Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

1179 Ἐν Δι ομίοιϲ Ἡράκλειον: ἡ ἐν Διομίοιϲ ἀγομένη τῷ Ἡρακλεῖ [*](Harp.) ἑορτή.

1180 Ἔνδιοϲ: μεϲημβρινόϲ. ὄφρα μὲν οὖν ἔνδιοϲ ἔην ἔτι, θέρμετο [*](Δ) δὲ χθών, τόφρα δ’ ἔην ὑάλοιο φαάντεροϲ οὐρανὸϲ ἤνοψ. τουτέϲτιν [*](Call.) ὁ λαμπρόϲ.

1181 Ἐνδόμυχοϲ: ϲκοτεινόϲ, ἀπόκρυφοϲ. Δαμάϲκιοϲ· οὕτω δὲ ἐνδόμυχοϲ ἐγεγόνει καὶ ϲιωπηλὸϲ ἐπὶ τούτοιϲ, ἃ κρύπτειν ἐδοκίμαζεν, ὣϲτε μηδὲ ἐρωτώϲῃ τῇ μητέρι λέγειν ὅπη ἀπίοι.

[*](1170 ═ Sabb. cf. Bk. 187, 4; 250, 10 1171 Harp. ═ Sabb., Et. Gen., Et. M 438, 49 cf. An. Ox. 2, 494, 1; Dem. 25, 14 1172 ὅμμαϲι — ἐνδιάει alt. Anth. 5, 269, 9—10 ὁ μεϲημβρινόϲ ═ Ambr. 883, sch. b 459, H cf. Orion 60, 4 ex quo Et. M. 339, 1; Ap. S. 68, 29 τριϲϲὰ sq. Pauli Silent. Descriptio S. Sophiae 354"(ed. Friedlaendener) 1173 ═ synt. Gud. 1176 ═ Ba 220, 16, H 1177 —δικαίωϲ ═ Et,. M. 339, 4 Et. Hen., H; aliter sch. Ar. Va Vap. 421 1178 —δίκαιον ═ Σα, Ba. 220, 17 cf H, Ambr. 991 1170 Harp. 1180 — μεϲημβρινόϲ cf. ad 1172 ὅφρα—ἥνοψ Calt. fr 8 k. an. 24 8. ὁ λαμπρόϲ ═ Et. M 432 36 1181 οὖτω sq. Dam. fr. 28)[*](1170 Z 722, sch Dem Bav 20, 156 1171 Z 722 1172 cf 1180. Z 716 et 742 1174 ex v. Δ 1029 1177 Z 722 1178 Z 716 et 733 1180 cf 1172 ct v. 3490 1181 Z 716)[*](1170 om. T. a τὸν Aac[ ac VM Zon. sch. Dem. Sabb.; τὸ F τῶν AacGIac A(GITFVM) ἀντιποιουμένων GI ante 1172 καὶ ἔνδειοϲ add. AM, pertinet ad vs. 12 13 Ἔνδεια Α FV ἀνατολικῶν V ἔνδεια F V 1174 ex M 22 Διομίοιϲ pr. ] Διομείοιϲ A Harp. plen, v. Δ 1161 29 ἐρωτήϲη F V Laxlopgraphi graeci, Haldas ed. Adler)
274
[*](phil.)

1182 Ἔνδοξα· φηϲὶν Ἀριϲτοτέληϲ ϲυλλογιϲμὸν διαλεκτικὸν εἶναι τὸν δι’ ἐνδόξων γινόμενον. ἔνδοξα δέ ἐϲτι, δι’ ὧν ὁ διαλεκτικὸϲ γίνεται ϲυλλογιϲμόϲ· τουτέϲτι τὰ δοκοῦντα πᾶϲιν ἢ τοῖϲ πλείϲτοιϲ ἢ τοῖϲ ϲοφοῖϲ, καὶ τούτοιϲ ἢ πᾶϲιν ἢ τοῖϲ πλείϲτοιϲ ἢ τοῖϲ μάλιϲτα γνωριμωτάτοιϲ καὶ ἐνδόξοιϲ. καὶ εἴη ἂν κυριώτατα μὲν καὶ πρῶτα τὰ πᾶϲι ἢ τοῖϲ πλείϲτοιϲ δοκοῦντα. πᾶϲι μὲν τὸ αἱρετὸν ἀγαθὸν εἶναι, τὸ δὲ αἱρετὸν εἶναι ὑγείαν, πλοῦτον, ζωήν· οἱ γὰρ ἄλλωϲ λέγοντεϲ οὐχ ὡϲ διακείμενοι λέγουϲιν, ἀλλὰ θέϲει παρίϲτανται. μαρτυροῦϲι δὲ αὐτοῖϲ ὡϲ τοιούτοιϲ διὰ τῆϲ αἱρέϲεωϲ αὐτῶν. τοιοῦτο καὶ τό, τὸ ἀγαθὸν ὠφελεῖν καὶ τὸ δεῖν τοὺϲ γονεῖϲ τιμᾶν. τοῖϲ δὲ πλείϲτοιϲ τὸ τὴν φρόνηϲιν πλούτου αἱρετωτέραν εἶναι ἢ τὸ ψυχὴν ϲώματοϲ τιμιωτέραν καὶ τὸ θεὸν εἶναι. οἱ δὲ ϲοφοὶ ὡϲ ὁ Πλάτων, ὅτι ἡ ψυχὴ ἀθάνατοϲ, καὶ Ἀριϲτοτέληϲ, ὡϲ ὁ οὐρανὸϲ πέμπτου ϲώματοϲ καὶ ἡ εὐδαιμονία ὑπ ἀρετῆϲ γίνεται, καὶ τὴν ἀρετὴν διʼ αὑτὴν αἱρετὴν εἶναι. ἐπεὶ δὲ οὖτοι ἔνδοξοι κατὰ ϲοφίαν, ἔνδοξα καὶ τὰ εἰρημένα. διαφέρει δὲ ἔνδοξον τοῦ ἀληθοῦϲ, οὐ τῷ ψευδὲϲ εἶναι (ἔϲτι γάρ τινα ἔνδοξα καὶ ἀληθῆ), ἀλλὰ τῇ ἐπικρίϲει, ὅτι ἐϲτὶν ἀληθέϲ. τῷ δὲ ἐνδόξῳ ἀπὸ τῶν ἀκουόντων καὶ τῶν τούτων ὑπολήψεων, ἃϲ ἔχουϲι περὶ τῶν πραγμάτων. ἔνδοξα ἁπλῶϲ τὰ κατὰ τὴν πάντων δόξαν ἢ τῶν πλείϲτων, ὡϲ τὸ τὴν ὑγίειαν αἱρετὸν εἶναι, ὡριϲμένωϲ δὲ ἔνδοξα τὰ τῷδέ τινι τῶν ἐνδόξων ἑπόμενα, οἷον Πλάτωνι ἢ Ἀριϲτοτέλει ἢ Γαληνῷ· ἄδοξα δὲ ἀπλῶϲ μὲν τὰ τοῖϲ ἐνδόξοιϲ ἀντικείμενα· ταῦτα δ’ ἂν εἴη τὰ παρὰ τὰϲ τῶν πάντων ἢ τῶν πλείϲτων δόξαϲ λεγόμενα· ὡριϲμένωϲ δὲ ἄδοξα, τὰ μαχόμενα τοῦδε τινὸϲ ἐνδόξου τῇ δόξη, ὡϲ φέρε εἰπεῖν, τὸ μὴ εἶναι τὴν ψυχὴν ἀθάνατον, ἐπεὶ μάχεται τῇ Πλάτωνοϲ δόξη· οὕτε δὲ ἔνδοξον οὕτε ἄδοξόν ἐϲτι πρόβλημα, περὶ οὖ οὗτοι οὐδετέρωϲ δοξάζουϲιν, οἷον τὸ περιττοὺϲ εἶναι τοὺϲ ἀϲτέραϲ ἢ ἀρτίουϲ, ἢ τὰϲ τρίχαϲ τῆϲ κεφαλῆϲ, ἢ περὶ οὖ ἐπʼ ἴϲηϲ ἀμφοτέρωϲ, οἷον περὶ τοῦ ἄπειρον εἶναι καὶ μὴ εἶναι, ἢ τὸ εἶναι ἐπιϲτήμαϲ τὰϲ ἀρετὰϲ ἢ πάλιν μὴ εἶναι.

[*](Ε)

1183 Ἐνδόϲιμον· οἱ δὲ κελευϲταὶ τοῖϲ ἐρέταιϲ τὸ ἐνδόϲιμον ἐνἐδοϲαν, οἱ δὲ ἐπὶ τῇ ἐνδόϲει ἀθρόοι τῷ ῥοθίῳ ἐπηλάλαξαν. καὶ Ἔνδοϲιϲ ἐπὶ τούτῳ. Ἐνδόϲιμον, κινήϲεωϲ καὶ ἀρχῆϲ αἴτιον. ὁ δὲ ψαλμὸϲ οἷοϲ ἐνδόϲιμοϲ εἶναι τῇ ψδῇ.

[*](1182 vs.2 ἐνδοξα—18 πραγμάτων Alex. Aphr. 18, 26—19, 27; vs. 19 ἔνδοξα sq. l. l. 549, 22—550, 5 1183 —ἐπηλάλαξαν Arr Purth. fr. 61 Ἐνδόϲιμον, κινήϲεωϲ cf. Synes ep. 4, 162a)[*](1182 Z 733 1183 Arr. cf. v. 1287, vs. 34 ὁ sq cf. v. μουϲουργοί. Z 716 et 733)[*](A(GITFVM))[*]( 2 γινόμενον] γινομένων A 3 ϲυλλογιϲμόϲ T Alex.; ϲύλλογοϲ rell 3 πλείιτοιϲ —6 τοιϲ om. A 4 πλείϲτοιϲ δοκοῦντα add. F μάλιϲτα τῶν ϲοφῶν μάλιϲτα T 9 αἱρέϲεωϲ F Alex.. διαιρέϲεωϲ rell. τοιοῦτον IT TF τὸ alt.] τὸν GIT om. F cf. Alex. 11 πλούτου γὰρ F 16 τῷ] τὸ AF καὶ ex V M Alex. 17 ἀληθέϲ GΙT Alex: ἀλήθεια F V M cp A 26 δὲ om. A cf. Alex. 31 ἐρέταιϲ] ἐναρέταιϲ V 31. 32 ἀνέδοϲαν V 32 ἐπιλάλαξαν Α F 33 τούτου ed. pr. Ἐνδόϲιμον] nov gl. IF VM 34 ἐνδόϲιμον AI F M)
275

1184 Ἐνδοῦναι: προδοῦναι. προδοῦναι. παραδοῦναι, ἢ καὶ εἶξαι.

[*](Σ)

1185 Ἐνδούϲ· ἀραιώϲαϲ.

1186 Ἐνδώϲειν: ὁρίϲαι, προϲτάξαι. καιρὸν δὲ τῆϲ διαβάϲεωϲ καὶ [*](Ε) τόπον αὐτὸϲ ἐνδώϲειν ἔφη.

1187 Ἐνδρανήϲ: πρακτικόϲ.

[*]( Σ)

1188 Ἐνδοια ϲιόν: ἀμφίβολον.

[*](Σ)

1189 Ἐνδοιάζω.

[*](Suid.)

1190 Ἐνδύεταί μοι τὴν λεοντῆν: ἐπὶ τῶν μεγάλοιϲ ἐπιχειρούντων [*](Prov.) πράγμαϲιν. ἐκ μεταφορᾶϲ τοῦ Ἡρακλέουϲ.

1191 Ἐνδ υκέωϲ: ἐπιμελῶϲ.

[*](Δ)

1192 Ἐνδυμίωνοϲ ὕ πνον κα θεύδειϲ: ἐπὶ τῶν ὑπνηλῶν εἴρηται [*](Prov.) ἡ παροιμία· διὰ τὸ τὸν Ὕπνον ἐραϲθῆναι Ἐνδυμίωνοϲ καὶ ἔτι καθεύδειν, καὶ ϲὺν αὐτῷ εἶναι φαϲί.

1193 Ἔνδυο: τὸ ταχέωϲ, ὡϲ ἡμεῖϲ. Μένανδροϲ Ἐφεϲίῳ· παρέϲομαι [*](Σ) γὰρ ἔνδυο.

1194 Ἐνδυομενία. τὴν μὲν ἐνδυομενίαν ἅπαϲαν ἐκ τῶν οἰκιῶν [*](Δ) ἐξήρπαϲαν. τὰ ἔπιπλα.

1195 Ἐνδ ὐω αἰτιατικῇ. Ἐνδ ῦν αι καὶ Ἐνδ ῦϲαι.

[*](Synt.)

1196 Ἐνδυτά· ἐνδυτὰ καὶ ξανθοὺϲ ἐκρέμαϲε πλοκάμουϲ. τουτέϲτι [*](Anth.) περιβλήματα.

1197 Ἔναι· ἀρχαὶ αἱ παρῳχημέναι. Δημοϲθένηϲ κατὰ Ἀριϲτογείτονοϲ.

[*](Harp.)

1198 Ἔναιεν: ᾤκει.

[*](Δ)