Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

1694 Δυϲριγότεροϲ: ὁ φρικωδέϲτατοϲ.

[*](Δ)

1695 Δυϲτέκμαρτον: δυϲκατέργαϲτον, δυϲζήτητον, δυϲεύρετον, [*](Soph.) δυϲκατάληπτον. ποῦ δ’ εὑρεθήϲεται ἴχνοϲ παλαιᾶϲ δυϲτέκμαρτον αἰτίαϲ; καὶ Δυϲτεκμαρτότερον, δυϲκαταληπτότερον.

[*](Σ)

1696 Δύϲτηνοϲ: ταλαίπωροϲ, δυϲτυχήϲ, ἄθλιοϲ. τάττεται δὲ [*](Σ) παρὰ Σοφοκλεῖ δυϲτηνοτάτη ἐπὶ τοῦ ἐξωλεϲτάτη, οὐκ ἐπὶ τοῦ οἴκτου, [*](Soph.) ἐν οἷϲ φηϲιν· ἰὼ παῖ δυϲτανοτάταϲ Ἠλέκτρα μητρόϲ. οὐ γάρ ἐϲτιν νῦν ἐπὶ οἴκτου.

1697 Δύϲτηνοϲ: ἐπὶ τοῦ ἀθλίου παρὰ Σοφοκλεῖ· τῇ τε δυϲτήνῳ [*](Soph.) τροφῷ. ἦπου τάλαινα τήνδ’ ὅταν κλύῃ φάτιν, ἥϲει μέγαν κωκυτὸν ἐν πάϲη πόλει.

1698 Δυϲτόπαϲτοϲ: κακοϋπονόητοϲ. παρὰ τὸ τοπάζω.

[*](Σ)

1699 Δυϲτοπώτατα: δυϲχερέϲτατα.

[*](Σ)

1700 Δυϲτραπελία. καὶ Δυϲτράπελοϲ, δύϲτροποϲ, ἄμορφοϲ, [*](Δ) δυϲμετάθετοϲ.

[*](Σ)

1701 Δυϲτράπελοϲ: δυϲκίνητοϲ, ἀμετάτρεπτοϲ, δυϲμετάθετοϲ, ὃϲ [*](Soph.) [*](1685 Ba 203, 26 1687 Δυϲπείθεια ═ Ambr. 1116 1688— πεπλώματα Ar Ach. 426 c. sch. cf. L εἶτ᾿ sq. Soph. OC 1597 1099 ═ Ba 203, 27, H 1691 ἐϲ sq. Polyb. 33, 17, 1 ═ ES 200, 23 —5 1692 ═ Ba 203, 28 1694 I. cf. Ambr. 1087 1695 —αἰτίαϲ Soph. 0T 108 — 9 c. sch Δυϲτεκμαρτότερον sq. ═ H, Σc 1696— ἄθλιοϲ ═ Et Gen., Ba 203, 29, Et M. 292, 43 cf. sch. z 127 Ambr. 1041 ═ Ps. Herodian. 24; H τάττεται sq. Soph. El. 121 c sch. 1697 Soph Ai. 849—851 c. sch. 1698 κακοϋπονόητοϲ ═ Ba 203, 31, H 1699 Ba 204, 1 1700 Δυϲτραπελία ═ Ambr. 1134 cf. H Δυϲτράπελοϲ sq. ═ Ba 204, 3 cf. H 1701 — p. 154, 4 Αἴαϲ Soph. Ai. 913—4 c sch αἶ sq Soph. Ai. 430—3) [*](1688 Z 582 1690 Z 582 1692 Z 583 et 586 v. δυϲπροϲίτωϲ 1694 Z 578 1695 Z 582 1698 Z 578 1699 Z 586 4701 cf. v. Αl 91, hinc v. Α 748 extr., Z 578 et 582) [*](3 Δυϲπειθὴϲ] Δυϲπειθεὶϲ A Δυϲπειθῶϲ Gl 13 Δυϲπροπέλαϲτοϲ AlF A(GITFVM) 18 δὲ om. F 20 ἐν—21 οἴκτου om. V δυϲτηνοτάταϲ TF 22 ἀθλίου] ἀθλιωτάτου V M 24 πόλει] τῇ πόλει FVM 25 τοπάζω] πάζω A cf. Zon. 27 δύϲτροποϲ] nov. gl. GTV)

154
οὐχ εὗρεν ἐκφυγεῖν τὸ πάθοϲ. οὕτωϲ λέγουϲι καὶ δυϲτράπελον ὄρυγμα, τὸ οὐκ εὐδιάλυτον. ἢ ὁ ἀμετακίνητοϲ ὀργῇ ἢ διαθέϲει ἢ φιλαργυρίᾳ, τὸν αὐτὸν δὲ καὶ ἀτράπελον. Σοφοκλῆϲ· κεῖται ὁ δυϲτράπελοϲ, τουτέϲτιν ὁ δύϲκολοϲ, ὁ δυϲώνυμοϲ Αἴαϲ. ὡϲ καὶ αὐτὸϲ εἶπεν ὁ Αἴαϲ· αἰ, αἶ, τίϲ ἄν ποτ’ ᾤεθ’ ὧδ᾿ ἐπώνυμον τοὐμὸν ξυνοίϲειν ὄνομα τοῖϲ ἐμοῖϲ κακοῖϲ· νῦν γὰρ πάρεϲτι καὶ δὶϲ αἰάζειν ἐμοί, καὶ τοῖϲ τοιούτοιϲ γὰρ κακοῖϲ ἐντυγχάνω.

[*](Δ?)

1702 Δύϲτρητοϲ: ὁ ἄχρηϲτοϲ μαργαρίτηϲ.

[*](Δ)

1703 Δυϲτροπία: ἡ κακότροποϲ γνώμη.

[*](Ε)

1704 Δύϲτροπον: ϲκολιόν, δυϲάρεϲτον. οἰκέτην δύϲτροπον δεϲμοῖϲ περιβαλών, ἄγριοϲ ὢν καὶ ἀπαραίτητοϲ τὴν ὀργήν.

[*](Δ)

1705 Δύϲτροϲ: ὁ Μάρτιοϲ μήν. παρά Μακεδόϲιν.

[*](Σ)

1706 Δυϲοίκτου: δυϲθρηνήτου.

[*](Σ)

1707 Δύϲοιμοϲ: δύϲοδοϲ. οἷον, ἐπὶ κακῷ ἄγουϲα.

[*](Δ)

1708 Δυϲύποιϲτοϲ: ὁ δυϲυποχώρητοϲ.

[*](Σ)

1709 Δύϲοιϲτοϲ: δυϲφόρητοϲ.

[*](Δ)

1710 Δυϲφημία: κακὴ ἀγγελία. ὁ δὲ ϲτρατηγὸϲ θεωρῶν τὴν [*](Ε) περὶ τὸ ϲτρατόπεδον δυϲφημίαν ἐταράττετο.

[*](Soph.)

1711 Δύϲφορα: χαλεπά, δυϲύποιϲτα. λέγω γάρ καὶ τὰ δύϲφορ᾿ εἰ τύχοι κατ’ ὀρθὸν ἐξιόντα, πάντ’ ἂν εὐτυχεῖν. ὅ ἐϲτι καὶ τὰ χαλεπὰ κατʼ ὀρθὸν προιόντα εὐτυχεῖν ἡμᾶϲ λέγω. καὶ αὖθιϲ· ἀλλ’ ἀπὸ τῶν μετρίω ἐπʼ ἀμήχανον ἄλγοϲ ἀεὶ ϲτενάχουϲα διόλλυϲαι, ἐν οἷϲ ἀνάλυϲίϲ ἐϲτιν οὐδεμία· τί μοι τῶν δυϲφόρων ἐφίῃ; ἀντὶ τοῦ ἐπιθυμεῖϲ. τί μοι, φηϲί, τούτων γλίχῃ, ἅπερ ἐϲτὶν οὐκ εὐκόλωϲ φέρειν, θρήνου καὶ πένθουϲ.

1712 Δυϲφόραϲτοϲ: δυϲκόλωϲ ἐλεγχόμενοϲ. ἢ ὁ κακῶϲ ὑφορὡμεοϲ καὶ ὑπονοῶν.

[*](Σ)

1713 Δυϲφώρατοϲ: μόλιϲ φωραθῆναι δυνάμενοϲ.