Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

81 Βακτηρία καὶ ϲχῆμα καὶ τριβώνιον, ἢ τριώβολον: τοῦτο [*](Prov.) ἐπὶ τῶν ϲκωπτόντων δικαϲτὰϲ τοὺϲ Ἀθήνηϲιν.

82 Βαλίαν: τὴν ἔλαφον τὴν κατάϲτικτον. καὶ Βαλίων ἀνέμων· [*](Σ) λήγετε πνοιαὶ βαλίων ἀνέμων. τουτέϲτι ϲφοδρῶϲ πνεόντων. [*](69 βαλβῖϲιν—καλεῖται Harp. ═ Et. M. 186, 23 cf. Ael. D. fr. 90 ex Eust. O. 1404, 55; ἀρχαῖϲ cf. Ambr. 143; ἡ sq. sch. Ar. Eq. 1159 70 Call. fr. 38 K., 66e S. c. sch. cf. sch. Dionys. Thrac. Gramm. Gr. 1, 3, 60, 12, Et. Gen. ap. Miller, Mél. 207 71 sch. Ar. Nu. 133 74 ═ Zen. ll 61 in fine 75 ═ Sabb. cf. Eust. O. 1405, 37, Tim., sch. Ar. Eq. 1151, H, Philol. Suppl. 6, 230, n. 23 77 cf. sch. Eur. Hipp. 684, Lehrs, Aristarch. 51 sqq.; — οὐτάϲαι cf. Eust. l. 506, 14, sch. Α in Δ 540; οὐτάϲαι—τρῶϲαι Ammon. 40 τυγχάνειν sq. Ε 52 c. sch. A 78 — ἐρῶϲιν ═ Diogen. III 63 βάλλω— τοξεύμαϲι ═ An. Ox. 4, 288, 6; καὶ τόνδ᾿ Θ 299 79 ═ Diogen. Ill 56 80 ═ Zen. ll 72 81 cf. Macar. II 73, Philol. Suppl. 6, 261, n. 298 82 — κατάϲτικτον cf. H, Ba 178, 16 sch. Eur. Hec. 90 λήγετε—ἀνέμων Synes. hymn. 3, 77—8) [*](69 cf. v. Α 4588 71 Z 378 72 ex v. Οὐαλεντινιανόϲ 2 75 cf. v. Μακαρία 75 Z 378 77 hinc v. νύξαι, v. οὐτάϲαϲ, v. τύψαι; Z 378) [*](72—3 om. FV 74 om. FM 16 Μακαρίαν pr.] Μακαιρίαν ed. pr. A(GITFVM) 22 καί—24 λυϲϲητῆρα om. TFV post 79 G 24 λυϲϲητῆρα pr. λυϲιτῆρα omnes 28 τοῦτο] τοῦτό ἐϲτιν V)

452
[*](Anth.) παρὰ Συνεϲίῳ τῷ Κυρηναίῳ. καὶ αὖθιϲ· θηρεύων βαλίουϲ ϲυνομήλικαϲ ἐν νομῷ ὕληϲ· ᾤχεο γὰρ πυμάτ᾿ εἰϲ Ἀχέροντοϲ ὁδόν.

[*](Ε)

83 Βαλιαρίδων νήϲων ϲφενδονῆται εὔϲτοχοι.

[*](Δ)

84 Βαλίοϲ: ἵπποϲ.

[*](Σ)

85 Bαλμόϲ: ϲτῆθοϲ.

86 Βάλλων Σωκράτη καὶ Ζήνωνα τοῖϲ ἐκ Διονυϲίων ϲκώμμαϲι, καὶ τοὺϲ ὑπ᾿ αὐτῶν ἀξιῶν πάϲηϲ ἐλαύνεϲθαι γῆϲ καὶ θαλάττηϲ, ὡϲ ὄνταϲ κῆραϲ πόιεών τε καὶ πολιτείαϲ· νῦν δὲ ϲτεφανῶν αὐτοὺϲ καὶ παράδειγμα τιθέμενοϲ βίου γενναίου καὶ ϲώφρονοϲ.

[*](Prov.)

87 Βαλὼν φεύξεϲθ᾿ οἴει; πρὸϲ τοὺϲ κακόν τι δράϲανταϲ καὶ οἰομένουϲ ἐκφεύγειν.

88 Βαλτάϲαρ: οὕτωϲ ἐπεκλήθη ὁ Δανιὴλ εἰϲ τιμὴν τῆϲ τῶν ἀπορρήτων ϲαφηνείαϲ.

[*](Σ)

89 Βάμμα Κυζικηνόν: τὴν ἀκάθαρτον ἀϲχημοϲύνην Ἀττικοὶ λέγουϲι. [*](Ar.) καὶ ἑτέρα παροιμία· Βάμμα Σαρδιανικόν, ἀντὶ τοῦ μή ϲε ἐρυθρὸν ποιήϲω· οἷον ἵνα μή ϲε φοινίξω. νῆϲοϲ γάρ ἐϲτι μεγίϲτη ἡ Σαρδὼ πρὸϲ τῇ Ἰταλίᾳ, ἐν ᾗ γίνονται πορφύραι διάφοροι καὶ ὀξύταται. βούλεται οὖν δηλοῦν, ἵνα μή ϲε πληγὰϲ ἐντρίψω. ζήτει ἐν τῷ ἄγχουϲα περὶ ἐρυθήματοϲ γυναικῶν.

[*](Suid.)

90 Bάμβαξ, ἢ πάμβαξ καὶ παμβακίϲ: τὸ παρὰ πολλοῖϲ λεγόμενον βαμβάκιον. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· καὶ τὴν τρυτοδόκην κοιτίδα παμβακίδων.

[*](Σ)

91 Βαμβαίνει; διϲτάζει, τρέμει τοῖϲ ποϲὶ καὶ τῇ γλώττη ἀϲήμωϲ φθέγγεται.

[*](Σ)

92 Βάναυϲοϲ: πᾶϲ τεχνίτηϲ διὰ πυρὸϲ ἐργαζόμενοϲ. βαῦνοϲ γὰρ [*](Ε) ἡ κάμινοϲ. καί, τοῖϲ ἐκ τῆϲ ἀγορᾶϲ βαναύϲοιϲ φέρειν προϲέταξε βέλη καὶ παραβάλλειν ἔξω παρὰ τὸν θεμέλιον τοῦ τείχουϲ.

[*](EV)

93 Βάναυϲοϲ· ἐπὶ τούτοιϲ ϲεμνύνεται κατὰ τὴν πολιτείαν, ἐφ᾿ οἷϲ ἂν καὶ τελώνηϲ ϲεμνυνθείη βάναυϲοϲ. ἐπὶ γὰρ τῷ πολλὰ καὶ λυϲιιτε λῶϲ πωλεῖϲθαι κατὰ τὴν πόλιν καὶ δαψιλῆ τὰ πρὸϲ βίον ὑπάρχειν πᾶϲιν, ἐπὶ τούτοιϲ μεγαλαυχεῖ.

[*](E?)

94 Βάνδον: οὕτω καλοῦϲι Ῥωμαῖοι τὸ ϲημεῖον τὸ ἐν πολέμῳ.

[*](Soph.)

95 Βάξιν: φήμην. Σοφοκλῆϲ· εἰ γὰρ ἐν ταῖϲ ξυμφοραῖϲ ταῖϲ νῦν νομίζειϲ πρόϲ γ᾿ ἐμοῦ πεπονθέναι λόγοιϲιν εἴτ᾿ ἔργοιϲιν εἰϲ βλάβην [*](82 θηρεύων sq. Anth. 7, 203, 3—4 84 cf. Et. Gud., Et. M. 186, 27 85 Ba 178, 18, H 86 Synes. Dio, PG 66, 1117c—d 87 ═ Zen. Il 71 Philol. Suppl. 6, 230, n. 18, 261, n. 288 89 — λέγουϲι Et. M. 187, 24 (═ Et. Gen.) βάμμα Σαρδιανικόν—ἐντρίψω sch. Ar. Ach. 112 91 ═ Lex. rhet. ap. Et. M. 187, 27 cf. H, sch. Κ 375 92 — κάμινοϲ ═ Ba 178, 20, Lex. rhet. ap. Et. M.1 87, 38 cf. gl. Dionys. PG 4, 24, Bk. 222, 20, sch. PI. Theaet. 176c, Rep. 495e, H v. βαναυϲία τοῖϲ sq. Polyb. 1, 40. 9 93 Polyb. 12, 13, 9 ═ EV 2, 130, 21—24 94 cf. Proc. bell. 4, 2, 1, Byx. Zt. 23, 48, Rigalt. Gloss. tact. p. 28 sq. 95 Soph. OT 515—9 c. sch.) [*](83 hinc v. ϲφενδονῆται; cf v. Μνααῖοϲ; Z 373 86 cf. v. Διονυϲίων et v. κῆραϲ 89 hinc v. Σαρδώ; cf. v. ἵνα μή 90 ex v. πάμβαξ 91 Z 378 92 cf 194, partim hinc 95 cf. v. μακραίωνοϲ) [*](A(GITFVM))[*]( 90 om. FV post 91 A 32 Σοφοκλῆϲ pr. Ἀριϲτοφάνηϲ omnes)

453
φέρον, οὔτοι βίου μοι τοῦ μακραίωνοϲ πόθοϲ φέροντι τήνδε βάξιν. ἀντὶ τοῦ οὐ βούλομαι ζῆν ἐπὶ ταύτῃ τῇ φήμῃ.

96 Βαπτά: βαπτὰ ἱμάτια ἐφόρουν οἱ νυμφίοι πρὸϲ τὸ φαίνεϲθαι [*](Ar.) τεκμήριον τῆϲ φθορᾶϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ Πλούτῳ· οὔθ᾿ ἱματίων βαπτῶν δαπάναιϲ κοϲμῆϲαι ποικιλομόρφων. ἀντὶ τοῦ ἑτεροχρόων.

97 Βαπτίζω· αἰτιατικῇ.

[*](Synt.)

98 Βάπτουϲι: πλύνουϲιν. Ἀριϲτοφάνηϲ· πρῶτα μήτ᾿ ἄρια βάπτουϲι [*](Ar.) θερμῷ κατὰ τὸν ἀρχαῖον νόμον. ἀντὶ τοῦ οὐδὲν καινοτομοῦϲιν.

99 Βάραθρον: χάϲμα τι φρεατῶδεϲ καὶ ϲκοτεινὸν ἐν τῆ Ἀττικῇ, [*](Ar.) ἐν ᾧ τοὺϲ κακούργουϲ ἔβαλλον· ἐν δὲ τῷ χάϲματι τούτῳ ὑπῆρχον ὄγκινοι, οἱ μὲν ἄνω οἱ δὲ κάτω. ἐνταῦθα τὸν Φρύγα τὸν τῆϲ μητρὸϲ τῶν θεῶν ἐνέβαλον ὡϲ μεμηνότα, ἐπειδὴ προέλεγεν, ὅτι ἔρχεται ἡ μήτηρ εἰϲ ἐπιζήτηϲιν τῆϲ κόρηϲ. ἡ δὲ θεὸϲ ὀργιϲθεῖϲα ἀκαρπίαν ἔπεμψε τῇ χώρᾳ· καὶ γνόντεϲ τὴν αἰτίαν διὰ χρηϲμοῦ τὸ μὲν χάϲμα κατέχωϲαν, τὴν δὲ θεὸν θυϲίαιϲ ἵλαον ἐποίηϲαν.

100 Βάραθρον: τόποϲ βαθὺϲ, ὅπου οἱ κακοῦργοι ἐμβάλλονται Ἀθήνηϲι [*](Σ) καὶ οἱ ἐπὶ θανάτῳ· ὥϲπερ εἰϲ τὸν Κεάδαν οἱ Λακεδαιμόνιοι.