Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

1199 Ἐν αἰθρίᾳ: ἐν φανερῷ.

[*](Σ)

1200 Ἔναιμοϲ: πλήρηϲ αἴματοϲ.

[*](Δ)

1201 Ἔνναιον: τόποϲ.

[*](Δ)

1202 Ἔναιον: ὤκουν.

[*](Σ)

1203 Ἐναίρειν: τὸ τὰ ὅπλα ϲκυλεύειν. μοῦνοϲ ἐναιρομένοιϲιν [*](Δ?) ὑπέρμαχον ἀϲπίδα τείναϲ νηυϲὶ βαρὺν Τρώων αἰὲν ἔμειναϲ Ἄρη. [*](Anth.) Ἐναίρειν καταχρηϲτικῶϲ καὶ ἐπὶ θηρίων. Ὅμηροϲ· θῆραϲ ἐναίρειν.[*](Hom.) [*](1184 Tim. 1185 ═ Ba 220,10 1187 Ba 220, 20 1188 ═ Ba 220,21 Ambr. 990, Σa, H 1189 cf. Ambr. 1014 1190 ═ Zen. IlI 75 1191 ═ Ambr. 1131, sch. 90, H 1192 cf. Paroem. ed. Gaf. 37, n. 358, Philol. Supul. 6, 262, n. 400 1193 Μένανδροϲ fr.198 1494 τὴν—ἐξήρπαϲαν Polyb. 4, 72, 1 1195 Ἔνδνα sq ═ L 1193 —πλοκάμουϲ Anth. 6,21710 1197 Harp. ═ An. Ox. 2, 493, 33; Dem. 25, 20 1198 ═ Ambr. 1010, H cf. sch. ε 543 1199 ═ Ba 219, 16, H 1200 ═ Ambr. 878 cf. 994 1201 ═ Ambr. 996 1202 ═ Ba 219, 17, sch. B 522 cf. L 1203 —ϲκυλεύειν cf. ad 1124 μοῦνοϲ—Ἄρη Anth. 7, 147, 1—2 vs. 30 Ἐναίρειν —p 276, 1 ϲκλευθῆναι ═ sch. A (Aristonic.) in Φ 485 cf. sch. T) [*](1184— Z 742 1187 Z 715 1189 ex 1222 1191 Z 753 1193 Z 754 1194 Z 722 1196 Z 734 1197 Z 722 1198 cf. 1202 1199 Z 722 1200 Z 717 et 722 1201 2 Z 734 1202 cf. 1198 4203 cf 1124. Z 742) [*](1 τὸ προδοῦναι F ἢ] αἴἠ V 3 Ἐνδώϲειϲ V 1189 om. AF V, A(GITFVM) extra ord. 13 καὶ om. GITF 17 ἐξήρπαϲεν A 1105 ex lM (post 1192) 18 Ἔνδῦναι καὶ Ἐνδῦϲαι mg. M 28 τὸ om F V 30 Ἐναίρειν] nov. gl. GITF V)

276
θῆρεϲ γὰρ οὐκ ἔχουϲιν ὅπλα ὥϲτε ϲκυλευθῆναι. κυρίωϲ δὲ ἐπὶ ἀνθρώπων.

[*](Σ)

1204 Ἐναίϲιμοϲ: δίκαιοϲ, καθήκων. ἐναιϲίῳ δὲ ϲυντύχοιμι. μηδέ [*](Soph.) τῳ πονηρῶν ϲυντυχών.

[*](Harp.)

1205 Ἐννέα ὁδοί: τόποϲ Θρᾳκικὸϲ παρὰ τὴν Ἀμφίπολιν.

[*](Etym.)

1206 Ἔνατοϲ καὶ Ἐνιαυτὸϲ δέ, καὶ Ἑνά τη διʼ ἐνδϲ ν.

[*](Synt.)

1207 Ἐνε εαρίζω· δοτικῇ.

[*](Suid)

1208 Ἐννεάκρουνον· κρήνη Ἀθήνηϲιν ῆν δωδεκάκρουνοϲ. Θουκυδίδηϲ δὲ ἐννεάκρουνοϲ.

[*](Harp.)

1209 Ἐννεάκρουνον: κρήνη τιϲ Ἀθήνηϲι, Καλλιρρόη καλουμένη πρότερον.

[*](E)

1210 Ἐνέβαλεν: ἔτυψεν. ὁ δὲ κρίναϲ τοῦτον ἀδικεῖν πληγὰϲ ἐνέβαλεν. [*](Ε) καὶ αὖθιϲ· τοῖϲ μὲν τραύματα ἐνέβαλεν.

[*](Ε)

1211 Ἐνέβη: ἀντὶ τοῦ εἰϲῆλθε. τῶν δὲ ϲυνήθων τιϲ αὐτῷ ἐνέβη τῷ ποδὶ λακτίϲαϲ κείμενον τὸν ταῦρον. καὶ ἀκούω τὸν πόδα ἐκεῖνον εἰϲ οἴδημα ἀρθῆναι καὶ φλεγμήναντα ϲφακελίϲαι. καὶ αὖθιϲ· ἐνέβη δὲ ναῦν ἀποχρῶϲαν τοῖϲ ἑταίροιϲ.

[*](Σ suid.)

1212 Ἐνεβριμήϲατο: ὠργίϲθη. μετʼ ὀργῆϲ ἐλάληϲεν.

[*](Suid.)

1213 Ἐνεβριμήϲατο: μετ’ αὐϲτηρότητοϲ ἐπετίμηϲεν.

[*](Σ)

1214 Ἐνεγκαμένη πατρίϲ.

[*](Σ)

1215 Ἐνέγκαϲθαι: ἐνέγκαι.

1216 Ἔνεγκε, Ἐνέγκαι δέ.

[*](Σ)

1217 Ἐνεγκοῦϲα: πατρίϲ· ἢ μήτηρ.

[*](Δ)

1218 Ἐνέγκωμεν: αὐθυπότακτον. καὶ Ἐνέγκῃϲ.