Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Hom.)

381 Bοὸϲ κέραϲ· Ὅμηροϲ· ἥτε κατ’ ἀγραύλοιο βοὸϲ κέραϲ ἐμβεβαυῖα. κατεϲκεύαζον γὰρ ϲύριγγα ἐκ κέρατοϲ βοείου, ἣν περιετίθεϲαν τῇ ὁρμιᾷ, ἵνα μὴ οἱ ἰχθύεϲ ἀποτρώγωϲι τὸ λίνον.

382 Bοοϲφ όριον

[*](ΔΣ)

383 Βοῶμεν· δοτικῇ. ὀμόϲωμεν. καὶ Βοώμενον, ἐπικαλούμενον.

[*](Σ)

384 Bo ών ηϲ: οὗτοϲ παρὰ τῆϲ πόλεωϲ ᾑρεῖτο, ἳνα βοῦϲ αὐτῇ πρίηται πρὸϲ τὰϲ θυϲίαϲ. ἦν δὲ λαμπρὸν τὸ βοώνην γενέϲθαι, ἐπειδὴ ϲτρατηγούϲ φαϲι βοώναϲ μάλιϲτα χειροτονεῖϲθαι.

[*](Σ)

Hom. 385 Βοῶ πιϲ: μεγαλόφθαλμοϲ. εὐόφθαλμοϲ.

[*](Σ)

386 Βοώτηϲ: ἄϲτρον πληϲίον τῶν Ἄρκτων. ὁ δ’ αὐτὸϲ καὶ Ἀρκτοφύλαξ καλεῖται. ζήτει ἐν τῷ ἄρκτοϲ.

[*](Harp.)

387 Bo ώτη ϲ· αἱ μέγιϲται ἀρχαὶ παρὰ Ἀθηναίοιϲ ἀπὸ τούτων .

[*](Ε)

388 Βοωτίαιϲ· καί τινων βοωτίαιϲ ἐφεϲτώτων, τῶν δὲ ἄλλων τῶν περὶ βαϲιλέα τοῖϲ ἐρύμαϲι νενεμημένων. Κρίτων ἐν τοῖϲ Γετικοῖϲ.

[*](Hdt.)

389 Βοπόρ ουϲ: παρὰ Ἡροδότῳ ὀβελούϲ μεγάλουϲ.

[*](Δ)

390 Βορᾶϲ: βρώϲεωϲ ἢ τροφῆϲ. Βορρᾶϲ δὲ ὁ ἄνεμοϲ, καὶ κλίνεται [*](Ε) Βορρᾶ· ἡ εὐθεῖα τῶν πληθυντικῶν Βορραῖ. ϲκληροὶ Βορραῖ [*](Δ) ἐπιπνεύϲαντεϲ. καὶ Βορέαϲ, Βορέου. καὶ Βορραί ῃ. λαίλαπι [*](Anth.) Βορραίῃ κλαϲθὲν ἐπέλεκε. ὅτι τὸν Βορέαν Ἀθηναίων ϲύμμαχον εἶναι νομίζουϲι· [*](Suid.) καὶ ζήτει τὸν τόπον, ἔνθα ὁ ϲτόλοϲ Ξέρξου ἐδυϲτύχηϲεν, ἐν τῷ ἀφέται.

[*](Σ?)

391 Bορβόροπιν: κῆπον. ϲημαίνει δὲ καὶ τὸ μόριον.

[*](Ar.)

392 Βορβ οροτάραξι: Ἀριϲτοφάνηϲ. ἀντὶ τοῦ ταραχωδέϲτατε ταράττων ἡμῶν τὴν πόλιν καὶ θορυβῶν ὥϲπερ βόρβορον· θορύβου Prov. πληρώϲαϲ τὴν πόλιν καὶ βορβόρου. καὶ παροιμία· Βορβόρ ῳ ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων ο ὔποθ’ εὑρήϲειϲ ποτόν· ἐπὶ τῶν τὰ κάλλιϲτα [*](378 ═ Σ cf. Ba180.26 37 ═ Ambr. 623, Ps. Herodian 8 381 Ω 81 c. sch. A cf. Ap. S. 52.18 383 δοτικῇ ═ Synt. Laur et Gud βοώμενον sq ═ Ba 181,17 384 — θυϲίαϲ cf. Bk 219,22, Lex. Patm. B CH 116 385 ═ H ; μεγαλόφθαλμοϲ Ba181.19, Ap S 52.9 εὐόφθαλμοϲ sch. Α 551 ═ Et. M. 203,55 386 καλεῖται ═ Ba 181,20 cf. sch. ε 272 387 Harp. 388 Crito. hist. fr. 3, FH 4, 374 389 gl. Hdt. 2, 135 390 — τροφῆϲ. cf. H, Et. M 205,5, Ambr. 716, Ps. Herodian. 7 ; Βορρᾶϲ —ἄνεμοϲ cf. Ambr. 686 H, Ps. Herodian. 8 ϲκληροί—ἐπιπνεύϲαντεϲ Arr. An. 1, 26, 2 Βορέαϲ Ambr. 687 λαίλαπι —ἐπέλεκε Anth. 6, 245,2 392 βορβόρου sch. Ar. Eq. 309 βορβόρῳ —p. 481,1 αἰϲχίϲτοιϲ ═ Zen. II 76 ; Aesch Eum. 694—5) [*](383 Z 403 384 cf. 387 386 Z 399 387 cf. 384 388 hinc v. ἐνεμη μένων 390 Anth. cf ν.λαίλαψ; ὅτι sq. ex v. Α 4591 391 cf v. μυϲάχνη. Ζ 396) [*](A(GITFVM))[*]( 1 βοοβοϲκόϲ om. F, nov. gl. M 379 ex I (post 380), M Img 6 τό] τόν M, sch. 382 ex l (post 379), M 13 Ἄρκτων] ἄϲτρων FV M 18 ἐρύμαϲι νενεμημένων G TM ἐρύμαϲι ἐνεμημένων AI V. s. v ἐνεμημένων, ἐρύμαϲιν ἀνεμημένων F Γετικοῖϲ] Ἀττικοῖϲ A 23 κλαϲθέν om. V ἐπέλεκε GI T ἐπέλεκεν A I FM ἐπέλυκεν V ὅτι —24 ἀφέται om. TFV post 389 G l (ibidem repet. M), post 391 A 24 ἐδυϲτύχηϲεν] ἐδυϲτύχηϲαϲ A 25 δέ om Α AFM 26 Βορβοροτάραξι AM — ξε GI Τ V ξιν F Ἀριϲτοφάνηϲ om. GI T 29 τά om AΙ)

481
μιγνύντων αἰϲχίϲτοιϲ. λύϲιϲ ὀνείρων· ἔκδηλόϲ ἐϲτι βόρβοροϲ ψυχῆϲ [*](Οn.) ῥύποϲ. ἰλὺν πεπλευκὼϲ τοῦ νοὸϲ νόει βλάβην.

393 Βορβ ορυγμόϲ. ὁ ἦχοϲ τοῦ ὕδατοϲ ἐπιφερόμενοϲ. ἡ φάρυγξ ἐκελάρυζε, καὶ πολὺϲ ἐν τῷ ϲτόματι ἦν βορβορυγμόϲ.

[*](Ε)

394 Βορβ ορυγμόϲ. ἦχοϲ ἐκ τοῦ ϲτόματοϲ. ϲύνθημα δέ ἐϲτι ταῖϲ καμήλοιϲ τὸ καθέζεϲθαι ὁ τοιοῦτοϲ ἦχοϲ.

395 Βορραῖ· ζήτει ὀπίϲω ἐν τῷ Βορρᾶϲ.

396 Bορίανθοϲ. ὅτι βάρβαροί τινεϲ κτείνουϲι Βορίανθον τυραννήϲαντα, ταύτῃ προϲάγεϲθαι τὸν τῶν Ῥωμαίων ϲτρατηγὸν ἡγούμενοι ἐϲ εὔνοιαν. καὶ δὴ ἀφικόμενοι τῶν τοῦ Βοριάνθου αὐθεντῶν τινεϲ ἆθλα τῶν περὶ τὸν ἄνδρα πεπραγμένων ἠξίουν παρὰ Σκιπίωνοϲ κομίζεϲθαι ὁ δὲ Σκιπίων ἀποκρίνεται, μηδαμῶϲ εἶναι Ῥωμαίοιϲ ἔννομον ἐν ἐπαίνῳ ποιεῖϲθαι τὰϲ κατὰ τῶν ϲτρατηγῶν τοῖϲ ἀρχομένοιϲ ἐπιχειρουμέναϲ ἐπιβουλάϲ.

397 Βορόν: βρωτικόν. ὀξυτόνωϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ· μιαρὸν τὸ χρῆμα, [*](Σ Ar.) κἄκοϲμον καὶ βορόν. καὶ ὕδωρ βορόν, ἀγρυπνίη βορόν ζήτει ἐν τῷ ὕδωρ Suid. βορόν.

398 Βόϲιν: τροφήν.

399 Βοϲκήϲομεν: θρέψομεν. καὶ Βόϲκουϲαν, τρέφουϲαν. Σοφοκλῆϲ [*](Δ) περὶ Οἰδίποδοϲ· ἀλλ’ εἰ τὰ θνητῶν μὴ καταιϲχύνεϲθ’ ἔτι [*](Soph.) γένεθλα, τὴν γοῦν πάντα βόϲκουϲαν φλόγα αἰδεῖϲθ’ ἄνακτοϲ ἡλίου, τοιόνδ’ ἄγοϲ ἀκάλυπτον οὕτω δείκνυται, τὸ μήτε γῆ μήτ’ ὄμβροϲ ἱερὸϲ μήτε φῶϲ προϲδέξεται.

400 Βοϲόρ: τὸ ἱμάτιον τὸ ἀπὸ κόκκου βεβαμμένον κατὰ Ἑβραΐδα [*](Εcl.) διάλεκτον.