Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Δ Ps.)

562 Bροῦχοϲ. ἡ κάμπη.

[*](A Δ)

563 Βρωμᾶϲθαι: τὸ ὀγκάϲθαι πεινῶντα ὄνον. καὶ Βρῶμα, ἡ Synt. φωνή. καὶ Bρωματίζω· αἰτιατικῇ.

[*](Σ)

564 Bρώμηϲ: βρώϲεωϲ, τροφῆϲ.

[*](Σ)

565 Βρωτόν: βρῶϲιν, τροφήν. Ξενοφῶν· ὁ δὲ παριὼν ἐπὶ τὰ [*](Ε) ὑποζύγια, εἴ τί που ὁρῴη βρωτὸν, ἐδίδου τοῖϲ βουλιμιῶϲιν.

[*](Δ)

566 Βροῖϲιϲ: ὄνομα πόλεωϲ.

[*](Σ)

567 Βρυάζει: πάλλει, τρυφερῶϲ διάκειται, θάλλει, εὐφραίνεται.

[*](Σ)

568 Βρυγμόϲ: τριϲμὸϲ ὀδόντων, ἢ μυλῶν ἀκόνηϲιϲ.

[*](ΣΔ)

569 Βρύει: ἀνθεῖ. τέθηλεν. ὁ δὲ εὐθύ Λιβάνου τοῦ ὄρουϲ [*](Ε )ἀνέδραμε καὶ τὸ ὑποκείμενον πεδίον ϲτάχυϲι βρύον τοξεύει πυρί, καὶ τὸ λήϊον πᾶν τέφραν ᾤετο γεγονέαι.

[*](Synt.)

570 Βρύει· δοτικῇ. δέδοικα μὴ βρύων ἕλκεϲιν εἰϲάγειϲ τὸ ἀνιάτρευτον. καὶ μετὰ γενικῆϲ· βρύει φυτῶν καὶ ἀνθέων.

571 Βρύκοντα: τρώγοντα, κατεϲθίοντα. ἄρτι καταβρύκοντα τὸν [*](Anth.) εὐθηλήμονα μόϲχον.

[*](Δ + anth)

572 Βρύκουϲα: τοὺϲ ὀδόνταϲ τρίζουϲα. εἶπεν ὀδόντα ὀξὺν ἐπιβρύκουϲ′, οἷα Λάκαινα γυνή.

[*](Ar.)

573 Βρύκουϲα: ἐϲθίουϲα, δάκνουϲα. παρὰ τὴν βορὰν, οἱονεὶ βορύκουϲα. βρύκουϲ’ ἀπέδεϲθαί μού φηϲι τοὺϲ δακτύλουϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ [*](559 αἰτιατικῇ sq. cf. Synt. Laur., An. Ox. 4, 281,26 561 cf. Phryn. ap. Phot. bibl. 101a 20 562 ═ An. Ox. 2, 431, 25 563 ὄνον sch. Ar. Vsp. 617 cf Paus. Att. fr. 96 ap. Eust. l. 919, 37, Poll. 5, 88; ὀγκᾶϲθαι ═ Ba 182, 17 H cf. Moer., Ambr. 897, 906, Studi it. fil. cl. 1, 80, 88, 93 βρωματίζω sq. ═ Synt. Laur. et Gud 564 ═ Ba 182, 18 — βρώϲεωϲ ═ sch κ 177 cf. H. 565 τροφήν ═ Ba 182, 19 cf H v. βρωτόν ═ sch. T 205 ὁ sq. Χen An. 4, 5, 8 566 ═ Ambr. 879 567 Ba 182, 12, Σc; θάλλει cf. H, Ambr. 902 568 ═ Ba 182, 14, Lex. rhet. ap. Et. Gen. ═ Et. M. 216,12; H 569 — ἀνθεῖ ═ Ba 182, 11 cf. H τέθηλεν cf. sch. P 56 ὁ sq. Dam.(?) fr. 94 570 cf Synt. Gud. p. 589 571 ἄρτι sq. Anth. 6, 263, 3 572 — τρίζουϲα cf H v. βρύκειν εἶπεν sq. Anth. 7, 433, 3 —4 573 δάκνουϲα sch. Ar. Lys. 367; — ἐϲθίουϲα ═ sch. Ar. Av. 26 παρά — δακτύλουϲ Ar. Av. 26 c. sch. (23); vs 1. βρύκουϲα sq. Ar. Lys. 367) [*](560 Z 406 562 cf. Z 405 563 Z 410 564 Z 407 565 binc 440 569 Z 410 ὁ sq. cf v. κατὰ ϲπουδήν 571—2 Z 410 571 Anth. hinc v. εὐθηἀήμονα 572 Anth. cf. v. θηκτόν) [*](A(GITFVM) 1 καί —2 ϲυντάϲϲεται ex lM βρόχον M βρόχοιϲ I ἁψάμενοϲ M ἁψάμενοι I εἰ om. I 2 γενικῇ l μετὰ γενικῆϲ M 6 δέ om. AT 8 ἡ κάμπη om. F V; βροῦχα add. F 10 καί—αἰτιατικῇ om. FV 566 om. FV 15 πάλλει] πάλιν Ba, Σ 18 τοξεύει] τοξεύειν FV M 570 om. G TFV mg.M 20 μὴ M, Gud., om. in lac. A, l)

499
Ὅρνιϲι. καὶ ἀλλαχοῦ· βρύκουϲά ϲου τοὺϲ πλεύμοναϲ καὶ τἄντερ’ ἐξαλμήϲω.

574 Βρύλλων. ὑποπίνων· ἀπὸ τοῦ τοῖϲ παιδίοιϲ λεγομένου. Ἀριϲτοφάνηϲ· [*](Ar) βρύλλων τὸ καθ’ ἡμέραν. κλέπτοντά τε βούλομαι τρέφειν ἕνα προϲτάτην. τοῦτον δ’ ὅταν ᾗ πλέωϲ, ταπεινώϲαϲ ἐπάταξα. ἀντὶ τοῦ ὅταν γένηται φαεινὸϲ, τουτέϲτι πλήρηϲ· ὅταν ηὐξῆϲθαι δοκῆ καὶ μέγαϲ εἶναι, τοῦτον ταπεινὸν ἐποίηϲα. τουτέϲτιν, ἐάϲαϲ πλουτῆϲαι δημεύϲω.

575 Βρυώδηϲ: δυϲώδηϲ.

[*](Σ)

576 Βρύϲιϲ. λύϲιϲ ὀνείρου· πηγὴ διαυγὴϲ τὰϲ νοὸϲ λύει λύπαϲ.

[*](Δ on)

577 Βρύτια. τὰ τῆϲ ϲταφυλῆϲ πιέϲματα, ἃ τινεϲ Harp. ϲτέμφυλα λέγουϲιν.

[*](Δ)

578 Βρυτίδαι: ὄνομα γένουϲ Ἀττικοῦ.

579 Βρύχιοϲ: βυθιζόμενοϲ ὕδατι. καὶ Ἐμβρύοικοϲ, ἡ ἄγκυρα [*](Σ) ἡ τὸν βυθὸν οἰκοῦϲα. καὶ Ἐμβρυον, τὸ ἐγγάϲτριον βρέφοϲ. ἐν [*](Δ) Ἐπιγράμμαϲι· ἄγκυρον ἐμβρύοικον ἐρυϲινηΐδα. ἐπὶ Ἡρακλείου βαϲιλέωϲ [*](Anth.) ϲ χιλιάδεϲ ἀνδρῶν διεφθάρηϲαν ἐν τῷ πρὸϲ Ἰϲαύρουϲ πολέμῳ. ὁ δὲ βαϲιλεὺϲ Ἡράκλειοϲ χρήματα πλεῖϲτα καὶ χρυϲὸν καὶ ἄργυρον καὶ λίθουϲ πολυτελεῖϲ πέμπει, ἅπερ βρύχια γέγονεν ἐπὶ Σεργίου πατριάρχου.

580 Bρύχων τοὺϲ ὀδόνταϲ ὁ λέων.

581 Βοίδιον: βοΐδιον. βοίδιον δὲ καλεύμαν τότε ἐγώ· νῦν δὲ [*](Δ Anth.) Χάρητοϲ εὐνέτιϲ. ζήτει ποῦ τὸ Βοίβη καὶ Βοιβηΐϲ λίμνη.