME) 12 πρόϲωπον ἄϲωπον A Αἴϲωπον F 18 δημοϲίᾳ] Συνέϲιοϲ praemisit T 26 ἐξ ὁνόματοϲἐξείπηϲ GITVM 29 Ἀπόλλων A cf. v Κ 730, ἀποϲτολῶν GITM 30 δρᾶν F, v. K 730)
318
[*](Ε)

1804 Ἐξόπλουϲ· ἅμα δὲ λαμβάνειν ἐξόπλουϲ τοὺϲ πολεμίουϲ κατὰ τὴν ἐπὶ τοὺϲ Μακεδόναϲ ἔφοδον.

[*](EL)

1805 Ἐξοργιεῖν: εἰϲ ὀργὴν ἐμβαλεῖν. ταῦτα δὲ ἔπραξεν ὁ Καῖϲαρ, οὐχ ὅτι καταπλήξειν αὐτόν, ἀλλ’ ὅτι ἐξοργιεῖν κἀκ τούτου πρόφαϲιν τοῦ πολέμου λήψεϲθαι.

[*](Δ)

1806 Ἐξορευγμία: ἡ ὀρυγή. Ὀξυρευγμία λέγεται, ὅταν ἡ τροφὴ ἐποξίϲῃ.

[*](Synt.)

1807 Ἐξορίζομαι· γενικῇ· Ἐξορίζω δὲ αἰτιατικῇ.

[*](Σ)

1808 Ἐξόριϲτον: ἀντὶ τοῦ φυγάδα. Δημοϲθένηϲ.

[*](Harp.)

1809 Ἐξορχηϲάμενοϲ· αἰτιατικῇ. ἀντὶ τοῦ φυγὼν καὶ ἀποδράϲ. Δημοϲθένηϲ ἐν τῷ κατʼ Ἀνδροτίωνοϲ.

[*](Synt.)

1810 Ἐξοϲτρακίζω· γενικῇ

[*](Σ)

1811 Ἐξοϲτρακιϲμόϲ: ἐξοριϲμόϲ. ζήτει ἐν τῷ ὁϲτρακιϲμόϲ.

1812 Ἐξότου: ἐπίρρημα.

1813 Ἐξ οὗ: οὐ ϲημαίνει τὴν ὕλην, ὡϲ τοῖϲ ἔξω δοκεῖ· ἀλλὰ ϲυγηθέϲτερον τῇ γραφῇ ἐπὶ τῆϲ ἀνωτάτω αἰτίαϲ τὴν φωνὴν ταύτην παραλαμβάνειν, ὡϲ ἐπὶ τοῦ, εἷϲ θεόϲ, ἐξ οὗ τὰ πάντα. κέχρηται μέντοι καὶ ὁ τῆϲ ἀληθείαϲ λόγοϲ τῇ λέξει καὶ ἐπὶ τῆϲ ὕληϲ πολλάκιϲ, ὡϲ ὅταν λέγῃ· ποιήϲειϲ τὴν κιβωτὸν ἐκ ξύλων ἀϲήπτων. καί, ποιήϲειϲ τὴν λυχνίαν ἐκ χρυϲοῦ καθαροῦ. καί, ὁ πρῶτοϲ ἄνθρωποϲ ἐκ γῆϲ χοϊκόϲ. καί, ἐκ πηλοῦ διήρτηϲαι ϲὺ ὡϲ κἀγώ.

1814 Ἐξουθενῶ ϲε: ἀντʼ οὐδενόϲ ϲε λογίζομαι.

[*](Σ)

1815 Ἐξούληϲ: κατὰ τῶν ἐλαϲάντων τοὺϲ ἑλόνταϲ ἐκ τῶν τοῦ ὀφλότοϲ καὶ κατὰ τῶν ὀφλούντων τοῖϲ ἁλοῦϲιν. ἐπειδάν τιϲ καταδικαϲθεὶϲ μὴ ἐκτίνῃ τὴν καταδίκην, εἰϲεπράττετο ὑπὸ τοῦ δήμου καὶ ἄλλο τῷ δήμῳ τοϲοῦτον λελογιϲμένωϲ πάνυ. εἰ γὰρ τῷ ἰδιώτῃ διπλάϲιον ἐπράττετο, παραιτήϲεωϲ ἂν ἐτύγχανε δεόμενοϲ ὁ ἁλοὺϲ καὶ ἀπλοῦν ἂν ἐξέτινε. νυνὶ δὲ ἀπαραίτητόν ἐϲτι τὸ δημόϲιον. δηλοῖ δὲ καὶ Δημοϲθένηϲ· δίκην δὲ τούτῳ λαχὼν τῆϲ κατηγορίαϲ εἷλον ἐρήμην· οὐ γὰρ ἀπήντα. λαβὼν δὲ ὑπερήμερον εἰϲελθεῖν δεδύνημαι. τὸ δὲ κωλύει ἐξέλλειν ἔλεγον οἱ παλαιοί. ἔϲτιν οὖν ἐξίλλειν κατὰ τὸ ἔτυμον [*](1804 fort. Polyb. 1805 ταῦτα sq. Cass. D. 38, 34, 6 ═ EL 419, 13 15 1806 — ὀρυγή ═ L cf. Ambr. 1186 1807 ═ Synt. Laur.; γενικῇ ═ Synt. Gud. 1808 ═ Bk. 94, 15; Dem. 21, 105 1809 αἰτιατικῇ ═ Ambr. 1272b cf. Synt. Laur. et Gud. ἀντὶ sq. Harp.; Dem. 22, 68 1810 cf. Synt. Gd 1811 ἐξοριϲμόϲ ═ Ba 225, 7, Et. Gen., Et. M. 349, 15 1813 Basil. de spiritu c. 4, PG 32, 77a; Ep. Cor. 1, 8, 6; Gen. 6, 14; Exod. 25, 38; Ep. Cor. 1, 15, 47 Iob 33, 6 1814 Ἐξουθενῶ ═ Ambr. 1281 1815 vs. 29 δίκην—30 δεδύνημαι Dem. 21, 81) [*](1805 Z 783 1806 hinc v. ὀξυρεγμία extr., Z 761 1809 Z 783 1811 Z 757 1813 Z 757 1814 Z 783 1815 extr. cf. 1766, 1817, v. l 109) [*](A (GITFVM))[*]( 4 ἐξοργιεῖν] ἐξ ὀργὴν A 6 ἡ—λέγεται om. T Ὀξυρευγμία —7 ἐποξίϲῃ om. A δὲ λέγεται I 10 αἰτιατικῇ om. F V Zon. Harp. 1812 om. A F V 19 ὅταν λέγῃ AF V: οὔτοϲ λέγει GITM 20 χρυϲίου I 1815 om. T 24 ὀφλούντων] ὀφειλόντων coni Bhd. ἑλοῦϲιν coni. Kust: 28 ἐξέτινε Kust: ἐξέτεινε omnes 30 γὰρ] δὲ V δέ pr.] γάρ GI δεδύνομαι V 31 ἐξίλλειν G Iac Vac Mac ἔτοιμον A)

319
τὸ ἐκφεύγειν καὶ περιπλέκειν, μὴ παρέχοντα τὴν τιμωρίαν, καὶ τούτῳ τῷ τρόπῳ διακωλύειν.

1816 Ἐξούληϲ: ὄνομα δίκηϲ, ἣν ἐπάγουϲιν οἱ φάϲκοντεϲ ἐξείργεϲθαι [*](Harp.) τῶν ἰδίων κατὰ τῶν ἐξειργόντων. εἴρηται μὲν οὖν τοὔνομα ἀπὸ τοῦ ἐξίλλειν, ὅπερ ἐϲτὶν ἐξείργειν καὶ ἐξωθεῖν καὶ ἐκβάλλειν. δικάζονται δὲ ἐξούληϲ κἀπὶ τοῖϲ ἐπιτιμίοιϲ οἱ μὴ ἀπολαμβάνοντεϲ ἐν τῇ προϲηκούϲῃ προθεϲμίᾳ, ὑπερημέρων γινομένων τῶν καταδικαϲθέντων. οἱ μὲν τῇ ἐξούληϲ ἁλόντεϲ καὶ τῷ ἑλόντι ἐδίδοϲαν, ἃ ἀφῃροῦντο αὐτοῦ, καὶ τῷ δημοϲίῳ κατετίθεϲαν τὰ τιμηθέντα. ἐδικάζετο δὲ ἐξούληϲ καὶ ὁ χρήϲτηϲ, κατέχειν ἐπιχειρῶν κτῆμα τοῦ χρεωϲτοῦντοϲ καὶ κωλυόμενοϲ ὑπό τινοϲ. καὶ ἀπεργαϲίαϲ δέ τιϲ εἰ εἴργοιτο, δίδωϲιν ὁ νόμοϲ δικάζεϲθαι πρὸϲ τὸν εἴργοντα ἐξούληϲ. καὶ περὶ ἀνδραπόδου δὲ καὶ παντὸϲ οὗ φηϲί τιϲ αὐτῷ μετεῖναι. Δείναρχοϲ δὲ ἰδίωϲ κέχρηται τῷ τῆϲ ἐξούληϲ ὀνόματι ἀπὸ τῆϲ ἱερείαϲ τῆϲ μὴ βουλομένηϲ τὰ ἴδια δρᾶν.

1817 Ἐξούληϲ δίκη· οἱ δίκην νικήϲαντεϲ ὥϲτε ἀπολαβεῖν χωρίον [*](Σ) ἢ οἰκίαν, ἔπειτα ἐμβατεύειν κωλυόμενοι, μὴ ἐμβατεύϲαντεϲ ἐξελαυνόμενοι, δίκην εἰϲάγουϲι πρὸϲ τοὺϲ ἐξελαύνονταϲ ἢ οὐκ ἐῶνταϲ ἐμβατεύειν. καὶ αὕτη ἡ δίκη ἐξούληϲ καλεῖται. εἴρηται δὲ ἀπὸ τοῦ ἐξέλλειν. οι παλαιοὶ γὰρ τὸ κωλύειν καὶ ἀπελαύνειν ἐξέλλειν ἔλεγον.

1818 Ἐξ οὐρίου: ἐξ ἐπιτηδείου ἀνέμου. κἂν ἐξ οὐρίων φέρηται [*](Σ) τὴν ἄκραν ἔχων εὐημερίαν, ταλανίζειν τοῦτον χρή.