Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Ar.)

61 Βαλανάγρα: ἡ κλείϲ, παρὰ τὸ ἀγρεύειν τὴν βάλανον. βάλανοϲ δέ ἐϲτι τὸ εἰϲ τὸν μοχλὸν ϲιδήριον, ὃ καλοῦμεν μάγγανον. καὶ βάλανοι, τὰ μάγγανα τῆϲ κλειδώϲεωϲ. καὶ βεβαλάνωται, ἀντὶ τοῦ κεκλείδωται.

[*](Δ)

62 Βαλανεώτηϲ.

[*](Prov.)

63 Βαλανεύϲ: ἐπὶ τοῦ πολυπράγμονοϲ καὶ περιέργου.

[*](Σ)

64 Βαλανειομφάλουϲ: τὰϲ φιάλαϲ οἱ κωμικοὶ καλοῦϲι. Βαλανεῖον δὲ ἐκλήθη, διότι τὰϲ βαλάνουϲ ἐϲθίοντεϲ τὰ κελύφη ἔκαιον. λέγουϲι δὲ ὅτι οἱ πολλοὶ ἐλαττοῦϲι τὸν ἀέρα τῷ λουτρῶ, εἰϲ ἑαυτοὺϲ αὐτὸν ἕλκοντεϲ. καὶ Βαλανείτηϲ, ὁ παρὰ τοῖϲ πολλοῖϲ καλούμενοϲ περιχύτηϲ. ἔϲτι δὲ τὸ βαλανεῖον ὁδὸϲ ἐπὶ τρυφήν. ὅτι τὸ [*](Suid.) καταρχὰϲ, μὴ ὄντων βαλανείων, ἐν ταῖϲ ϲκάφαιϲ καὶ πυέλοιϲ οἱ ἀρχαῖοι ἐλούοντο.

[*](Δ)

65 Βαλανίϲ: ἡ τοῦ βαλανέωϲ γυνή.

[*](Ar.)

66 Βάλανοϲ: τὸ αἰδοῖον καὶ τὸ ψέλιον. καὶ Βάλανοι φοινίκων. [*](Ε) οἶνον ἔπινον ἀπὸ τῆϲ βαλάνου τῆϲ ἀπὸ τοῦ φοίνικοϲ. καὶ [*](Suid.) αὖθιϲ· αἱ δὲ βάλανοι τῶν φοινίκων, οἵαϲ μὲν ἐν τοῖϲ Ἕλληϲιν ἔϲτιν ἰδεῖν, τοῖϲ οἰκέταιϲ ἀπέκειντο, αἰ δέ τοῖϲ δεϲπόταιϲ ἀποκείμεναι ἦϲαν ἀπόλεκτοι.

[*](Σ)

67 Βαλάντιον: μάρϲιποϲ. Εὐνάπιοϲ· εἴτε φιλοχρήματοϲ εἴη καὶ [*](Ε) δοῦλοϲ τῶν βαλαντίων. καὶ ταῦτα ϲαφῶϲ ἐκπυνθανόμενοι πρὸϲ ταῦτα διεϲτρατήγουν τὸν πόλεμον.

[*](Σ)

68 Βαλαντιοτόμοϲ: κλέπτηϲ. καὶ Βαλαντιοτόμοι. χρῆμάτων τε μεγάλων ἐωνημένοι ἤγοντο μοιχοὶ, πόρνοι, τοιχωρύχοι, βαλαντιοτόμοι, [*](Ar.?) ἀνδραποδιϲταὶ καὶ τὰ τοιαῦτα ἔθνη. Βαλαντιοτόμοι δὲ οἱ τὰ βαλάντια κλέπτοντεϲ.

[*](Δ)

69 Βαλβίϲ· Βαλβῖδοϲ. βάϲιϲ ταπεινὴ, ἡ ἀφετηρία, καὶ ὁ καμπτόϲ. [*](Σ) ὥϲπερ ἐκ βαλβῖδόϲ τινοϲ οἱ τὰ τέθριππα ἀφιέντεϲ, ἀναπεταϲθείϲηϲ [*](60 cf. Paroem. ed Gsf. 20, n. 209, Zen. II 60 61 sch. Ar. Vsp. 155 — μάγγανον ═ Ba 180, 7; Lex. rhet. in Et. M. 185, 52, sch. Thuc. 2, 4, 3 cf. Bk. 220, 29 — κλείϲ ═ gl. Hdt. 3, 155, H; βάλανοι sq. sch. Ar. Av. 1159 62 ═ Ambr. 45 63 ═ Paroem. ed. Gsf. 25, n. 247, Philol. Suppl. 6, 261, n. 293 cf. H 64 — καλοῦϲι cf. Ath. 11, 501 d, f (Cratin. fr. 50), Bk. 225, 6. H vs. 13 περιχύτηϲ cf. H v. βαλανεύϲ ἔϲτι—τρυφὴν Artem. 1, 64 cf. sch. Ar. Nu. 838 66 — ψέλιον sch. Ar. Lys. 413 βάλανοι φοινίκων Xen. An. 2, 3, 15 οἷνον—φοίνικοϲ Xen. An. 1, 5, 10 67 — μάρϲιποϲ ═ Ba 178, 14 cf. H Et. M. 186, 49 εἴτε sq. Eunap. fr. 90, FHG 4, 53 68 — κλέπτηϲ ═ H, Ba 178, 15, Ambr. 2, Phryn. fr. 296(?) χρημάτων—ἔθνη Philostr. 4, 22 vs. 25 βαλαντιοτόμοι sq. cf. sch. Ar. Man. 772 69 — βαλβῖδοϲ ═ Ambr. 143 βάϲιϲ—καμπτόϲ ═ Ba 178, 17, Et. Gen. cf Et. M. 186, 23, H, An. Ox. 2, 431, 17) [*](65 Z 369 64 περιχύτηϲ Z 369. ὅτι sq. ex v. Α 4123 65 Z 372 66 Z 369, 372. καὶ αὗθιϲ sq. ex v. Α 2991 cf. 3381 68 cf. v. ἔθνοϲ) [*](A(GITFVM))[*]( 4 καλοῦμεν] καλούμενον A 63 non nov. gl. AV 11 τῷ λουτρῷ] τῶν λουτρῶν A 13 ὅτι—14 ἐλούοντο om. TFV 16 Βάλανοϲ] ζήτει παράνω ἐν τῷ βαλανάγρα add. AMmg 17 καί—19 ἀπόλεκτοι om. FV 20 Βαλάντιον] Βαλλάντιον A; item 23. 25 26 τά] τὰ ἀρχόντων GI τὰ ἄρχοντα T τὰϲ ἀρχάϲ M 27 βαλβῖδοϲ om. FV)

451
τῆϲ πύληϲ. καὶ Βαλβῖϲιν, ἀντὶ τοῦ ταῖϲ ἀρχαῖϲ. εἴρηται [*](Harp. + Ar.) δὲ ἀπὸ τῶν δρομέων. ἡ γὰρ ὑπὸ τὴν ὕϲπληγα γινομένη γραμμὴ. διὰ τὸ ἐπ᾿ αὐτῆϲ βεβηκέναι τοὺϲ δρομέαϲ, βαλβὶϲ καλεῖται. ἀπὸ τοῦ ἅλλομαι ἁλμὶϲ, ἁλβὶϲ, ὑπερβιβαϲμῷ βαλβίϲ. ἢ ἀπὸ τοῦ βαίνω.

70 Βάλε, βάλε, τὸ τρίτον εἴη: ἀντὶ τοῦ εἴθε μοι.

[*](Call.)

71 Βάλλ᾿ ἐϲ κόρακαϲ: τουτέϲτιν ἄπιθι εἰϲ ἀπώλειαν καὶ φθόρον. [*](Ar.) ἀπὸ ἱϲτορίαϲ ἐν ταῖϲ παροιμίαιϲ κειμένηϲ.

72 Βαλεντινιανόϲ, βαϲιλεύϲ Ῥωμαίων. οἱ δὲ Οὐαλεντινιανόϲ. καὶ ζήτει ἐν [*](Suid.) τῷ Σαλούϲτιοϲ.

73 Βαλεριανόϲ, βαϲιλεὺϲ Ῥωμαίων.

74 Βάλλ᾿ ἐϲ Μακαρίαν: ἐπὶ τῶν ἑαυτοὺϲ εἰϲ κίνδυνον κατ᾿ ἀρετὴν [*](Prov.) διδόντων.

75 Βάλλ᾿ ἐϲ Μακαρίαν: οἷον εἰϲ ᾅδου. Μακαρία γὰρ ἡ Ἡρακλέουϲ, [*](Σ) ὁπηνίκα ἐπεϲτράτευϲεν ὁ Εὐρυϲθεὺϲ ταῖϲ Ἀθήναιϲ, ἑαυτὴν ἐπέδωκε ϲφάγιον ὑπὲρ τῆϲ τῶν λοιπῶν ϲωτηρίαϲ. τὸ δ᾿ αὐτὸ τοῦτο καὶ οὕτωϲ λέγουϲιν, ἐϲ Μακαρίαν, καὶ εἰϲ Μακαρίαν.

76 Βάλλεται: πλήττεται, πυρπολεῖται. βάλλεται δὲ ἡ ναῦϲ ϲκηπτῷ, [*](Ε) καὶ ἦν δέοϲ ἐξαφθῆναί τε καὶ καταδῦναι τὸ ϲκάφοϲ.

77 Βαλεῖν: τὸ πόρρωθεν πέμψαι. οὐτάϲαι δὲ καὶ νύξαι καὶ τύψαι, τὸ ἐκ χειρὸϲ τρῶϲαι. Βάλλειν παῤ Ὁμήρῳ καὶ ἐπὶ τοῦ τυγχάτειν. [*](Hom.) βάλεν ἄγρια πάντα.

78 Βάλλειν μήλοιϲ: ἐπὶ τῶν τυγχανόντων ὧν ἐρῶϲιν. καὶ [*](Prov.) Βάλλω· αἰτιατικῇ. τοὺϲ πόρρωθεν βάλλων τοξεύμαϲι τοῖϲ ἐκ μέλανοϲ. καὶ τόνδ᾿ [*](Synt.) οὐ δύναμαι βαλέειν κύνα λυϲϲητῆρα.

79 Βάλλ᾿ εἰϲ ἔχοντα τὴν ἐπιϲτήμην. ἐπὶ τῶν λοιδορούντων [*](Prov.) τοὺϲ ὁμοτέχνουϲ.

80 Βάλλ᾿ εἰϲ ὕδωρ: ὅτι καταπόντιϲον.

[*](prov.)