Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

1393 Δόρποϲ: ὁ δεῖπνοϲ. καὶ Δορπωρή, ὁ δεῖπνοϲ. Δόρποϲ [*](Δ) οὖν τὸ ἑϲπερινὸν δεῖπνον, παρὰ τὸ δόρυ παύειν. καὶ ζήτει ἐν τῷ δεῖπνοϲ.

[*](Suid.)

1394 Δόρυ: τὸ ἀκόντιον. καὶ δορύκτητον ὄλβον ἐδέξατο

1395 Δόρυ κηρύκειον: παροιμία ἐπὶ τῶν ἅμα παρακαλούντων [*](Σ) καὶ ἀπειλούντων. οἱ δεκατευθέντεϲ εἰϲ Δελφοὺϲ ὑπ᾿ Ἀθηναίων Γεφυροῖοι λαβόντεϲ χρηϲμόν· ἀνδρὶ Γεφυραίῳ φίλοϲ οἶκοϲ· ἀκολουθοῦντεϲ βουϲίν, ἕωϲ ἂν οὗ ἐκεῖνοι κοπιάϲωϲιν, ὡϲ ὁ θεὸϲ αὐτοῖϲ ἔχρηϲεν, ὅπωϲ ἐκεῖ καταμείνωϲι, πολεμουμένων Ἀθηναίων ὑπὸ Εὐμόλπου, ἐπὶ τὴν Τάναγραν καλουμένην ὥδευϲαν, δόντεϲ μὲν τῷ προηγουμένῳ κηρύκειον, καθοπλίϲαντεϲ δὲ κατόπιν τοὺϲ νεούϲ.

1396 Δορυλάειον: τόποϲ. καὶ Δορύλαιον, τόποϲ.

[*](Δ)

1397 Δορυμέδων: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

1398 Δορυμήϲτοροϲ: τοῦ ἐπιϲτημόνωϲ πολεμοῦντοϲ.

[*](Δ)

1399 Δορύξενοϲ: ὁ ἐκ τῶν πολεμίων φίλοϲ, ὁ πρεϲβεύων περὶ [*](Σ) λύτρων, εἰ ζωγρηθεῖέν τινεϲ. ὡϲ Γλαῦκοϲ καὶ Διομήδηϲ. Δορυξένουϲ [*](Soph.) ἐκάλουν καὶ τοὺϲ ὁπωϲοῦν ἐπιξενωθένταϲ. ἀνδρὸϲ τοιοῦδ᾿, ὅτῳ πρῶτον μὲν ἡ δορύξενοϲ κοινὴ παῤ ἡμῖν αἰέν ἐϲτιν ἑϲτία. ἢ ἐπιτατικῶϲ νῦν, ἀντὶ τοῦ ἡ καὶ πολεμίοιϲ φίλη.

1400 Δορυξόϲ· Ἀριϲτοφάνηϲ· κεἴ τιϲ δορυξὸϲ ἢ κάπηλοϲ ἀϲπίδων, [*](Ar.) ἵν᾿ ἐμπολῷ βέλτιον, ἐπιθυμεῖ μαχῶν, ληφθεὶϲ ὑπὸ λῃϲτῶν ἐϲθίοι κριθὰϲ μόναϲ.

1401 Δορυϲϲόντων μόχθων: τουτέϲτι τῶν κατὰ πόλεμον μόχθων. [*](Soph.) ἐξ οὗ πολεμικῶν.

1402 Δορυφορεῖ· αἰτιατικῇ. τιμὴν περιποιεῖ.

[*](1390 ═ Ambr. 964 cf. H ═ sch η 215 1391 — τρίτη cf. sch. Ar. Pac. 890 —Ἀπατουρίω Poll. 6, 102, H 1392 ═ Ba 201, 6, H cf. sch. Ar. Vsp. 103 Ambr. 886, L, Et. M. 284, 17 1393 — δεῖπνοϲ pr. ═ Ambr. 885, Pa. Herodian 23 Et M. 283, 52, H cf. sch Ω 444, sch. Ar. Vsp 103. Δορπωρή, ὁ δεῖπνοϲ ═L 1394 ἀκόντιον ═ Ambr. 950, Et. M. 283, 20 cf. H τορύκτητον sq. Cosm Hieros. Can. 2, 170 1395 ═ Paus. Att. fr. 135 ap. Eust. l. 408, 4; — ἔχρηϲεν ═ Sabb.; — ἀπειλούντων cf. H Zen. Ill 26 (Philol. Suppl. 6, 270) 1396 Δορυλάειον ═ Ambr. 954 1397 ═ Ambr. 905 cf. 915 1398 cf. Ambr. 887, H; l. ═ Ambr. 918 1399 τινεϲ Paus Att. fr. 282 ap Eust. I. 405, 46 ὡϲ—Διομήδηϲ sch. Soph. El. 46 cf sch. Luc. 8, 2 (ex Aristoph Byz. fr. 37 cf. Ammon. p. 231, Thom. 186, 2). Δορυξένουϲ sq. Soph. OC 631—3 c. sch. 1400 Ar. Pac 447—9 1401 sch. Soph. Ai. 1188 1402 αἰτιατικῇ cf. An. Ox. 4, 290, 32, Synt. Laur. τιμὴν sq. ═ Σa, Ba 201, 8)[*](1391 cf. vv. Κουρεῶτιϲ, A 2058 et 2940 1393 Z 562, Δόρποϲ alt. sq ax 358 1396 Z 564 1399 cf, v. l 114)[*](2 Δόρπια FV, ordo poscit 6 Δορπορή V Δόρποϲ—7 δεῖπνοϲ om. FV; A(GITFVM) Δόρποϲ—δεῖπνον et καὶ—δεῖπνοϲ om. T 8 καὶ— ἐδέξατο om GTFV mg. A| (ad 1399) M (ad 1382) 9 παροιμία om. F 20 ὡϲ— Διομήδηϲ post vs. 19 φίλοϲ transtulit Kust., perperam 21 καὶ om. GITMac 24 Δορυξόϲ AFV: Δορυξόοϲ rell. δορυξόϲ FV Ar.; δορυξόοϲ rell. 25 ἐμπολῷ] ἐν πολλῷ VM ἐϲθίοι AM; ἐϲθίει rell.)
132
[*](Σ)

1403 Δογρυφόροι: φύλακεϲ, ὑπηρέται βαϲιλέωϲ, ὁπλοφόροι, ὑπα ϲπιϲταί.

[*](Δ)

1404 Δόϲ: δότε. καὶ δόϲ· πᾶϲ δ βίοϲ· λάβε δ᾿ οὐδ᾿ ἐπὶ νηυϲὶν ἀκούϲαιϲ.

[*](Δ)

1405 Δοϲίθεοϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Harp.)

1406 Δόϲιϲ: ἰδίωϲ λέγεται παρὰ τοῖϲ ῥήτορϲιν ϲυμβόλαιον γραφόμενον, ὅταν τιϲ τὰ αὑτοῦ διαδῷ διὰ τῶν ἀρχόντων.

[*](Δ)

1407 Δοϲοληψὶα.

[*](Ar.)

1408 Δότε μοι λεκάνην: ἐπὶ τῶν ὀργιζομένων καὶ προϲποιουμένων ὑπὸ χολῆϲ ἐμεῖν.

[*](Δ)

1409 Δότειρα.

[*](Δ suid.)

1410 Δοτήρ: δότηϲ. Δώτωρ δέ.

[*](Δ)

1411 Δότηϲ, δότου.

[*](Synt.)

1412 Δουλαγωγῶ· αἰτιατικῇ.