Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
930 Διεξοδικούϲ· περὶ διαλεκτικῆϲ φηϲιν ὁ Ἀφροδιϲιεὺϲ Ἀλέξανδροϲ, [*](Phil.) ὅτι διαφέρει ἡ διαλεκτικὴ τῆϲ ῥητορικῆϲ τῷ τὴν διαλεκτικὴν περὶ πᾶϲαν ὕλην τῇ δυνάμει χρῆϲθαι καὶ μὴ διεξοδικοὺϲ ποιεῖϲθαι τοὺϲ λόγουϲ, ἀλλ᾿ ἐν ἐρωτήϲει καὶ ἀποκρίϲει (ἀπὸ γὰρ τούτου καὶ ὅλον τὸ ὄνομα αὐτῇ), καὶ καθολικωτέραϲ καὶ κοινοτέραϲ τὰϲ ἀποφάϲειϲ ποιεῖϲθαι, τὴν δὲ ῥητορικὴν μήτε περὶ πᾶϲαν ὕλην ὁμοίαν εἶναι τῇ διαλεκτικῇ (περὶ γὰρ τὴν πολιτικὴν μᾶλλον ὁ ῥήτωρ), καὶ διεξοδικῶϲ γε ὡϲ ἐπὶ τὸ πλεῖϲτον χρῆϲθαι λόγῳ καὶ περὶ τῶν καθέκαϲτα μᾶλλον λέγειν πρὸϲ περιϲτάϲειϲ καὶ τύχαϲ καὶ καιροὺϲ καὶ τὰ πρόϲωπα καὶ τοὺϲ τόπουϲ καὶ τὰ τοιαῦτα τοὺϲ λόγουϲ ϲχηματίζει, ἅπερ ἐν τοῖϲ καθέκαϲτά ἐϲτι· περὶ τοιούτων γὰρ αἵ τε ϲυμβουλαὶ καὶ τὰ ἐγκώμια καὶ αἱ δίκαι. Διεξοδικοὺϲ οὖν ἀντὶ τοῦ πλατυτέρουϲ, καθολικωτέρουϲ. Διεξῳδηκὸϲ δὲ τὸ διωγκωμένον.
[*](Δ)931 Διεξοδικῶϲ: λεπτομερῶϲ. καὶ Διεξοδικώτερον, [*](Δ) λεπτομερέϲτερον.
932 Διέξοδοι: ἐκπνοαί, ἐκκρίϲειϲ. λήθουϲι γάρ τοι καὶ ἀνέμων διέξοδοι θήλειαν ὄρνιν, πλὴν ὅταν τόκῳ ϲπαρῇ. ἔϲτι δὲ ταῦτα ἐκ τοῦ Οἰνομάου Σοφοκλέουϲ.
933 Διεξόδουϲ ὑδάτων: ἀντὶ τοῦ κρουνηδὸν ἐφέροντο τὰ δάκρυα. [*](Thdr.) Δαβίδ· διεξόδουϲ ὑδάτων κατέδυϲαν οἱ ὀφθαλμοί μου. Διέξοδοι [*](Ps.) οὖν ὑδάτων οἱ ὀχετοί.
934 Διεπεραιώθη: διειλκύϲθη, διῆλθε. κολεῶν ἐρυϲτὰ διεπεραιώθη [*](Soph.) ξίφη. ἀντὶ τοῦ ἐγυμνώθη. εἰ μὴ γὰρ εἰϲ πέραϲ ἑλκυϲθῇ, οὐκ ἐξέρχεται.
[*](929 sch. Ar. Eq. 781 930 vs. 21 δίκαι Alex. Aphr. 5, 716 vs. 21 Διεξοδικοὺϲ—πλατυτέρουϲ cf. L 931 λεπτομερῶϲ aliter Ambr. 856, H 962 λήθουϲι sq. Laert. 4, 35; Soph. fr. 436 933 — μου Thdr. in Ps. 118, 136 PG 80, 1864a b Διέξοδοι sq. fort. in Ps. 1, 3 cf. An. Ox. 2, 432, 15 934 Soph. Ai. 730 c. sch.)[*](929 cf. Z 545 932 hinc v. λήθω 932 —3 Z 517)[*](3 ἐνωρμήϲατο V ἐνορμήϲατο F Ἀρτάβαζοϲ] Ἀρταφέρνηϲ Ε cf. 89 et A(GITFVM) Hdt. 6, 119 7 τῆϲ Περϲικῆϲ om. V cf. sch.; τῆϲ τε Περϲικῆϲ δυνάμεωϲ περιεγένοντο, omissis τῆϲ Ἑλληνικῆϲ, ed. pr. 8 αἴτιον M 10 φηϲιν] φύϲεωϲ F 19 τόπουϲ] πόδ〈αϲ〉 V 25 λήγουϲι Gl 26 τόκοϲ παρῇ Laert. παρῇ τόκοϲ Plut. qu. conv. 8, 1, 5 p. 718a 28 κρανηδὸν V 29 διέξοδοι—30 ὀχετοί om. FV 31 ἐρυϲταὶ V 32 ξίφη AT: ξίφει rell.)936 Διέπει: ἐνεργεῖ, διοικεῖ, καθίϲταται.
937 Διεπίμπρατο.
938 Διέπτυξε: διεϲαφήνιϲεν.
939 Διεπυνθάνετο: ἠρώτα.
940 Διερά· ὅτι τὰ χείλη τῶν ποταμῶν ἄνδηρα λέγουϲι διὰ τὸ εἶναι ἔνικμα καὶ διερά.
941 Διεργάζεται: ἀναιρεῖ, κτείνει. Ἰώϲηποϲ· πλήξαϲ δὲ αὐτὸν κάτωθεν ἐπὶ τὸν βουβῶνα δόρατι παραχρῆμα διεργάζεται. καὶ [*](Σ) Διεργαϲθείϲ, ἀναλωθείϲ.
942 Διερέττοντα: διακωπηλατοῦντα.
943 Διερευνῶ· αἰτιατικῇ.
944 Διέρρει: δύο ϲημαίνει, τὸ διεφθείρετο καὶ ἀντὶ τοῦ ἐπεφήμιϲτο. [*](Ε) διέρρει δὲ φήμη λέγουϲα καὶ εὐπατρίδην αὐτὸν εἶναι.
945 Διερειδόμεθα: ϲτηριζόμεθα.
Δ 946 Διερήν: δίυγρον. καὶ Διερόϲ, ὁ ὑγρόϲ.
947 Διερικνοῦντο: διεκαμπυλοῦντο.
948 Διέρριψαν· τήν τε οὐϲίαν καὶ τὰ ὀϲτᾶ αὐτοῦ, ἐπειδὴ φθάϲαϲ ἑαυτὸν προαπεχρήϲατο, διέρριψαν.
949 Διερμηνεύω· δοτικῇ.