Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
1378 Δοράτιον: μικρὸν δόρυ.
1379 Δορί: τῷ δόρατι.
1380 Δοριάλωτον: αἰχμάλωτον.
1381 Δορίκλυτοϲ: περὶ τὸ δόρυ ἔνδοξοϲ.
1382 Δορίκτητοϲ πλοῦτοϲ: ὁ ἀπὸ πολέμου.
1383 Δόριλλοϲ: τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον, ἐφ᾿ ὕβρει τραγῳδιοποιοῦ Δορίλλου.
1384 Δορίϲκοϲ: διφορεῖται. χωρίον Θρᾳκικόν.
1385 Δορκαλίδεϲ: ὄργανόν ἐϲτι κολαϲτικόν τι. ἢ μάϲτιγεϲ αἱ ἀπὸ ἱμάτων δορκάδων.
1386 Δορκάϲ. καὶ παροιμία· Μὴ πρὸϲ λέοντα δορκὰϲ ἅψωμαι μάχηϲ. ἐπὶ τῶν τὴν ἰϲχὺν ἀνίϲων.
suid. 1387 Δόρκων: ὄνομα τόπου. καὶ ὁ ἔλαφοϲ.
1388 Δοροδόκοϲ: τὸ ξύλον τὸ ὑποδεχόμενον τῆϲ οἰκίαϲ τὸν ὄροφον.
1389 Δορόϲ: δόρατοϲ. ἴϲωϲ τοι, κεὶ βλέποντα μὴ πόθουν, θανόντ᾿ [*](Soph.) ἂν οἰμώξειαν ἐν χρείᾳ δορόϲ. Τέκμηϲϲά φηϲι, γυνὴ Αἴαντοϲ περὶ Αγαμέμνονοϲ.
[*](1373 — κενοδοξία ═ Ba 201, 4, Ambr. 948, Et. M. 283, 14 ὁ— ϲυμπλακῆναι App. Hann. 9 ὑπάτουϲ sq. App. Hann. 17 1374 cf. Ambr. 976 1375 cf. Et. Gud. ex lo. Dam. Can. 1, 124; Byz. Zt. 16, 61 vs. 5 1376 δέρμα ═ Amir 934 H, Et. M. 284,12 1377 ═ Ba 201, 5 cf. H 1378 cf. L 1379 cf. sch. A 303 1380 cf. Ambr. 951, H; sch. l 343 Et. M. 283, 36 1381 ═ Amhr. 884 sch B 645 1382 cf. Ambr. 882 H 1383 ═ Et. M. 283, 47, H v. δορύαλλοϲ, Ar. fr. 367 1384 χωρίον sq. Harp. 1685 sch. Greg., An. Ox. 2, 478, 7 it PG 36, 1256e 1386 Μὴ sq. ═ Diogen. Vl 59; fr. trag ad. 135, fr. com. ad. 270 1387 τόπου cf. Ambr 911 1389 ἴϲωϲ sq. Soph. A; 962—3)[*](1373 hinc 444 1376 Δορὰ alt. sq. ex v E 1002 1379 cf. 4430 1383 Z 560 1384 cf. 1464 1385 Z 562 1386 cf. v. μὴ πρὸϲ λέοντα 1387 καὶ sq ex 1301 1388 cf. 1433. Z 562)[*](A(GITFVM))[*]( 1 ἐκβοήϲαντεϲ A; ἐμβοήϲαντεϲ rell. δημοκοπία—6 δὲ om. A 13/> ex M 9 καὶ—11 πόλει om. TFV 9 ὅτι ὁ Ἐμπ. M 10 τὸ M: τοῦ A cp. G 15 Δορυάλωτον GT 16 Δορίκλυτοϲ Kust, ordo poscit; Δορύκλυτοϲ omnes παρά M 20 Δωρίϲκοϲ Aac Gac Tac Mac διφορεῖται om FV 24 τὴν ante τῶν Gl, om V 25 καὶ ὁ ἔλαφοϲ om. FV)1390 Δορπήϲαϲ: δειπνήϲαϲ.
1391 Δόρπεια: ἡ πρώτη ἡμέρα ἡ τῶν Ἀπατουρίων· ἡ δ᾿ ἑξῆϲ [*](Σ) Ἀνάρρυϲιϲ, Κουρεῶτιϲ δὲ ἡ τρίτη. καὶ ζήτει πλατύτερον ἐν τῷ Ἀπα τούρια.
1392 Δόρπιϲτοϲ: δείπνου ὥρα.
1393 Δόρποϲ: ὁ δεῖπνοϲ. καὶ Δορπωρή, ὁ δεῖπνοϲ. Δόρποϲ [*](Δ) οὖν τὸ ἑϲπερινὸν δεῖπνον, παρὰ τὸ δόρυ παύειν. καὶ ζήτει ἐν τῷ δεῖπνοϲ.
[*](Suid.)1394 Δόρυ: τὸ ἀκόντιον. καὶ δορύκτητον ὄλβον ἐδέξατο
1395 Δόρυ κηρύκειον: παροιμία ἐπὶ τῶν ἅμα παρακαλούντων [*](Σ) καὶ ἀπειλούντων. οἱ δεκατευθέντεϲ εἰϲ Δελφοὺϲ ὑπ᾿ Ἀθηναίων Γεφυροῖοι λαβόντεϲ χρηϲμόν· ἀνδρὶ Γεφυραίῳ φίλοϲ οἶκοϲ· ἀκολουθοῦντεϲ βουϲίν, ἕωϲ ἂν οὗ ἐκεῖνοι κοπιάϲωϲιν, ὡϲ ὁ θεὸϲ αὐτοῖϲ ἔχρηϲεν, ὅπωϲ ἐκεῖ καταμείνωϲι, πολεμουμένων Ἀθηναίων ὑπὸ Εὐμόλπου, ἐπὶ τὴν Τάναγραν καλουμένην ὥδευϲαν, δόντεϲ μὲν τῷ προηγουμένῳ κηρύκειον, καθοπλίϲαντεϲ δὲ κατόπιν τοὺϲ νεούϲ.
1396 Δορυλάειον: τόποϲ. καὶ Δορύλαιον, τόποϲ.
[*](Δ)1397 Δορυμέδων: ὄνομα κύριον.
[*](Δ)