Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Σ)

1674 Δυϲωπεῖϲθαι: ὑφορᾶϲθαι, καὶ ὑπόπτωϲ ἔχειν, φοβεῖϲθαι μεθʼ [*](Ε) ὑπονοίαϲ. ὁρῶν δὲ τὸν ἀδελφὸν πάντα δυϲωπούμενον καὶ οὐδὲν ἐπὶ τῶν ὄψων οὐχ ὑφορώμενον. καὶ ἐπὶ τοῦ κακῶϲ πάϲχειν ὑπὸ τοῦ ἡλίου τὰϲ ὄψειϲ. ὡϲ ἂν καταλάμποντοϲ τοῦ ἡλίου δυϲωπεῖν [*](Σ) τοὺϲ ἐχθρούϲ. ἔνιοι δέ, εἰ καὶ μὴ τῶν Ἀττικῶν, ἀντὶ τοῦ αἰδεῖϲθαι. ἡ δὲ ϲυνήθεια καὶ ἐπὶ τοῦ ἱκετεύειν καὶ παρακαλεῖν κέχρηται.

[*](Δ)

1675 Δυϲωπία.

[*](Harp.)

1676 Δυϲωποῦμαι: Δημοϲθένηϲ ἐν Φιλιππικοῖϲ καὶ Ξενοφῶν· ἐν Ἀπομημοεύμαϲι ἀντὶ τοῦ φοβοῦμαι.

[*](Δ)

1677 Δυϲωπῶ· αἰτιατικῇ. ἱκετεύω. Δυϲωπῶ καὶ ἐπὶ τοῦ παρακαλῶ [*](Ε) καὶ ἐπὶ τοῦ ἐντρέπομαι. τοὺϲ Ἰουδαίουϲ ἐλπίϲαϲ δυϲωπήϲειν ἐν τῷ κακοῦν ἐξὸν μὴ θέλειν.

[*](Δ)

1678 Δυϲωρήϲονται: δυϲφυλακτήϲουϲιν.

[*](Δ)

1679 Δύϲωρον: ὄνομα ὄρουϲ.

[*](Σ)

1680 Δυϲπάλαιϲτοϲ: δυϲκαταγώνιϲτοϲ. οὕτωϲ Εὐριπίδηϲ. καὶ [*](Δ) Δυϲπαλέϲ, δυϲχερέϲ, δυϲκαταγώνιϲτον.

[*](Σ)

1681 Δύϲπαρι: ἐπὶ κακῷ ὠνομαϲμένε, οἷον ζήϲαϲ ὡϲ Πάριϲ, δυϲώνυμε.

[*](Δ)

1682 Δυϲπάριτον: δυϲπόρευτον. Ξενοφῶν· ἐρωτώμενοϲ δ’ εἰ [*](Σ+Ε) εἴη δυϲπάριτόν τι χωρίον. τὸ ἄβατον.

[*](Σ)

1683 Δυϲπέμφελον: δυϲτάραχον.

[*](Σ)

1684 Δυϲπαίπαλοϲ: τραχεῖα.

[*](1670 ═ Ba 203, 20, H cf. Ambr. 1141 1671═ Ba 203, 21 cf. H 1672 πνοή aliter Ambr. 1122 δυϲωδίαν sq. Astramps 1673 ═ cf. 204, 4, H (Ludw. 16, 10) cf. sch. Z 255 1674— ὑπονοίαϲ cf. Ba 200, 4, Lex. rhet. in Et. M. 292, 51 et in Et. Gen., Phot. Amphil. Herm.. 26, 254 (cf Reitzenstein Gesch. Et. 300, 3), Ael. D. fr. 137a.. H, Moer.194, 22, Bk. 234, 23;— ἔχειν Tim. cf sch. Pl.. Leg. 933a ὀρῶν— ὑφορώμενον Aelian. fr 182, Iambl. attr. Bruhn, Rh. Mus. 45, 280 ἔνιοι sq. ═ Et. M. 202, 56, Et. Gen., Ba. 200, 5 cf. Phot. Amphil. Herm. 26, 254, Ael. D. fr. 137 1675 ═ Ambr. 1119 1676 Harp. cf. Bk. 234, 23; Dem 9, 65; Xen. Mem. 2, 1, 4 1677 l. ═ Ambr. 1164 αἰτιατικῇ═ An. Ox. 4, 291, 5, Synt. Laur. παρακαλῶ cf. ad 1674 τοὺϲ sq. los. Bell. 5, 333 1678 ═ Ambr. 1153, sch. Κ 183, Et. Gen., Et. M. 292, 49, H cf. Ap S.60, 26 1679 cf. L 1680 — δυϲκαταγώνιϲτοϲ cf. H; Eur. Suppl. 1118 Δυϲπαλέϲ, δυϲχερέϲ ═ H 1681 ═ Et. Gen) Et. M. 292, 29, Σa, Ba 203, 24 cf. H, sch. Γ 39, Ap. S. 60, 31 1682 Ξενοφῶν (An. 4, 1, 25) + τὸ ἄΒατον ═ Et. Gen., Et. M. 292, 30 1683 ═ Ba 203, 23, H 1684 ═ Ha 203, 22)[*](1672 hinc v. πνοή, cf. v. ὀϲμή 1673 Z 570 1677 los. cf. v. Ε 1799 1682 Z 582 cf. 578 1684 Z 581)[*](A(GITFVM))[*]( 1670—1 om. GIT 7 ὁρῶ GIT 8 ἐπὶ pr.] ὑπὁ T ἔτι Wassius et Schweigh. 9 δυϲωποῦντοϲ Bhd. 21 δυϲχερέϲ] καὶ δυϲχερέϲ A 25 τι AF M τε V όν I om. GT 1684 om. GIT; extri ordinem; Δυϲπέπαλοϲ Zon.)
153

1685 Δυϲπετήϲ: δυϲχερήϲ.

[*](Σ)

1686 Δυϲπετοῦντα: κακῶϲ πάϲχοντα.

[*](Δ?)

1687 Δυϲπειθὴϲ καὶ Δυϲπείθεια.

[*]( Δ)

1688 Δυϲπινῆ: τὰ ἐρρυπωμένα, τὰ ῥυπαρά. πίνοϲ γὰρ ὁ ῥύποϲ. [*]() Ἀριϲτοφάνηϲ· ἀλλ’ ἤδη τὰ δυϲπινῆ θέλειϲ πεπλώματα; καὶ αὖθιϲ· εἶτ᾿ ἔδυϲε δυϲπινεῖϲ ϲτολάϲ.

[*](Soph.)

1689 Δυϲπλῆτιϲ.

[*](Δ)

1690 Δυϲπόριϲτον: δυϲεύρετον.

[*](Σ)

1691 Δυϲποτμότερον: ἀθλιώτερον. καὶ Δυϲποτμία Οἰδἱποδοϲ, [*](Δ) ἡ δυϲτυχία. καὶ Πολύβιοϲ· ἐϲ παραπληϲίαν διάθεϲιν ἦλθον [*](Ε) τοῖϲ ἐν ταῖϲ πολυχρονίαιϲ ἀρρωϲτίαιϲ δυϲποτμοῦϲι.

1692 Δυϲπρόϲιτα: δυϲχερῆ ἐγγιϲθῆναι.

[*](Σ)

1693 Δυϲπροϲπέλαϲτοϲ.

[*](Δ)