Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Σ)

83 Αἰδοϲύνη: ἐπὶ τῶν ἀποκεκρυμμένων καὶ ἀφανῶν καὶ λανθάνειν βουλομένων.

[*](Synt.)

84 Αἰδοῦμαι· αἰτιατικῇ.

[*](Σ)

85 Αἰδῶ: τὸ αἰδοῖον, καὶ ἡ ϲελήνη παρὰ Χαλδαίοιϲ. καὶ ἡ ῥιπὴ παρὰ Λάκωϲι. καὶ ἡ τροφὸϲ τῆϲ Ἀθηνᾶϲ, καὶ ὁ βωμὸϲ ὁ ἐν τῇ ἀκροπόλει.

86 Αἰδώϲ: ἡ ἐπιτιμία. καὶ παροιμία· Αἰδὼϲ δʼ οὐκ ἀγαθὴ [*](Prov) κεχρημένῳ ἀνδρὶ προΐκτῃ. ἐπὶ τῶν διʼ ἐπιείκειαν βλαπτομένων. [*](80 — καλόν ═ Ba 43, 2; l cf. P 82 P, Ba 43, 3, Σe cf. H 83 ═ P, Ba 43, 5, Σc 84 ═ An. Ox. 4, 276, 8; 293, 19, Synt Laur. 85 ═ P, Ba 43, 21 cf. H, Paus. Att fr 18 ap Eust. l. 1279, 40; — αἰδοῖον cf soh. B 262 86 — ἐπιτιμία Artem. 1, 45 (p. 43, 12—3); l. ═ L Αἰδὼ. δ᾿ οὐκ—32 βλαπτομένων ═ Paroem. ed. Gef 17, n. 173; ρ 347) [*](80 Z 86 81 Z 96 83 cf v. Α 675. Z 78) [*](A(GITFVM)) [*](1 δὴ om. M 3 ϲτελλομένοιϲ] ϲταλένταϲ GIT ἐπὶ φιλυϲοφίαν] φιλοϲοφήϲειν V ἐθαύμαϲαν l 6 ὁρμήϲειν M 8 ἐθεοφιλὴϲ] θεοϲεβὴϲ. M 10 γραῦν TM: γραῦ AGl 12 τότε om. M 14 πρεϲβύτεοϲ TV V 15 ἐπιπολαότεροϲ Toup. Hemst.: ἔτι παλαιότεροϲ omnes cf p 127,14 17 c om M 25 Αἰδοϲύνη] Αἰδημοϲιύνη Ἀΐδου κυνῆ Bas. Ἄιδοϲ κυνῆ Gsf ἀτῳανῶν ϲφαλερῶν F μανθάνειν GIT post 85 Αἰδοῦϲ ἄξιοϲ· κγεῖττον ἢ ϲεβάϲμιοϲ add. F 32 δι’ om FV)

163
Ὅμηροϲ Ἡϲίοδοϲ· αἰδὼϲ δὲ κεχρημένον ἄνδρα κομίζει. καὶ [*](Hom.) ἑτέρα παροιμία· Αἰδὼϲ ἐν ὀφθαλμοῖϲ. παρόϲον οἱ κεκακωμένοι [*](Prov.) τοὺϲ ὀφθαλμοὺϲ οὐκ αἰδοῦνται. ἢ ὅτι τοὺϲ παρόνταϲ ὁρῶντεϲ αἰδοῦνται μᾶλλον οἱ ἄνθρωποι ἢ τοὺϲ ἀπόνταϲ. ἡ αἰτιατικὴ τὴν αἰδῶ.

87 Αἰδοῖ εἴκων: αἰδούμενοϲ. καὶ χρυϲοῦν ϲτέφανον ἐπέβαλεν [*](Σ) αἰδοῖ τοῦτο δρῶν τῆϲ περὶ τὸν Μάρκελλον ἀρετῆϲ.

88 Αἰδοῖον: τὸ μόριον. ὃ καὶ ἀναγκαῖον πρόϲ τινων καλεῖται· ἐπεὶ τῆϲ [*](Δ) ἀνάγκηϲ ἐϲτὶ ϲυμβόλαιον. ὅτι ὁ μεγάλα ἔχων αἰδοῖα ἀνδροϲάθων ἐλέγετο.

[*](Suid.)

89 Αἰδοῖοϲ: ὁ αἰδοῦϲ καὶ ἐντροπῆϲ ἄξιοϲ. Δαμάϲκιοϲ· ὁ δὲ Ἰϲίδωροϲ [*](Δ) ἐξεπλήττετο ὁρῶν τὸν Πρόκλον αἰδοῖόν τε καὶ δεινὸν ἰδεῖν, αὐτὸ δοκῶν ἐκεῖνο ὁρᾶν τὸ φιλοϲοφίαϲ τῷ ὄντι πρόϲωπον.

90 Αἴδυλοϲ: ὁ θραϲύϲ.

[*](Δ)

91 Αἲ αἴ· αἰ αἴ, τίϲ ἄν ποτ’ ᾤεθ’ ὧδ’ ἐπώνυμον τοὐμὸν ξυνοίϲειν [*](soph) ὄνομα τοῖϲ ἐμοῖϲ κακοῖϲ; ὁ Αἴαϲ φηϲίν. νῦν γὰρ πάρεϲτι καὶ δὶϲ αἰάζειν ἐμοὶ καὶ τρίϲ. τοῦτο ἀρχαιότροπόν ἐϲτι, τὸ πρὸϲ τὰϲ ὀνομαϲίαϲ ἐκφέρειν τὰϲ ϲυμφοράϲ. καλῶϲ μὲν οὖν πράττων οὐκ ἂν ἐμνήϲθη τοῦ ὀνόματοϲ, ἐν ϲυμφορᾷ δὲ ὤν.

92 Αἰαία: νῆϲοϲ.

[*](Δ)

93 Αἰαιοί: οἱ ϲύγγαμβροι.

[*](Δ)

94 Αἱ ἐμαὶ πόλειϲ. αἱ πόλειϲ μου.

95 Αἱένυπνοϲ: ὁ θάνατοϲ, ὁ ἀεὶ κοιμώμενοϲ. ὑφʼ ἓν δὲ ἀναγνωϲτέον. [*](soph.) Σοφοκλῆϲ· ϲέ τοι κικλήϲκω τὴν αἰένυπνον. ἀείυπνοϲ δὲ ὁ ἀεὶ κοιμώμενοϲ.

96 Αἴεϲχοϲ: ὁ τῆϲ δάφνηϲ κλάδοϲ.

[*](Δ)

97 Αἰετόϲ: τὸ ὄρνεον. Πιϲίδηϲ φηϲίν· οἷϲ οὔτε δίψηϲ ἐϲτὶν [*](Δ) ἥττων ἡ φύϲιϲ οὐδ’ αὖ κονίϲτραϲ ἐνδεὴϲ ἡ ϲτερρότηϲ, ἀλλ’ εἰϲὶ δίψηϲ καὶ κρύουϲ ἀνώτεροι.

98 Αἰετὸϲ ἐν νεφέλαιϲ: ἐπὶ τῶν δυϲαλώτων. παρόϲον αἰετὸϲ ἐν Prov. νεφέλαιϲ ὢν οὐχ ἁλίϲκεται.

[*](86 Ἡϲίοδοϲ (O. 317) —κομίζει ═ sch. ρ 347 ed. Dindorf vs. 2 Αἰδὡϲ— 4 ἀπόνταϲ Paroem. ed. Gsf. 17, 172 cf. Aristot. Rhet. 1384 a 358 87 αἰδούμενοϲ ═ P, Ba 43, 4 cf. H καὶ sq. Cass. D. temere attr. Bhd., Polybio coll. Plut. Marc. 30 Mor. Müller, Jb. 101, 182, lo. Antioch. ego 88 μόριον ═ Ambr. 128 89 ἄξιοϲ cf. Ambr. 119—20, Et. M. 30, 44, Ps. Herodian. 27, sch. 172 (═ Et M. 29, 24), H, Ap. S. 15, 8 vs. 9 ὁ alt. sq. Dam. fr. 248 ═ Phot. Bibl. p. 350b 17—9 99 ═ L, H, Et. M 30,19, Eust. l. 399, 37 91 Soph. Ai. 430—3 c. sch. 430 92 ═ H, Ap. S 13, 15 cf. Ambr.14 93 cf. Ambr.2, H v. αἴλιοι 95 Soph. OC 1578 c. sch. 96 ═ Ambr.130 cf. H 97 ὄρνεον ═ Ambr. 131 οῖϲ sq. Pisid. fr. 77 98 ═ Zen. ll 50)[*](88 vs. 7 ὃ sq ex vv. A 1827 et 2189 89—90 Z 65— 6 90 cf. v. Α 680 91 cf. v. Δ 1701 93 Z 66 94 cf, v. Ε 967 95 hinc v. Α 644, Z 66 96 Z 67 97 cf. v. κ 2043. Z 66 98 cf. v. Α 575)[*](3 τοὺϲ alt. om. V αἰδοῦνται ὁρῶντεϲ GlT ὁρῶνταϲ αἰ. V 4 ἡ—αἰδῶ A(GITFVM) ex lM 7 ὃ— 8 ἐλέγετο om. FV 8 ὅτι —ἐλέγετο om. GIT ὁ om. M 11 τῷ om. GI 12 Ἀἴδηλοϲ GIT 13 ποτʼ] ποθ᾿ GITac 94 om GIT 20 αἰ —μου om. FV)
164
[*](Δ)

99 Αἰζηόϲ: ὁ ἀκμάζων.

[*](Δ)

100 Αἰζήρ: ὄνομα κύριον.

[*](Hom)

101 Αἰεί: ἀντὶ τοῦ ἀεί. Αἰεί με τοιοῦτοι πολέμιοι διώκοιεν· [*](Prov) ἐπὶ τῶν εὐκαταφρονήτων. καὶ αὖθιϲ· αἰεἱ γὰρ ἡ γυνή ϲʼ ἔχει διὰ [*](Ar.) ϲτόμα. ἀντὶ τοῦ διὰ ϲτόματοϲ. κἂν ᾠὸν ἢ μῆλον λάβῃ, Κινηϲίᾳ τουτὶ γένοιτο, φηϲί.

[*](Prov.)

102 Αἰεὶ δὲ γέροντι νέαν ποτιβάλλεο κούρην.