Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Δ)

12 Ἐαρινὴ καὶ Ἐαρινῆϲι: τοῦ ἔαροϲ.

[*](1 sch. A 276 2 cf H; ἐκλάϲθη ═ Ambr. 27 3 ═ Σᵃ, H, Ba 204, 17 4 cf. Et. M. 306, 57;— ἀρέϲκοντα ═ sch. 1173, Ambr 15, H cf Ap. S. 61, 24 5 ═ Ba 204,18 cf. Ambr. 28 6 ἐκρατήθη ═ Ambr.14, H ἑάλωκεν, ἐλήφθη ═ Ba 204,19 Ἑαλωκὼϲ cf. Ambr. 7. Ἑαλωκότων cf. Ambr. 24 ═ H. Ἑὰλωϲαν cf. Ambr. 26 7 vs. 11 ἦ—ἐπιπλέωϲιν Thuc. 2, 24, 1; ἡ alt. sq. Thuc. 3, 47, 2 8 cf. Ambr. 9 ═ Ps. Herodian. 25 9 λεπτόν cf. sch Σ 352, Ap S. 61, 28 H, Ambr. 6 ἁ sq. Anth. 7, 241, 5 10— ἀέροϲ cf. Hellad. ap. Thot Bibl. 535b 15 vs.18 ἔαρ—19 πλεονάζειν ═ Orion 56,15 (ex quo Et. M 307,44), sch. Nicand. Al. 314 cf. H, Ambr 12 ἦχι —πεπλήθαϲι ═ Eust. D. 1851, 44 Cal. fr. 77 Κ., an. 20 S. 11 sch. Ar Av. 1416 12 Ἐαρινὴ ═ Ambr. 4)[*](1 Z 593 3 Z 593 4 cf. v EI 7 5 Z 593 a cf 283. Z 503 8 cf. v. El 9. Z 591 9 hinc v. Δ 102. Z 501 10 Z 592. Call hinc v. A 2801)[*](A(GITFVM))[*]( 1 ϲυνεχώρει V 3 ἅγε δή om. V 4 Ἐαδήτα A post 4 κλίνεται Add. M, κλίνεται, κανών mg. A κανών mg. lTM 6 παρῃτηϲάμενοι F ἀποπεπιϲτὴϲαϲι GIT 10 ἐν] ἄν GI δευτέρῳ V 12 ἀποϲτήϲαϲι A Τhnc.: ἀπιϲτήϲαϲι F ἀποϲτατήϲαϲι GlM 19 εἴαρι] εἶτι V 21 ἔχει om GT 24 ἔαροϲ] ἀέροϲ A)
189

13 Ἐαρινόϲ: ὁ κατὰ τὸν καιρὸν τοῦ ἔαροϲ.

[*](Δ)

14 Ἕαται· ἑῶ ἕημι ἔεμαι ἧμαι, κάθημαι, ἡνται, ἕαται Ἰωνικῶϲ καὶ [*](Δ?) πλεοναϲμῷ εἴαται, ὡϲ μέμνηται μεμνέαται.

15 Ἑαυτῷ: ἐπὶ γ΄ προϲώπου. οἱ Ἀττικοὶ δὲ καὶ ἐπὶ β΄ προϲώπου [*](Σ) κέχρηνται.

16 Ἑαυτούϲ: ἀντὶ τοῦ ἀλλήλουϲ οἱ Ἀττικοὶ λέγουϲιν.

[*](Σ)

17 Ἑάφθη: ἐπηκολούθηϲεν. ἔπω, ἕψω, ἧφα, ἦμμαι, ἥφθην καὶ [*](Hom.) διαλύϲει ἑάφθην, τὸ γ΄ ἑάφθη.

18 Ἔβαμε: κατέλαβέ με. Ἀριϲτοφάνηϲ Νεφέλαιϲ· τί χρέοϲ ἔβα με [*](Ar.) μετὰ τὸν Παϲίαν;

19 Ἐβαρύνετο· κυριώτερον· οὐ δεῖ γὰρ λέγειν ἐβαροῦντο ἢ [*](Thuc.) βαροῦμαι ἢ βαρούμενοϲ οὐδὲ ἄλλην τινὰ κλίϲιν ποιεῖϲθαι τοῦ βαροῦμαι ῥήματοϲ· ἀλλὰ βαρύνομαι καὶ βαρυνόμενοϲ. καὶ αὖθιϲ· ὁρῶν δὲ τοῦτο βαρυνομένην τὴν ϲύγκλητον.

20 Ἐβαρυώνπηϲαν: βαρεῖϲ ἔϲχον τοὺϲ ὀφθαλμούϲ.

21 Ἔβαϲον: ἔαϲον.

22 Ἐβάϲταϲεν: ἀντὶ τοῦ ἐδοκίμαϲεν. πάϲαϲ δ’ ἰδέαϲ ἐξήταϲε πάντα [*](Σ+ Ar.) δ’ ἐβάϲταϲε φρενί, πυκνῶϲ τε ποικίλωϲ λόγουϲ ἀνεῦρεν.