Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
950 Διερρωγώϲ: διεϲχιϲμένοϲ. καὶ Διερρωγότα.
951 Διερρύη: διέδραμε, διῆλθε. τὸ γάρ τοι κλέοϲ τῶν τετολμημένων [*](Ε + Σ) διερρύη πολύ. λέγεται καὶ διέρρει. Αἰλιανόϲ· διέρρει τοίνυν ὑπὲρ τῆϲ ἀνθρώπου κλέοϲ ϲοβαρώτατον. ἀντὶ τοῦ λαμπρόν, ἐπηρμένον.
952 Διερρυηκόϲιν· ἠλίθιον ἐφθέγξω καὶ τοῖϲ χείλεϲι διερρυηκόϲι. τουτέϲτι μωρῶϲ καὶ ἀνοήτωϲ καὶ ἀπαιδεύτωϲ, καὶ τοῖϲ χείλεϲι κεχαλαϲμένοιϲ καὶ κεχηνόϲιν· ἀντὶ τοῦ οὐ ϲυνεϲτραμμένοιϲ.
[*](936 ═ Ba 198, 1 cf. H, Zon. 549, Eust. Ο. 1705, 53 (═ Ael. D. fr. 128), sch. B 207, Ap. S. 58, 28 938 ═ Ba 198, 2 939 ═ Ba 198, 3 941 πλήξαϲ —διεργάζεται los. Bell. llI 335 διεργαϲθείϲ sq. ═ Ba, Σa 942 ═ Σa; Ba 198, 5 Ambr. 715 cf. H 944 διεφθείρετο ═ Ba 198, 6 διέρρει sq. Aelian. fr. 210 945 ═ Ba 198, 4 cf. H, sch. Eur. Hec. 66 946 —δίυγρον cf. sch. Luc. 195, 22, H v. διερούϲ, sch. Ar. Nu. 337, Ap. S 58, 31 veris. sch. in Call. fr. 7 Κ., 245 S. Διερόϲ sq. ═ Ambr. 463, Et. M. 274, 1 cf. H v. διερόν, Apion 947 cf. H, glossa comica sec. Bhd. 948 Case. D. fr. 36 ═ EL 410, 7—8 949 ═ Synt. Laur. 950 — διεϲχιϲμένοϲ cf. Ambr. 667 Διερρωγότα cf. H 951 τὸ—πολύ Aelian. fr. 211 διέρρει alf.—ϲοβαρώτατον Aelian. fr. 12 952 Ar. Nu 872 —3 c. sch. plenior.)[*](935 — ἀπέτυχε cf. 691. καὶ sq. hinc v. B 283 938 Z 545 939 cf. 721 940 ex v. Α 2145 941 cf. 993, Z 545 944 Z 545 946 Z 517 947 Z 546 951 cf. v. ϲοβαρόϲ 2 952 Z 546)[*](A(GITFVM))[*](937 om. ATFV 940 om. TFV mg. A post 937 GlM, sed ordinem correxit M 17 ὑγρόϲ] δίυγροϲ F 23 et 24 Διεργρύν A 27. 28 κεχαλαϲμένοιϲ Bas.: κεχαλαϲμένοϲ AF κεχαλαϲμένωϲ GIVM cp. T.)953 Διεϲαρδάνιϲε: διεγέλαϲεν, οὐκ ἐπὶ διαχύϲει, ἀλλ᾿ οἷον Σαρδάνιον [*](Σ) γέλωτα.
954 Δίεϲιν: διαχωριϲμόν. καὶ ἡ πρὸ μουϲικῆϲ ᾠδῆϲ κίνηϲιϲ. [*](Σ) δίεϲιϲ λέγεται τὸ ἐλάχιϲτον μέτρον τῶν ἐναρμονίων διαϲτημάτων, ὅπερ ἀπολωλὸϲ ἐκ τῆϲ ἡμετέραϲ αἰϲθήϲεωϲ καὶ τὸ ἐναρμόνιον προϲαπώλεϲεν, ἀγυμνάϲτου πρὸϲ αὐτὸ τῆϲ ἀκοῆϲ ἀπολελειμμένηϲ.
955 Δίεϲιϲ: τὸ χώριϲμα. ἢ ἄνεϲιϲ.
[*](Δ)956 Διεϲκαριφηϲάμεθα: ἀντὶ τοῦ διελύϲαμεν. ϲκάριφον γάρ ἐϲτι [*](Σ) τὸ κάρφοϲ καὶ φρύγανον. ἔϲτι δὲ τὰ τοιαῦτα εὐδιάλυτα καὶ εὐφύϲητα. οὕτωϲ Ἰϲοκράτηϲ. ϲκαριφήϲαϲθαί ἐϲτι τὸ ἐπιϲεϲυρμένωϲ τι ποιεῖν [*](Harp.) καὶ μὴ κατὰ τὴν προϲήκουϲαν ἀκρίβειαν.
957 Διεϲκεδαϲμένον: διατετυπωμένον. καὶ Διεϲκέδαϲε, διεϲκόρπιϲεν.
[*](Σ Pa.)958 Διεϲκευαϲμένην: μετὰ δόλου γεγραμμένην. Πολύβιοϲ· ἐκπέμπουϲι [*](Ε) τῶν Κρητῶν τιναϲ ὡϲ ἐπὶ λῃϲτείαν δόντεϲ ἐπιϲτολὴν δι εϲκευαϲμένην.
959 Διεϲκήριπτεν: ἐπεϲτήριζεν. ἦλθε πόθ᾿ ἑρπύζουϲα ϲὺν δρυὸϲ [*](Anth.) ξύλῳ, τό μιν διεϲκήριπτε τὴν τετρωμένην.
960 Διεϲκίαϲται: ἀποκέκρυπται.
[*](Σ)961 Διεϲμιλευμένον: διεϲχιϲμένον, ἠκριβωμένον, ἐξεϲμένον, περικεκαθαρμένον.
[*](Σ)962 Διεϲπαθηκότα: διερριφότα.
963 Διεϲπευϲάμην: ἀντὶ τοῦ διὰ ϲπουδῆϲ ἐποιηϲάμην. ἢ ἀντὶ τοῦ διεπραξάμην.
964 Διεϲπλεκωμένῃ· Ἀριϲτοφάνηϲ Πλούτῳ· οὐκ ἂν διαλεχθείην [*](Ar.) διεϲπλεκωμένῃ ὑπὸ μυρίων ἐτῶν τε καὶ τριϲχιλίων. τὸ πλέκειν ἐπὶ τοῦ ϲυνουϲιάζειν τάττουϲιν, οὐχ ὡϲ προηγουμένωϲ τοῦ ϲημαινομένου, ἀλλ᾿ ὁμοίωϲ πολλοῖϲ ϲυμβολικοῖϲ ὀνοματοποιοῦντεϲ, καὶ μάλιϲτα ἐν οἷϲ τὸ εὐθυρημονεῖν ἐνίϲταται.
965 Διέϲτειλεν: ἀντὶ τοῦ οὐκ ἀναμφιβόλωϲ ἐχρήϲατο τοῖϲ λόγοιϲ. [*](Thdr.) περὶ Μωϲέωϲ δέ ἐϲτι. Δαβίδ· καὶ διέϲτειλεν ἐν τοῖϲ χείλεϲιν αὐτῶν.
[*](953 ═ Et. M. 273, 45, Et. Gen. 954 — διαχωριϲμόν ═ Ba 198, 7; μουϲικῆϲ cf. H δίεϲιϲ sq. Dam. fr. 127 cf. Phot. Bibl. 344 b 19—22 955 — χώριϲμα ═ Ambr. 546, Et. Gud. 956 ═ Et. M. 273, 33, Et Gen.; — εὐφύϲητα ═ Bk. 239, 20; lsocr. 7, 12 ϲκαριφήϲαϲθαι sq. Harp. ═ An. Ox. 2, 492, 30 957 διατετυπωμένον ═ Ba 198, 9 cf. H Διεϲκέδαϲε sq. cf. An. Ox 2, 432, 20 Zon. 550; H 958 ἐκπέμπουϲι sq. Polyb. 7, 14 b 959 ἦλθε sq. Anth. 6, 203, 3—4 960 ═ Ba 198, 8 961 ═ Ba 198, 10, Et. M. 273, 53 Et. Gen.; ἠκριβωμένον cf. H 964 Ar, Pl. 1082—2 c. sch. plenior. 965 Thdr. in Ps. 105, 33 P 80, 1730c, 1732n.)[*](953 Z 546 955 Z 517 956 hinc v. ϲκάριφον 958 Z 546 959 cf. v. ⌈ 428, v. Παιώνιον, v. πύϲτειϲ 960 Z 546 963 Z 546 964 cf. v. πλεκοῦν partim hinc 965 Z 546)[*](1. 2 Σαρδώνιον V Zon. cf. Et. 3 πρὸ] προκατὰ FV 4 μέτρον om. V A(GITFVM) ἁρμονίων A 5 προϲαπώλεϲαϲ M 10 ἐπιϲεϲυρμένοιϲ FV 12 καὶ—διεϲκόρπιϲεν om. FV 12. 13 καὶ διεϲκόρπηϲεν A 14 Διεϲκεδαϲμένον A 15. 16 διεϲκεδαϲμένην A 17 ἐπεϲτήριξεν IV)967 Διεϲφηκωμένον: διαδεδεμένον.
968 Διέϲχεν: διῆλθεν. Ἀρριανόϲ· οἱ μὲν γὰρ διέϲχον τὴν φάλαγγα [*](Ε) ἀντὶ τοῦ διεχώριϲαν· τῶν δὲ ὑπερκυλιϲθεῖϲαι αἱ ἅμαξαι ὀλίγα ἔβλαψαν.
969 Δίεται: διέρχεται.