Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

4714 Ἀχρειόγελωϲ ἄνθρωποϲ: ὁ ἐπὶ τοῖϲ ἀχρήϲτοιϲ καὶ μὴ [*](Σ) ϲπουδαίοιϲ γελῶν καὶ χαίρων.

4715 Ἄχρειον: τῷ τόνῳ ὡϲ ἄμεινον.

4716 Ἄχρηϲτα. καὶ παροιμία· ΕΘἰϲ ἄχρηϲτα μὴ ἀναλίϲκειν. [*](Δ) μή ποτ᾿ εὖ ἔρδειν γέροντα, μὴ παῖδα βάϲκανον, μήτε γυναῖκα λάλον, [*](Prov.) μήτε παῖδα νήπιον μήτε γείτονοϲ κύνα, μὴ λάλον κωπηλάτην. [*](4705 μῆλον—ἄχνῃ Anth. 6, 102, 3 vs. 1 ἄχνη πυρόϲ sq. ═ Ba 178, 28 H cf. Et. M. 182, 55; Hippocr. ed. Kühlewein 2, 247, 20 4706 τίϲ sq. Anth. 6, 259, 1 4707 sch. Α 103 ═ H 4708 — ἀχνύμενοϲ ═ Ba 175, 26, Σa; — λύπη ═ sch. Β 171, H, Et. M. 182, 8, Ap. S. 49, 28 λυπούμενοϲ cf. sd 4707 λήγετε—εὐάλωτοϲ Soph. OC 1723 c. sch. 4710 ═ Ba 176, 24, Σa 4711 ═ An. Ox. 2, 430, 18, Et. M. 182, 20 cf. Ba 176, 1, Herodian. gramm. 1, 49, 3 4712 ═ Ba 176, 6, Σa cf. Et. M. 182, 26 ἀμόλυντον cf. H v. ἀχρανέϲ 4713 Ar. Eccl. 355—6 c. sch. cf. Sabb. 4714 Ba 176, 9, Phryn. fr. 294 4715 cf. Herodian. gramm. 1, 230, 10 4715 l. cf. Ambr. 3945 vs. 27 εἰϲ—κωπηλάτην cf. Diogen. VI 61) [*](4706 cf. v. ὕϲπληξ; Z 361 4708 Z 363 4709 Σοφοκλῆϲ sq. ex 1239 4710 Z 361 4713 ἀπίου Z 363 4514 Z 361 4716 Prov. cf. v. μηδέποτ᾿ εὖ et v. μήποτ᾿ εὖ.) [*](2 λιμοῦ] λίνου Hes. Et. 4709 om. lFV post 4710 AGT 12 ἅχω] ἔχω A A(FITFVM) 15 δέ om. FV)

442
[*](Ar.) ζήτει ἕτερα ἐν τῷ Πυθαγόραϲ. μηδ᾿ εἰϲ ὀρχηϲτρίδοϲ εἰϲάττειν (τουτέϲτιν εἰϲπηδῆϲαι), ἵνα μὴ πρὸϲ ταῦτα κεχηνὼϲ βληθεὶϲ ὑπὸ πορνίδοϲ τῆϲ εὐκλείαϲ ἀποθραυϲθῇϲ (τουτέϲτιν ἐκπέϲῃϲ], μηδ᾿ Ἰαπετὸν καλέϲαντα μνηϲικακῆϲαι τὴν ἡλικίαν, ἐξ ἧϲ ἐνεοττοτροφήθηϲ. τουτέϲτι λῆρον. μωρόν. Ἰαπετὸϲ δὲ εἷϲ τῶν γιγάντων. ἐνεοττοτροφήθηϲ δὲ οἷον ἐτράφηϲ. μὴ παρὰ τοὺϲ ϲαυτοῦ γονέαϲ κακουργεῖν, ὅτι τῆϲ αἰδοῦϲ μέλλειϲ ἄγαλμ᾿ ἀναπλήϲειν. μηδ᾿ ἀπαίδευτά τινα ποιήϲῃϲ περὶ τοὺϲ γονέαϲ ϲαυτοῦ, ὅπερ μέλλει τῆϲ αἰδοῦϲ τὰ ἀγάλματα πληρῶϲαι.

[*](Δ)

4717 Ἀχρηϲτία. Ἀππιανόϲ· ὁ δὲ Ὡράτιοϲ λελωβημένοϲ ἦν τὰ [*](Ε) ϲκέλη, ὑπατείαϲ τε οὐκ ἔτυχεν οὔτε ἐν πολέμῳ οὔτε ἐν εἰρήνῃ διὰ τὴν ἀχρηϲτίαν τῶν ποδῶν.

[*](Σ)

4718 Ἄχρι· γενικῇ. Ἄχριϲ, ἀντὶ τοῦ μέχριϲ, ἕωϲ. ἔϲτι δὲ καὶ [*](Δ) Ἄχριϲ, ἀντὶ τοῦ καθόλου, διόλου. καὶ Ὅμηροϲ· ἀμφοτέρω δὲ τένοντε καὶ ὀϲτέα λᾶαϲ ἀναιδὴϲ ἄχριϲ ἀπηλοίηϲε. καὶ Ἄχρικόρου. παροιμία ἦν, ὅτι ἄχρι κόρου ἐκεῖνοϲ ἀναίϲθητόϲ ἐϲτι. καὶ, οὗτοϲ ἄχρι κόρου ἐφενάκιϲεν.

4719 Ἄχρωμοϲ· ἦν δὲ ἡ ἐργαϲία αὐτοῦ ἄχρωμοϲ (τουτέϲτιν ἀναιδὴϲ)· [*](Σ) ἐπὶ πορνείου γὰρ ἐκαθέζετο. καὶ Ἀχρώματοϲ, ἀναιδήϲ.

[*](Anth.)

4720 Ἀχρυλίϲ, ἡ Φρυγίη.

[*](Σ)

4721 Ἀχυρμιαί: οἱ τόποι, εἰϲ οὓϲ τὰ ἄχυρα ἀποφέρεται λικμώμενα. [*](Anth.) καὶ ἐν Ἐπιγράμμαϲι· καὶ τριβόλουϲ ὀξεῖϲ ἀχυρότριβαϲ.

[*](Σ)

4722 Ἄψ: πάλιν. ἂψ ἀναϲειράζω, καὶ πάλιν ἄγχι μένω. ἐν Ἐπιγράμμαϲι [*](Suid.) ἀντὶ τοῦ ἀνθέλκω, ἀνατρέπω.

[*](Ar.)

4723 Ἀψάλακτοϲ: ἀπαθὴϲ, ἀτιμώρητοϲ. ἀψάλακτον γὰρ τὸ ἄθικτον. [*](Suid.) οὕτωϲ Κράτηϲ.

[*](Σ)

Rhet. 4724 Ἁψαμένη: ἐξαρτήϲαϲα. καὶ Ἀψαϲθαι παρὰ πᾶϲιν ἐπὶ [*](Δ) τοῦ προϲάψαϲθαι καὶ θιγεῖν τάϲϲεται. καὶ Ἅψαι, προϲάψαι.

[*](4716 μηδ᾿ εἰϲ sq. Ar. Nu. 996—9 294—5 c. σch. 4717 l. ═ Ambr. 3991 ὁ sq. App. Bas. fr.10 4718 γενικῇ ═ Et. Gud 589 ἄχρι, ἄχριϲ—ἕωϲ ═ Ba 176, 8, Σa, H cf. Et. M. 182, 52, Ap. S. 49, 29, sch. Δ 522, Ρ 599 καθόλου ═ sch. Δ 522; ἀμφοτέρω—ἀπηλοίηϲε Δ 521—2 vs. 15 ἄχρι sq. ═ Ba 176, 25 Σᵃ, Zen. l 44 cf. Phryn. 50,4 vs. 16 ἄχρι alt. sq. Dem 19, 187 4719 — ἐκαθέζετο Artem. 4, 42 ἀχρώματοϲ sq. ═ Ba 176, 11, Σa 4719 Anth. 6, 173, 1 4721 — λικμώμενα ═ Σᵃ. Ba 176, 22, Et. M. 183, 5, H, Ap. S. 49, 30 cf sch. Ε 502 Ambr. 3987—8 καὶ τριβόλουϲ sq. Anth. 6, 104, 3 4742 πάλιν ═ Ba 177, 12, H, sch. Α 60, Ap. S. 50, 5 4723 sch. Ar. Lys. 275 (Stein) 4724 — ἐξαρτήϲαϲα ═ Ba 176, 27, Σa θιγεῖν cf. Bk. 216, 29)[*](4716 Ar. cf. 3324, v. εἰϲᾴττειν, v. Ἰαπετόϲ, v. θραυϲθῇϲ, v. μήλῳ 4717 cf. v. Ὁράτιοϲ et v. Ὡράτιοϲ 4718 Z 365, Vind. 176 4719—20 Z 363 472"cf. v. θαλαμηπόλοϲ 4722 ἄψ alt. sq. ex 2063 4723 cf. v. Δ 845, unde οὕτωϲ Κράτηϲ; 365 4724 Z 366)[*](A(GITFVM))[*]( 2 βληθείϲ] ἀληθείϲ A 8 περί FV παρά rell. 14 τένοντε] τένοντεϲ Α 19 πορνείου| πορνεία V 23 ἄψ alt.—24 ἀνατρέπω om. TFV post 4724 AG 25 ἀψάλακτον] ἀψάλατον AIT 26 οὕτωϲ Κράτηϲ om. FV)
443

4725 Ἀψαύϲτωϲ: ἀνεπάφωϲ. Ἀππιανόϲ· ὁ δὲ τοῖϲ ϲώμαϲι τῶν [*](Σ) Κίμβρων ἀψαυϲτεῖν ἐκέλευεν, ἕωϲ ἡμέρα γένηται, πολύχρυϲα εἶναι [*](Ε) δοκῶν.

4726 Ἀψεύδεια: ἡ ἀλήθεια. λέγεται δὲ καὶ ἀψευδεῖν, καὶ ἀψευδέϲ.

[*](Σ)

4727 Ἀψήκτῳ κοθόρνῳ: ἀκαταμάκτῳ, ϲκληρῷ, ἀμαλάκτῳ ὑποδήματι [*](Ar.) πατάξω τὸν γνάθον.

4728 Ἀψήφιϲτον· ὁ κατέχων τὸ ἀψήφιϲτον ἐν γνώϲει ἐπιτελεῖ πᾶϲαν τὴν γραφήν.

4729 Ἀψῖδεϲ: καμάραι.

[*](Ε)

4730 Ἁψικάρδιοϲ· εἰ δὲ ἰδιωτικὸν παράπληγμα ἁψικάρδιον ἐθέλειϲ, ἐρήϲεται ἂν ταχέωϲ. τῆϲ καρδίαϲ ἁπτόμενον.

4731 Ἁψίκοροϲ: εὐμετάβλητοϲ. ἢ ὁ ταχέωϲ καὶ ἅμα τῷ ἅψαϲθαι [*](ΣΔ) κορεννύμενοϲ. εἰδὼϲ τῶν Νομάδων τὴν ἁψικορίαν καὶ τὴν ἀθεϲίαν [*](Ε) τὴν πρὸϲ ἀνθρώπουϲ. καὶ αὖθιϲ· ϲυντηρητικὸν δεῖ εἶναι πρὸϲ τοὺϲ φίλουϲ καὶ μηδαμοῦ ἁψίκορον.

4732 Ἁψιμαχία: ϲυναφὴ μάχηϲ. Ἀππιανόϲ· τὸ μὲν πρῶτον [*](Σ) ἔριδεϲ ἦν καὶ ἁψιμαχίαι ϲμικραί, μετὰ δὲ ϲυμβολαί τε ἐϲ τὴν ἀλλήλων.

[*](Ε)

4733 Ἁψιμιϲία: πρὸϲ ὀλίγον διαφορά.

[*](Σ)