Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

121 Βάροϲ· περὶ Πολέμωνοϲ· ἦν δὲ καὶ τὸ βάροϲ οἱονεὶ Δώριόϲ τιϲ οἰκονομία. προορώμενοϲ δὲ καὶ κατορρωδῶν τὸ βάροϲ καὶ τὸ [*](Ε) φιλόνεικον τῶν ἀνθρώπων. ἀντὶ τοῦ τὸ πλῆθοϲ, τὴν ἰϲχύν. Πολύβιόϲ φηϲι. καὶ αὖθιϲ· ἐπιϲημηνάμενοϲ δὲ τοῦ Σικυῶνοϲ τὴν ὀχυρότητα [*](Ε) καὶ τὸ βάροϲ τῆϲ τῶν Ἀργείων πόλεωϲ ἦλθεν εἰϲ Ἐπίδαυρον. καὶ αὖθιϲ· ἐπολυπραγμόνηϲαν ἀκριβῶϲ τῆϲ πόλεωϲ τὴν θέϲιν καὶ τὸ [*](EL.) βάροϲ. βάροϲ γὰρ ἡμᾶϲ οὐδὲν ἐκ τούτων ἔχει. οὐ γὰρ λόγοιϲι [*](Soph.) τὸν βίον ϲπουδάζομεν λαμπρὸν ποιεῖϲθαι μᾶλλον, ἢ τοῖϲ δρωμένοιϲ.

122 Βάροϲ: ὄνομα κύριον. ἦν δὲ ἱερεύϲ. καὶ ζήτει τὴν περὶ τούτου ἱϲτορίαν [*](Suid.) ἐν τῶ ἔμβαρόϲ εἰμι.

123 Bάρρων, ἱϲτορικόϲ. ἐπιτομὴν τῶν κατ’ Ἀλέξανδρον τὸν [*](Hesy.) Μακεδόνα.

124 Βαρῶ· αἰτιατικῇ.

[*](Synt.)

125 Βαρῶν τειχῶν.

[*](Suid.)

126 Βαρϲύμηϲ Πέτροϲ· ζήτει ἐν τῷ δέξιοϲ.

127 Βαρύβρομοϲ: βαρύηχοϲ. καὶ πόντον βαρύβρομον. διὰ τὸν [*](Ar.) τῶν κυμάτων ψόφον.

128 Βαρυδαίμων: ἀτυχήϲ. ὁ δὲ Κρὴϲ ὑπάρχων καὶ φύϲει ποικίλοϲ, [*](Δ) πᾶν ἐβάϲταζε πρᾶγμα καὶ πάϲαν ἐπίνοιαν ἐψηλάφα. ἀντὶ τοῦ [*](Ε + Σ) διεϲκέπτετο.

129 Βαρυηχέοϲ: τοῦ μέγα ἠχοῦντοϲ. οἱ γὰρ βαρεῖϲ ποταμοὶ [*](Ar.) ῥέοντεϲ μέγαν ἦχον ἀπεργάζονται. Ἀριϲτοφάνηϲ Νεφέλαιϲ· ἀπ’ Ὠκεανοῦ βαρυηχέοϲ.

130 Βαρύμηνιϲ: μνηϲίκακοϲ.

131 Βαρυνόμενοϲ: καταπονούμενοϲ. Πολύβιοϲ· δὲ ἐξαναϲτὰϲ [*](Ε) προῆγε, τὰ μὲν ὑπὸ τῆϲ ἀρρωϲτίαϲ, τὰ δὲ ὑπὸ τῆϲ ἡλικίαϲ βαρυνόμενοϲ. εἶχε γὰρ ο′ ἔτοϲ.

[*](117 sch. Soph. El. 727; Λιβύηϲ B 118 ═ Ambr. 132 cf. Lagarde 188, 65 121 οἰκονομία Laert. 4, 19 vs. 9 προορώμενοϲ— ἀνθρώπων Polyb. fr. 25 vs. 11 ἐπιϲημηνάμενοϲ — Ἐπίδαυρον Polyb. 30, 10, 4 vs.13 ἐπολυπραγμόνηϲαν —14 βάροϲ pr. Diodor. 33, 28 a ═ EL 407. 7 —8 vs.14 βάροϲ alt. sq. Soph. 0C 1142—4 122 — κύριον H 123 cf. Flach, Rh. Mus. 36, 318 124 ═ Synt. Laur 127 Ar Nu.284 c. sch. 128 ὁ —ἐψηλάφα Polyb. 8, 16, 4 διεϲκέπτετο cf. 173, ad quod exemplum rett. Kust. 129 Ar Nu. 278 c. sch. 130 ═ Ba 179.2 131 ὁ sq. Polyb. 23,12, 1)[*](120 hinc v. Καπύη 121 Diodor. cf. v. ἴδιον 1 122 ex v. ἔμβαροϲ 125 ex 114 130 Z 370)[*](6 ϲυνεπεϲπάϲατο] ϲυνεϲπάϲατο Aac FV 122 om. FV mg. ad 115 A post A(GITFVM) 116 G post 115 I post 117 T 16 ῆν —17 εἰμι om T 125 ex IM.)
456
[*](Symt.)

132 Βαρύνω αἰτιατικῇ. καὶ Βαριῶ· αἰτιατικῇ.

[*](Σ)

133 Βρρυπήμων: ἄθλιοϲ, βεβαρημένοϲ, κακόϲ.

134 Βαρυπρεπήϲ: πολυτελήϲ. καὶ τὸ μέϲον τῆϲ ἡμέραϲ εὐωχία [*](Ε) περιεκέχυτο βαρυπρεπὴϲ τῷ Λέοντι καὶ πρὸϲ ἑαυτὴν ἐκάλει.

[*](Δ)

135 Βαρυϲυμφορωτατοϲ: δυϲτυχήϲ. νομίζων ἑαυτὸν βαρυϲυμφορώτατον γεγονέναι πάντων ἀνθρώπων.

[*](Δ)

136 Βαϲάν: αἰϲχύνη. εἶπε Κύριοϲ, ἐκ Βαϲὰν ἐπιϲτρέψω. ὁ Δαβίδ φηϲι.

[*](Σ + Ar.)

137 Βαϲανίζειν; οὐ τὸ αἰκίζεϲθαι καὶ τιμωρεῖϲθαι καὶ μαϲτιγοῦν ϲημαίνει παρὰ τοῖϲ Ἀττικοῖϲ, ἀλλὰ τὸ χωρὶϲ πληγῶν ἀνακρίνειν καὶ ἐλέγχειν τἀληθὲϲ διὰ λόγων· ἀπὸ τῆϲ βαϲάνου τῆϲ χρυϲοχοϊκῆϲ λίθου [*](Ε) μεταφορικῶϲ. καὶ Πολύβιοϲ· τότε νομίϲαϲ τὴν ἐκ πυρὸϲ ἔχειν [*](Harp.) βάϲανον ἀπελύθη τῆϲ ὑποψίαϲ. καὶ Βαϲανίϲαϲ· αἰτιατικῇ. ἀντὶ [*](Ar.) τοῦ δοκιμάϲαϲ κέχρηνται ἅπαντεϲ οἱ ἀξιόλογοι. ὁ δὲ Ἀριϲτοφάνηϲ οὕτωϲ· βαϲάνιζε τουτονὶ λαβών, κἄν ποτέ μ’ ἕληϲ ἀδικοῦντ᾿, ἀπόκτεινόν μ’ ἄγων. καὶ πῶϲ βαϲανίζω; πάντα τρόπον. ἐν πίνακι δήϲαϲ, κρεμάϲαϲ, ὑϲτριχίδι μαϲτιγῶν, δαίρων, ϲτρεβλῶν· ἔτι δ’ ἐϲ τὰϲ ῥῖναϲ ὄξοϲ ἐγχέων, πλίνθουϲ ἐπιτιθεὶϲ, πάντα τἄλλα, πλὴν πράϲῳ μὴ τύπτε τοῦτον μηδὲ γητείῳ νέῳ. ἐπειδὴ οἱ ἐλεύθεροι πρὸ τούτου ἐδαίροντο πράϲοιϲ καὶ ϲκορόδοιϲ. βαϲάνιζε αὐτὸν πανταχῶϲ, μὴ ἐν παιδιῇ, μηδὲ ὡϲ τοὺϲ ἐλευθέρουϲ παῖδαϲ τῷ ἐκκαυλήματι τοῦ πράϲου ἢ τοῦ γητείου, τουτέϲτιν ἀμπελοπράϲου, ἢ ὥϲ τινεϲ, πράϲου φύλλῳ.

[*](Δ)

138 Βαϲανῖτιϲ: χώρα.

[*](Harp.)

139 Βάϲανοϲ: λίθοϲ ἐϲτὶν ἡ τὸ χρυϲίον παρατριβόμενον δοκιμάζουϲα. οὕτωϲ Ἀντιφῶν καὶ Πίνδαροϲ καὶ Σοφοκλῆϲ. Ὑπερίδηϲ δὲ τὰ ἐν ταῖϲ βαϲάνοιϲ εἰρημένα ὑπὸ τῶν βαϲανιζομένων καὶ ἀναγραφομένων [*](Prov.) βαϲάνουϲ ὠνόμαϲε. καὶ παροιμία· Βάϲανοϲ λίθοϲ, ἐπὶ τῶν ἐξεταζόντων ἐν λόγοιϲ ἢ ἔργοιϲ· παρόϲον ἡ Λυδία λίθοϲ τὸν χρυϲὸν δοκιμάζει. [*](Suid.) ὅτι οἱ ἔξω φαϲίν· ἡ ἀμφιϲβήτηϲιϲ κρίϲει ἀναρτάϲθω, ἡ δὲ κρίϲιϲ τοὺϲ ἐλέγχουϲ βαϲανιζέτω, ἡ δὲ βάϲανοϲ τὸ δέον ὁριζέτω, ὁ δὲ ὅροϲ γεγράφθω, τὰ δὲ [*](182 αἰτιατικῇ pr. ═ An Ox 4, 288. 7 133 ═ Ba 179, 4 134 καί sq Malcho attr. Bhd. 135 νομίζων sq. cf. B yz. Zt. 23.101.1 186 αἰϲχύνη ═ An. Ox. 2, 431, 28, H, Lagarde 174, 92; εἶπε —ἐπιϲτρέψω Ps 67, 23 137 — ἀλλά + ἀνακρίνειν  —λόγων ═ Lex. rhet. ap. Et. M 188, 57 cf. sch. Pl. Rep. 503 a; τὸ χωρίϲ — ἀνακρίνειν + ἀπό —λίθου sch. Ar. Ran. 616 cf. Et. M., sch Pl. τότε — ὑποψίαϲ Polyb. fr. 26 αἰτιατικῇ cf. An. Οx. 4, 288,4 βαϲανίϲαϲ —ἀξιόλογοι Harp. Et. M. 189, 3 vs. 15 βαϲάνιζε sq. Ar Ran. 616 — 622 c. sch 621 188 ═ Ambr. 160 139 ὠνόμαϲε Harp — δοκιμάζουϲα Et. M. 189,1 cf Bk. 225,19, H v. βαϲανίτηϲ: Antiph. fr. 161; Pind. P. 10, 105; Sopb fr. 930 Hyper. fr. 5 vs. 27 βάϲανοϲ — 28 δοκιμάζει Cohn Z. d. Par. 75, n. 26, Philol Suppl. 6, 230. n. 20) [*](134 Z 373 135 Z 370 137 cf Z 379; Ar. cf v. Γ 261 139 Z 374. ὅτι οἱ sq. ex v. Α 1766) [*](A(GITFVM))[*]( 132 ex AIM 1 καί— αἰτιατικῇ ex A 7 om. FV 15 ἀδικοῦντ’ ] ἀδικοῦντεϲ A ἀδικοῦνταϲ F ἀδικοῦντα VM 17 ὑϲτριχίδι] ὑποϲτριχίδι GIM 138 om. M 28 λίθοϲ ] λίθῳ AlM 29 ὅτι —p. 457, 3 κρίϲειϲ om. TFV)

457
γεγραμμένα κυρούϲθω, τὰ δὲ κυρωθέντα βεβαιούϲθω τοῖϲ ἔργοιϲ, καὶ πᾶϲα ἁψιμαχία οἰχέϲθω, καὶ πάλιν φιλία χορευέτω. καὶ οὐ δεῖ ἀπεριϲκέπτωϲ ποιεῖϲθαι τὰϲ κρίϲειϲ.

140 Βαϲϲαρικά ἤτοι Διονυϲιακὰ ἔγραψε Σωτήριχοϲ, γεγονὼϲ ἐπὶ [*](Hesy.) Διοκλητιανοῦ. καὶ Βαϲϲαρικοῦ. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· ϲτρεπτὸν Βαϲϲαρικοῦ [*](Anth.) ῥόμβον θιάϲοιο μύωπα. τουτέϲτι πορνικοῦ.