Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
1413 Δσυλεύω ϲοι.
1414 Δουλεία: κατὰ γ΄ τρόπουϲ· τὸν κατὰ τὴν δημιουργίαν, καθά φηϲι· ὅτι τὰ ϲύμπαντα δοῦλα ϲά. τὸν παρὰ τῆϲ πίϲτεωϲ, ὡϲ εἴρηται· ἐλευθερωθέντεϲ δὲ ἀπὸ τῆϲ ἁμαρτίαϲ ἐδουλώθητε τῆ δικαιοϲύνῃ. γ΄ ἀπὸ τῆϲ πολιτείαϲ κατὰ τὸ εἰρημένον· Μωυϲῆϲ ὁ θεράπων μου.
1415 Δούλειον ἦμαρ.
1416 Δουλίχιοϲ: νῆϲοϲ.
1417 Δουλιχοδείρων: μακροτραχήλων.
1418 Δουλοκρατίαν· ὅτι Γάϊοϲ Ῥωμαίων βαϲιλεὺϲ δουλοκρατίαν νομοθετήϲαϲ ἐπέτρεψε κατηγορεῖν τῶν δεϲποτῶν, εἴ τι ἄν εἰδοῖεν αὐτοῖϲ πλημμέλημα. ζήτει τὰ λοιπὰ ἐν τῷ Πάϊοϲ.
1419 Δοῦλοϲ ὢν κόμην ἔχειϲ: ἐπὶ τῶν παραλόγωϲ τι πρατόντων· παρόϲον ἐλευθέρων τὸ κομᾶν. λέγεται καὶ Δουλότεροϲ κατὰ ϲύγκριϲιν.
1420 Δοῦλοϲ: δύηλίϲ τιϲ ὤν. δύη γὰρ ἡ κακοπάθεια καὶ δυϲτυχία.
1421 Δουλοϲύνη. οἱ δὲ Φωκέεϲ περιημάκτεον τῇ δουλοϲύνῃ. [*](Ε) ἀντὶ τοῦ ἐδυϲφόρουν.
[*](1403 ═ Σa, Ba 201, 10 cf. H, Et. M 284, 21 1405 ═ Ambr. 890, Ps Herodian. 23 1406 Harp. 1407 ═ Ambr. 944 1408 Ar. Nu. 907 c. sch. 1409 ═ L cf. Ambr. 931 —2 1410 δότηϲ ═ Ambr. 878 cf. L H 1411 ═ Ambr. 878 1413 cf An. Ox. 4, 290, 28; Δουλεύω Ambr. 974 1414 cf. lo Chrys. 60, 395a 26, Theophylact. Achr. PG 124, 337 b; —δικαιοϲύνῃ ═ An. Ox. 2, 357, 9, Et. M. 285, 2; Ps. 118, 91; Rom. 6, 18; losv. 1, 2 1415 ═ Ambr. 955 cf. L, H; Z 463 1416 cf. Ambr. 961, H 1417 cf. Ambr. 879 1410 κομᾶν Ar. Av. 911 c. sch. 1421 οἱ—δουλυϲύνγ Hdt. 1, 164, 2)[*](1405 hinc 1481 1408 cf. v. λεκανία 2 1410 cf. v B 406. Δώτωρ δὲ ex 1486 vel v. B 406 1418 ex v. 12 1420 ox 1566 1421 cf v. περιημάκτεον)[*](A(GITFVM))[*]( 4 δόϲ alt.] δόϲ, δότε Scaliger; καὶ ab hexametro separavit Bhd in νηυϲὶν (corrupt.) ἂν latere putat Dr. 7 διαδῷ] διδῷ Harp. plen. 1410 non nov. gl. FV 12 δότηϲ om. F Δώτωρ δέ om. FV 1411 non nov. gl. G 21 Δολίχιοϲ A Δούλιοϲ G 1418 om. TFV mg. A post 1421 IG post 1422 M (qui numeris ordinem corr.) 25 τά λοιπὰ om Gl 27 λεγ, δὲ καὶ F 1420 om. FV 30 περιμάκτεον VM παρημάλκτεον F)1423 ούλων πόλιϲ: παροιμία· ἐν Λιβύη· Ἔφοροϲ ε΄, καὶ ἑτέρα [*](Σ) ἱεροδούλων, ἐν ᾗ εἷϲ ἐλεύθερόϲ ἐϲτιν. ἔϲτι δὲ καὶ ἐν Κρήτῃ Δουλόπολιϲ, ὡϲ Σωϲικράτηϲ ἐν τῇ α΄ τῶν Κρητικῶν. ἔϲτι δέ τιϲ καὶ περὶ Θρᾴκην Πονηρόπολιϲ, ἣν Φίλιππόν φαϲι ϲυνοικίϲαι τοὺϲ ἐπὶ πονηρίᾳ διαβαλλομένουϲ αὐτόθι ϲυναγαγόντα, ϲυκοφάνταϲ, ψευδομάρτυραϲ καὶ τοὺϲ ϲυνηγόρουϲ καὶ τοὺϲ ἄλλουϲ πονηρούϲ, ὡϲ διϲχιλίουϲ· ὡϲ Θεόπομποϲ ἐν ιγ΄ τῶν Φιλιππικῶν φηϲι.
1424 Δοῦλοι: πάντεϲ μὲν φύϲει θεοῦ, διαθέϲει δὲ οἱ τούτου τὴν δεϲποτείαν ἀϲπαϲίωϲ αἱρούμενοι. ὅτι δοῦλοι οἱ φαῦλοι τῶν κακῶν, [*](Phil.) οἱ δὲ ϲπουδαῖοι ἐλεύθεροι. εἶναι δὲ καὶ ἄλλην δουλείαν, τὴν ἐν ὑποτάξει, καὶ τρίτην ἐν κτήϲει τε καὶ ὑποτάξει, ἧ ἀντιτίθεται ἡ δεϲποτεία, φαύλη οὖϲα καὶ αὐτή. οὐ μόνον δὲ ἐλευθέρουϲ εἶναι τοὺϲ ϲπουδαίουϲ, ἀλλὰ καὶ βαϲιλέαϲ· ἡ γὰρ βαϲιλεία ἀρχὴ ἀνυπεύθυνοϲ, ἥτιϲ περὶ μόνουϲ ἂν τοὺϲ ϲοφοὺϲ ϲυϲταίη.
1425 Δούπηϲεν: ἔπεϲεν, ὥϲτε ψόφον ἀπετέλεϲεν.
1426 Δοῦπον: ψόφον. καὶ Δοῦποϲ, θάνατοϲ μετὰ ψόφου.
[*](Σ Δ)1427 Δούπων: ὄνομα κύριον.
1428 Δουράτειοϲ ἵπποϲ καὶ Δουράτεοϲ.
1429 Δούρειοϲ: ὁ ξύλινοϲ ἵπποϲ τῶν Ἑλλήνων. Ἀριϲτοφάνηϲ· [*](Δ) μέγεθοϲ ὅϲον ὁ δούρειοϲ, ὑπὸ τοῦ πλάτουϲ ἂν παρελαϲαίτην, τὸ δὲ [*](Ar.) μῆκοϲ, ἑκατοντόργυιον.
1430 Δουρὶ καὶ Δορί: τῷ δόρατι.
1431 Δουρίληπτοϲ: αἰχμάλωτοϲ.
1432 Δοῦριϲ: ὄνομα ποιητοῦ.
1433 Δουροδόκηϲ: τῆϲ τὰ δόρατα δεχομένηϲ.