Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

1218 Διοφανοῦϲ, τῷ Διοφάνεῖ.

1219 Διόφαντοϲ: ὄνομα κύριον.

1220 Δἰ ὄχλου: ἐπιβαρέϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ· κεἰ δἰ ὄχλου τοῦτ᾿ ἐϲτὶ [*](Ar.) τοῖϲ θεωμένοιϲ, ἅμωϲ ἔχει τι τερπνὸν καὶ κωμῳδικόν.

1221 Διοχλῶ· δοτικῇ· τὸ μὲν ὅτι τι πᾶϲι διοχλεῖ τοῖϲ ἐμοῖϲ, καὶ διοχλεῖϲ μοι. [*](Synt.) διοχλοῦμαι δὲ αἰτιατικῇ. πᾶϲαν διοχλεῖϲθαι γυναικωνῖτιν.

1222 Διώβολον καὶ ριώβολον, καὶ Ἡμιωβόλιον ὁμοίωϲ.

[*]( Δ)

1223 Διωγκωμένον: πεφυϲημένον.

1224 Διῴδει: ἐφλέγμαινε.

1225 Διῳδηκότα: ἐξωγκωμένον. ὅϲοι γὰρ ἐκ τῆϲ αὐτῆϲ ϲπορᾶϲ [*](Δ + Ε) γεγόναϲι, κάτω τὸν πόδα τὸν δεξιὸν ἔχουϲι διῳδηκότα καὶ βάδιϲιν ἀϲθεν τε καὶ νωθῆ. καὶ Διῳδηκὼϲ ὁμοίωϲ.

1226 Διωθεῖτε: ἀποϲτρέφετε. καὶ Διωθούμενοι, ἀνατρεπόμενοι, [*](Δ) ἐκβαλλόμενοι.

1227 Δίωκε ἀρετήν: ζήλου, ἐπιτήδευε.

1228 Διώκειν: εἰϲ ἀγορὰν ἄγειν. τοῦτο λέγεται, ὅταν προὐποφύγῃ [*](Ar.) τιϲ. τάττεται δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ ϲυντόνωϲ ἐλαύνειν. καὶ Διωκόμεθα, [*](Σ) ἀντὶ τοῦ κατηγορούμεθα.

1229 Διώκειν: ἐπὶ τοῦ ἄγειν εἰϲ κρίϲιν καὶ κατηγορεῖν καὶ ἐπὶ τοῦ [*](Σ) ἐπιθυμεῖν καὶ ὀρέγεϲθαι· διώκειν γάρ φαμεν ἀρετήν. καὶ ἐπὶ τοῦ διελθεῖν. αἱ δὲ νῆεϲ ἐϲ φυγὴν καταϲτᾶϲαι πολλοὺϲ μετεδίωξαν [*](Ε) τόπουϲ· αἱ μὲν γὰρ εἰϲ Ἰόνιον κόλπον ἐξέπλευϲαν, αἱ δὲ ἄλλη.

1230 Διῳκίϲατο: διεχώριϲεν, ἀπ᾿ ἀλλήλων ἐποίηϲε. διῳκίϲατο τοὺϲ ἀνθρώπουϲ ἀπὸ θεοῦ ἡ ἀνοϲιότηϲ. ὅϲτιϲ δὲ δἰ ἀρετῆϲ καὶ ὁϲιότητοϲ ἀπάγων ἑαυτὸν ἀπὸ τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων καὶ ϲπουδαϲμάτων [*](1217 Polyb. 21, 9, 1 —3 ═ EV 2, 167, 1 —8 1218 cf. Ambr. 504 1219 Harp. 1220 Ar. Eccl 888 —9 c. sch. 1221 cf. Synt. Laur. 1222 Διώβολον cf. Ps. Herodian. 20, L 1223 ═ L cf. Ambr. 702 1224 ═ H 1225 ἐξωγκωμένον cf. L, Ambr. 663 ὅϲοι sq. Aelian fr. 37 διῳδηκὼϲ cf. Σa ═ Ba 199, 20 1226 ἀποϲτρέφετε cf. Ambr. 664 Διωθούμενοι sq. Ba 200, 23 cf. H 1227 praeter ἀρετήν ═ Ba 200, 16, H 1228 — ἄγειν sch. Ar. Eccl 452 Διωκόμεθα sq. sch. Ar. Ach. 699) [*](1218 cf v. Πωλίων 1 1225 Z 554 1327—9 Z 554) [*](1218 ex AGl 11 ὄχλου alt.] ὅπλου V ὅπλουτον F 1221 om. GTFV(M) A(GITFVM) mg. Al; Διοχλῶ· γενικῇ· διοχλοῦμαι δὲ αἰτιατικῇ textu AM 14 γυναικωνῖτιν l: αἰκανῖτιν A 33 ἀπάγων extra structuram pos. sec. Bhd.)

116
ἐπ᾿ αὐτὸν τὸν θεόν, καὶ ζῶν τυγχάνει παρόντοϲ καὶ τελευτήϲαϲ μετῳ κίϲατο πρὸϲ αὐτόν.

[*](Σ)

1231 Διῳκιϲμένοϲ· γενικῇ. κεχωριϲμένοϲ.

[*](Δ)

1232 Διώκω ϲε: ἐλαύνω ϲε. τὸ δὲ κατηγορῶ γενικῇ. ὁ γὰρ διώκων [*](Synt.) τοῦ ψηφίϲματοϲ. καὶ, ἃ μὲν διώκει τῶν ψηφιϲμάτων, ταῦτά ἐϲτιν.

[*](Σ)

1233 Διωλύγιον: μέγα. καὶ παροιμία· Διωλύγιον κακόν, [*](Prov.) ἐπὶ τῶν μέγα τι καὶ δεινὸν ὑφιϲταμένων. διωλύγιον γάρ ἐϲτι τὸ μέγα καὶ ἐπὶ πολὺ διῆκον. οὕτωϲ δνοπαλίζειϲ διωλύγιοϲ φλυαρία. Πλάτων. καὶ Δαμάϲκιοϲ· ταῦτα οὐ διωλύγιοϲ φλυαρία δόξειεν ἂν εἶναι, καὶ δικαίωϲ οὐ κατὰ γραῶν ὕθλον λεγόμενον, ἀλλὰ πέρα τοῦ μεγίϲτου φληνάφου.

[*](Σ)

1234 Διωμοϲία: ὅρκοι οἱ ὑπὸ τῶν δικαζομένων γιγνόμενοι, τοῦ μὲ ὀμνύντοϲ, ὅτι παθὼν ἐγκαλεῖ, τοῦ δὲ ἄρα, ὅτι οὐκ ἐποίηϲα.

[*](Σ)

1235 Διωμοϲία καὶ ἀντωμοϲία· ὅταν οἱ κατηγοροῦντεϲ ὀμνύωϲιν, ὡϲ ἀληθῶϲ κατηγοροῦϲι, τοῦτο διωμοϲία· ὅταν δὲ οἱ κατηγορούμενοι ὀμνύωϲι τὸν αὐτὸν ὅρκον, διαλυόμενοι τὰ ἐγκλήματα, γοῦτο ἀντωμοϲία. [*](Suid.) διιππαϲία καὶ ἀνιππαϲία, τῶν ἵππων ἄμιλλα· ὥϲπερ δὴ διωμοϲία καὶ ἀντωμοϲία τό αὐτὸ ἄμφω δηλοῖ.

[*](Δ)

1236 Διώμοτοϲ. διωμότουϲ ϲυνίϲταϲθαι τοῖϲ διαφερομένοιϲ ἐκέλευε τοὺϲ ῥήτοραϲ. τουτέϲτι τοὺϲ ϲυνηγόρουϲ. ὅτι ὁ Σιμόκατοϲ [*](Ε) ἐπὶ τοῦ ὅρκου ἐχρήϲατο τῷ διωμοϲία λέγων· οἱ Μαυρούϲιοι διωμοϲίαν κατὰ τῶν Ῥωμαίων ἐποιήϲαντο.

[*](Δ)

1237 Διώμνυτο: παρατατικόϲ.