Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Harp + Σ)

103 Αἰεὶ ἐϲτώ: Ἀντιφῶν τὴν ἀϊδιότητα καὶ τὸ ἐπὶ τῶν αὐτῶν ἀεὶ ἑϲτάναι. ὥϲπερ καὶ εὐεϲτὼ ἡ εὐδαιμονία καλεῖται. ἡ λέξιϲ Διογενειαοῦ ἐν Ἀληθείαϲ δευτέρῳ τοῦ Ἀντιφῶντοϲ.

[*](Prov.)

104 Αἰεὶ φέρει τι Λιβύη κακόν: ἐπὶ τῶν κακούργων καὶ ἀεί τι κακὸν ἐξευριϲκόντων νεώτερον. παρόϲον ἡ Λιβύη πολυποικιλώτατα εἴωθε φέρειν θηρία.

[*](Δ)

105 Αἰήτηϲ: ὄνομα κύριον. καὶ Αἰήτειον ἔποϲ.

[*](Σ)

106 Αἰθάλη: ϲποδόϲ, τέφρα, τὸ ἐκ καμίνου μέλαν. ἢ Αἰθάλη, εἶδοϲ καπνοῦ πεπυκνωμένου. Αἰθάλη λέγεται καὶ κονιορτόϲ. ἀϲκοῦ πληρώϲαϲ κονιορτοῦ κατὰ τὴν ϲυμπλοκὴν ἐκέλευϲε τὰ ταμιεῖα τῆϲ αἰθάληϲ μαχαιριδίοιϲ διατιτρᾶν. ἤγουν διατορεῖν, διακόπτειν.

[*](Harp.)

107 Αἰθαλείδηϲ· δῆμόϲ ἐϲτιν Αἰθαλεῖδαι τῆϲ Λεοντίδοϲ φυλῆϲ, ἧϲ ὁ φυλέτηϲ Αἰθαλείδηϲ.

[*](Σ)

108 Αἰθαλόεν: κεκαυμένον.

109 Αἰθαλόειϲ θεόϲ: ὁ Ἥφαιϲτοϲ, ὡϲ χαλκεύϲ. ὁ αὐτὸϲ δὲ καὶ κλυτοτέχνηϲ λέγεται, ὡϲ ἔνδοξον ἔχων τὴν χαλκευτικήν.

[*](Ar)

110 Αἰθαλοκομ πίοιϲ: καπνοῖϲ καὶ ψευδολογίαιϲ.

[*](Δ)

111 Αἴθαλοϲ: ὄνομα κύριον, καὶ τόποϲ.

[*](Σ)

112 Αἰθαλώδηϲ: ϲκοτώδηϲ.

[*](Σ)

113 Αἴθε: εἴθε.

[*](Prov.)

114 Αἰθέρα νήνεμον ἐρέϲϲειϲ: ἐπὶ τῶν μάτην πονούντων.

[*](99═ H, Ambr. 132 109 ═ Ambr. 134 101 ἀεί sch Α 107 ═H Αἰεί με —εὐκαταφρονήτων cf. Diogen. l 70 αἰεὶ γὰρ sq Ar Lys. 8557 c. sch. 855 102 ═ Macar l 52 103 cf. ad v. Α 618 104 cf. Zen. ll 51 Macar. l 42 105 — κύριον L, Ambr. 135, Et. M 32, 22 Ps Herodian. 26. Αἰήτειον cf. Ambr. 140 et 136 106 — μέλαν ═ P, Ba 43, 10, Σe cf H; ϲποδόϲ ═ L cf. Ambr. 181 καπνοῦ cf. Et. M. 33, 21 107 Harn ═ Ba 43, 13, P cf. H 108 ═ P, Ba 43, 11, Σa 110 sch. Ar. Eq. 696 111 ═ Ambr.159 et 170 112 ═ P, Ba 43,12, H cf. Ambr. 151 113 ═ P, Σe H cf. Ps. Hes rodian. 254, Ambr. 202 114 ═ Zen. l 39)[*](99—100 Z 36 101 cf. v. 629. Z 96 103 hinc v. 3444 cf. v Α 418 Z 96 105 Z 67 106 cf. vv. Δ 79132 et κ 2036 Z 78 107 Z 67 108 Z 86 109 hinc v. Κ 1849 110 Z 78 111 —2 Z 67)[*](A(GITFVM))[*](3 Αἰεί alt.] ἀεί M πολέμιοι] γρ. καὶ πολέμιοι mg. A γρ. πόλεμοι mg. M πόλεμοι v. l. v. Α 620 διώκοιντο Gl 5 διὰ] ἐπὶ GIT T λάβοι IM 6 φηϲί om 102 om. GlT 8 αὐτῶν om M 10 Διογενιανοῦ FV cf. v. Α 618 δευτέγιου FV 11 κακούργων] κακούντων M 14 ἡτειον A 17 ἀϲκοῦ ἀϲκοὺϲ v.2036 Bas. cf. v. Δ 791 18 διατηρεῖν A 20 ὁ φυλέτηϲ T Phot. Ba Harp cp.; ὁρεῖν λέτηϲ ὁ φυλαίτηϲ rell. ὁ δημότηϲ Harp. plen. Kust. 28 ἐρέϲϲειϲ] αἱρήϲειϲ GIT ss. M cf. Paroem.)
165

115 Αἰθέριον ὕψοϲ: τὸ τοῦ αἰθέροϲ. καὶ Αἰθέριοϲ, ὁ ἐν τῷ [*](Δ) αἰθέρι.

116 Αἰθέριοϲ: ἐπῶν ποιητήϲ. ἔγραψε διάφορα, καὶ Ἐπιθαλάμιον [*](Hesy.) δʼ ἐπῶν εἰϲ Σιμπλίκιον τὸν ἴδιον ἀδελφόν.

117 Αἰθεροβατεῖν: εἰϲ τὸν αἰθέρα βαίνειν. καὶ ὁ δοκῶν αἰθεροβατεῖν [*](Δ + Ε) καὶ αὐτῆϲ ἧφθαι τῆϲ οὐρανίαϲ ἁψῖδοϲ καὶ ϲυμπεριπολεῖν τοῖϲ ἄϲτροιϲ ἠγνόηϲε τὸ κρεουργηθῆναι, καὶ ὡϲ μύϲοϲ ἐκριφῆναι.

118 Αἴθεϲι: λαμπροῖϲ.

[*](Σ)

119 Αἴ θειν: καίειν. ὡϲ δὲ ἐνέβαλεν εἰϲ τὴν πολεμίαν, παρεκελεύετο [*](Δ) αἴθειν καὶ φθείρειν τὴν χώραν.

[*](Ε)

120 Αἴθη: ὄνομα θηλείαϲ ἵππου. Ὅμηροϲ· Αἴθην τὴν Ἀγαμεμνονέην.

[*](Δ)

121 Αἰθήρ: ὁ ἐν ὕψει ἀήρ, ὁ ἐπάνω τοῦ ἀέροϲ καιόμενοϲ ἐκ τοῦ [*](Σ) ἡλίου.

122 Αἰθὴρ θηλυκῶϲ Ὄμηροϲ· αἰθέροϲ ἐκ δίηϲ. καὶ Πίνδαροϲ· φρήμαϲ δι᾿ αἰθέροϲ. διότι πυρώδηϲ ὢν οὐ τρέφει. καὶ αὖθιϲ· ἀϲτεροειδέα [*](Ar.) γῶτα διφρεύουϲʼ αἰθέροϲ ἱερᾶϲ.