Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Hom ? E)

541 βρῖθ ον: ἀντὶ τοῦ ἔβριθον. τεῖχοϲ ἀνδρῶν τε καὶ ὅπλων βρῖθον.

[*](Synt.)

542 Βρίθων· γενικῇ καὶ δοτικῇ. εὐθηνῶν, ἢ βαρῶν.

[*](Σ)

543 Βριμάζων: τῇ τοῦ λέοντοϲ χρώμενοϲ φωνῇ.

[*](Ar.)

544 Βριμήϲαιο: ὀργιϲθείηϲ. ὥϲτ’ εἰ ϲὺ βριμήϲαιο, ὀϲτρακίνδα νύκτωρ καταϲπάϲαντεϲ ἂν τὰϲ ἀϲπίδαϲ τὰϲ εἰϲβολὰϲ τῶν ἀλφίτων ἄν καταλάβοιεν. ἀντὶ τοῦ εἰ βουληθείηϲ αὐτὸν ἐξορίϲαι, τὰ ϲιτοφυλακεῖα κατάϲχοιεν.

[*](Δ + Ε)

545 Βριμούμενοϲ: ὀργιζόμενοϲ. οὐ μὴν ἐθέλγετο ὁ ὕπατοϲ, τοῖϲ [*](Σ) ὑπηρέταιϲ ϲὺν ὀργῇ βριμούμενοϲ. καὶ Β ριμοῦται, ἀπειλεῖ. καὶ [*](x + Ε) Βριμωμέναιϲ, ἦχον ἀποτελούϲαιϲ. μύλη γάρ τιϲ ἦν αὐτόθι. ὁπότε οὖν οἱ ἄνω ϲτρατιῶται τὸ αὐτὸ ποιεῖν ἤρχοντο, τότε κἀκεῖνοι ἔϲειον τὴν μύλην· ὑπὸ γὰρ ταῖϲ πολλαῖϲ μύλαιϲ βριμωμέναιϲ ὁ τῆϲ μιᾶϲ ψόφοϲ ῥᾳδίωϲ ἐλάνθανεν.

[*](Σ)

546 Βρόγχοϲ. καταπότηϲ, ὁ λάρυγξ.

[*](Ecl.?)

547 Βρόμιοϲ: ὁ Διόνυϲοϲ, ὁ γενεϲιουργὸϲ τῶν καρπῶν· παρὰ τὸ βορὰ βόριμοϲ, καὶ ὑπερθέϲει βρόμιοϲ.

[*](Hom.)

548 Βρόμοϲ: ἦχοϲ πυρὸϲ κυρίωϲ. καὶ κούφοιο βαρύν τυμπάνου [*](Anth.) βρόμον. ἐν Ἐπιγράμμαϲι. καὶ αὖθιϲ· οὐκέτι κοιμίϲειϲ ἀνέμων βρόμον, οὐχὶ χάλαζαν.

[*](Phil.)

549 Βρ οντή: νεφῶν ψόφοϲ ἐκ παρατρίψεωϲ ἢ ῥήξεωϲ. ἔϲτι δὲ [*](Ar.) καὶ μηχάνημά τι, ὃ ἐκαλεῖτο βροντεῖον. ὑπὸ τὴν ϲκηνὴν δὲ ἦν ἀμφιφορεὺϲ ψηφῖδαϲ ἔχων θαλαττίαϲ· ἦν δὲ λέβηϲ χαλκοῦϲ, εἰϲ ὃν αἱ ψῆφοι κατήγοντο καὶ κυλιόμεναι ἦχον ἀπετέλουν ἐοικότα βροντῇ.

[*](539 ἔφερεν ═ Ba 182, 3, Bk. 223, 7 γήραι sq. Anth. 6, 27,8 540 ϲιδηροβριθέϲ sq. Ar. Ran.1402 541 — ἔβριθον ad ι 219 rettulit Bhd. 542 γενικῇ ═ Synt. Gud. δοτικῇ ═ Synt. Laur. εὐθηνῶν sq. ═ Ba182, 5 Bk. 223, 8 543 Ba 182.6, H cf. Ambr. 900 544 Ar. Eq. 854 —7 c. sch cf. Phryn. 55,1 545 — ὀργιζόμενοϲ cf H v. βριμοῦϲθαι, Et. M. 213,44,48 οὐ — βριμούμενοϲ alt. Aelian. fr. 120 βριμοῦται, ἀπειλεῖ Ael. D. fr. 95 ap. Eust. 1395,51 cf. H v. βριμῶν 546 Ba 182,7 cf H Ambr. 819 547 Et. Gud. Διόνυϲοϲ Et M.214.37, H cf. Ambr. 857 548 — κυρίωϲ. sch.Ξ 396 sch. A in Α 354, Et. M. 214, 34; cf. Ps Herodian. 213, Ambr. 807 H, Paus.Att. fr 96 ap. Eust. l.919. 36 καί —βρόμον pr. Anth.6.165, 5; οὐκέτι sq. Anth. 7, 8, 3 549 ῥήξεωϲ Laert. 7, 153 ἔϲτι sq. sch. Ar. Nu. 294)[*](543 — 5 Z 409 545 Aelian. cf v. ἐθέλγετο; μύλη sq. cf. v. 1542 548 Anth. 7, 8 cf v. ϲυρμόϲ)[*](A(GITFVM) 1 Βριθομένη —ἔφερεν hic Bas, post vs.2 παλάμηϲ omnes (interposito 526 G) ἐν — 2 παλάμηϲ om. T post 542 Βρίζω: τὸ νυϲτάζω add. F cf. sch. Δ 223 Ap.S.53,6; H, Et M.213,32 15 βριμωμέναιϲ] βριμουμέναιϲ A (sed non 17) 16 τὸ αὐτὸ ποιεῖν] ἀλφιτοποιεῖν Dr. 22 τυμπάνου] τυμπάνῳ A 23 κοιμίϲειϲ. κοιμίϲαιϲ V κοιμάϲειϲ v. ϲυρμόϲ, Anth. 24 χάλαζαν] χαλάζηϲ GI TM 25 δέ om. V 26 τι om. A.)
497

550 Bρονταὶ καθ’ ὕπνουϲ ἀγγέλων εἰϲὶν λόγοι. Βροντάϲ· ζήτει On. ἐν τῷ χθονίαϲ βροντάϲ. ζήτει ἐν τῷ ψόφοϲ.

551 Βροτόεντα: ᾑμαγμένα.

[*](Σ)

552 Βροτοειδέϲιν: ἀνθρωπίναιϲ.

[*](Σ)

553 Βροτολοιγόϲ: ὁ ὀλέθριοϲ, ὁ τοὺϲ βροτοὺϲ ὀλοθρεύων. ἐν [*](Σ?) Ἐπιγράμμαϲι· Ἄρεϲ βροτολοιγὲ, ϲκῦλα φέρειν δώηϲ πᾶϲιν ἀπ’ [*](Anth) ἀντιπάλων.

554 Bροτολοιγόϲ: ὁ τοὺϲ βροτοὺϲ διαφθείρων. ὥϲπερ οἱ ποιηταὶ [*](Δ) λέγουϲι, βροτολοιγὼ ἤϲτην. [*](Ε) 555 Βροτόϲ: φθαρτὸϲ ἄνθρωποϲ. Βρότοϲ δὲ τὸ μετὰ κονιορτοῦ [*](Σ + Hom) αἷμα.

556 Βρουμάλια· ταῦτα ἐπενόηϲε Ῥῶμοϲ, ἐπειδὴ αὐτὸϲ καὶ ὁ ἀδελφὸϲ [*](Ε) αὐτοῦ Ῥῆμοϲ ἐκ πορνείαϲ γενόμενοι ἐξερρίφηϲαν καὶ παρὰ γυναικὸϲ ἀνετράφηϲαν. ὄνειδοϲ δὲ ἦν Ῥωμαίοιϲ τὸ ἐξ ἀλλοτρίων ἐϲθίειν. ἕκαϲτοϲ ἐν τοῖϲ ϲυμποϲίοιϲ τὸ ἴδιον βρῶμα καὶ πόμα ἐκόμιζε, πρὸϲ τὸ μὴ ἀκούειν ἀλλοτριοφάγοι. οὐ δὴ χάριν ἐπενόηϲε Ῥῶμοϲ τὰ Βρουμάλια, εἰρηκὼϲ ἀναγκαῖον εἶναι τρέφειν τὸν βαϲιλέα τὴν ἑαυτοῦ ϲύγκλητον ἐν τῷ χειμῶνι, ὅτε ἠρεμοῦϲιν ἐκ τοῦ πολέμου, ἀρξάμενοϲ ἀπὸ τοῦ α′ ἕωϲ τοῦ ω′, κελεύϲαϲ καὶ τὴν ϲύγκλητον καλεῖν τοὺϲ ϲτρατιώταϲ. καὶ μέλλοντεϲ οἱ ϲτρατιῶται ἀπιέναι, ηὔλουν ἀφ’ ἑϲπέραϲ πρὸϲ τὸ γνῶναι ὅπου τραφήϲονται. καὶ τοῦτο ἐπενόηϲε πρὸϲ τὸ ἀπαλλαγῆναι τῆϲ ὕβρεωϲ ἑαυτοῦ ὁ Ῥῶμοϲ καλέϲαϲ τὸ ὄνομα τοῦ ἀρίϲτου Βρουμαλιούμ, ὅ ἐϲτι Ῥωμαϊϲτὶ ἐκ τῶν ἀλλοτρίων τραφῆναι.

557 Βροχή· ζήτει περὶ ὄμβρου τοῦ ἐπὶ προρρήϲει Ἀναξαγόρα γενομένου ἐν τῷ Ἀναξαγόραϲ.

558 Βρόχοϲ: τὸ τῆϲ ἀγχόνηϲ ϲχοινίον. ὁ δὲ ἤδη μεμηχανημένοϲ [*](Σ) ἀγχόνην, τὸν βρόχον ἐνδεδυμένοϲ. καὶ αὖθιϲ ἡ δὲ ὑπὲρ τῆϲ ἀϲεβοῦϲ [*](Ε) μίξεωϲ ἀλλαξαμένη βρόχον.

[*](Ε)

559 Βρόχοιϲ: ϲχοινίοιϲ. οἱ μὲν οὖν βρόχοιϲ τιϲὶν ἐνάψαντεϲ νύκτωρ [*](Thuc. + Ε) ἀπὸ τοῦ περιβόλου καθῆκαν. καὶ αὖθιϲ· διὰ τῶν βρόχων ἐϲ [*](Ε) [*](550 λόγοι Astramps. 551 ═ Ba 182, 9, sch. Z 480, H cf. Et. M. 214, 50 552 ═ Ba 182, 8 553 ὁ τούϲ — ὀλοθρεύων ═ Ap. S. 53.5 Ἄρεϲ sq. Anth. 6, 91, 5 —6 554 ὥϲπερ sq. Proc h. a 12, 14 555 cf. sch. B 248, H 425 Apion, Philop. diff., H; ἄνθρωποϲ ═ Ba 182, 10, H cf sch. A 272 556 Georg. 1, 22,23 — 23, 19 558 ϲχοινίον cf. Bk. 220, 21, H ὁ —ἐνδεδυμένοϲ lambl. fr. 1Ο ἡ sq. Aelian. fr. 46 559 ϲχοινίοιϲ cf sch. Thuc. 2, 96, 4 οἱ —καθῆκαν Proc. bell. 4, 23,19) [*](551 408 555 Z 405, 408 556 hinc v. Ῥῆμοϲ 558 Z 405) [*](1 ζήτει A καὶ ζήτει M 3 Βροτόεντα FV Ba sch. Hes. Et. Βροντόεντα A A(GITFVM) Βροτήεντα T Zon. Βροντήεντα GIM ᾑμαγμένα] ἠγμαμένα A 4 Βροτοειδέϲιν] Βροντοειδέϲιν A 10 φθαρτόϲ F (sed post ἄνθρωποϲ, cf sch. Α 272) V φθαρτόφθαρτοϲ rell. 15 ἐκόμιζε] ἐκόμιζον V Ma 16 ἀλλοτριοφάγοι] ἀλλοτριοφάγοϲ M 20 ἀφ’ V Georg. om. rell. 22 ἑαυτοῦ AGT αὐτοῦ IVM cf. Georg. 29 ἀλλαξαμένη] γρ. ἀναψαμένη ss. M, quod coniecit Bhd.)

498
Synt. τὰϲ ἐπάλξειϲ ἀνέβαινον. καὶ Βρόχον ἁ ψάμενοϲ αἰτιατικῇ, εἰ καὶ τὸ ἅπτομαι γενικῇ ϲυντάϲϲεται.

560 Βρούτιδεϲ: γυναῖκεϲ οὕτω καλούμεναι, οἱονεὶ Σίβυλλαι καὶ προφήτιδεϲ. πάϲαϲ δὲ τὰϲ ἐνθουϲιώϲαϲ Σιβύλλαϲ ἐκάλουν.

[*](Hesy.)

561 Βροῦτοϲ, ϲτρατηγὸϲ Ῥωμαίων, ἔγραψεν Ἐπιϲτολὰϲ καὶ τῶν Πολυβίου τοῦ ἱϲτορικοῦ βίβλων ἐπιτομήν. θαυμάζεται δὲ εἰϲ τὴν τῶν ἐπιϲτολῶν ἰδέαν, ἤγουν χαρακτῆρα. ζήτει ἐν τῷ δήμαρχοι.