Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Σ)

4701 Ἀχθηδών: λύπη.

[*](Hom.)

4702 Ἄχθομαι: βαροῦμαι, ἀγανακτῶ. Ἀριϲτοφάνηϲ· ἄχθομαι τοῖϲ [*](Ar.) ταῶϲι τοῖϲ τ᾿ ἀλαζονεύμαϲιν. ἀντὶ τοῦ τοῖϲ κόλποιϲ τοῖϲ πεποικιλμένοιϲ· ἐπεὶ ὁ ταὼϲ ποικίλοϲ. ἢ ὅτι πορφύραιϲ ἐχρῶντο καὶ τιάραιϲ. καὶ [*](Σ) Ἄχθομαι αὐτοῦ τῷ ῥύπῳ, ἀντὶ τοῦ τῇ ἀνελευθερίᾳ καὶ μικρολογίᾳ. τὸν γὰρ ῥύπον ἐπὶ τῶν γλίϲχρων καὶ ἀνελευθέρων ἐτίθεϲαν. οὕτω [*](Ar.) γοῦν ῥυποκονδύλουϲ λέγουϲι τοὺϲ τοιούτουϲ. καὶ Ἀριϲτοφάνηϲ· [*](Ε) κρομύοιϲ γὰρ ἄχθομαι. καὶ Ἰώϲηποϲ· ὁ δὲ θεὸϲ ἄχθεται τῇ τε τοῦ βαϲιλέωϲ τῶν Ἀμαληκιτῶν ϲωτηρίᾳ καὶ τῇ τῶν βοϲκημάτων διαρπαγῇ τοῦ πλήθουϲ, ὅτι μὴ ϲυγχωρήϲαντοϲ αὐτοῦ ταῦτ᾿ ἐπράχθη. καὶ [*](Δ + Ε) Ἀχθόμενοι, βαρούμενοι, πιεζόμενοι. ἀμφί τε ἡμέραν μέϲην τῷ [*](Σ) ἡλίῳ ἀχθόμενοι τὰ ὅπλα κατέθεντο. καὶ Ἄχθοϲ, βάροϲ, λύπη.

[*](Σ)

4703 Ἀχθοφόρον: βαϲτάζοντα. καὶ παροιμία· Οὓϲ οὐκ ἂν [*](Ar.) ἄραιν τ᾿ οὐδ᾿ ἑκατὸν Αἰγύπτιοι. πολλαχοῦ γὰρ ἀχθοφοροῦνταϲ τοὺϲ Αἰγυπτίουϲ μέμνηνται.

[*](Σ)

4704 Ἀχλύϲ: ϲκότοϲ, ὁμίχλη, ζόφοϲ, ἀμβλυωπία. καί, ἠέροϲ ἀχλύϲαντοϲ. [*](Call.) ἀντὶ τοῦ ϲκοτιϲθέντοϲ.

[*](Σ)

4705 Ἄχναι: λεπτὰ ἄχυρα ἢ ἀκαθαρϲίαι. καὶ Ἄχνη ἁλόϲ, τὸ [*](Anth.) λεπτότατον τοῦ ὕδατοϲ, ὁ ἀφρὸϲ τῆϲ θαλάϲϲηϲ. ἐν Ἐπιγράμμαϲι᾿ [*](4697 — μετέχειϲ Ar. Eq. 819 c. sch. Ἀχίλλειοι sq. ═ Ba 175, 13 4698 Ar. Nu. 865 c. sch. 9469 — λυπεῖται Ba 175, 14, Σa, H cf. Ambr. 4001 4700 — λυπηρά cf. Ambr. 3997 ἀχθεινάν—βοοκταϲίαν Anth. 6, 263, 6 ἀχθεινόϲ sq. cf. H v. ἀχθινόν, aliter Ambr. 3950 4701 ═ Ba 175, 15, Σᵃ cf. H 4702 — βαροῦμαι sch. Ε 361 cf. sch. Ar Pl. 234 vs. 11 ἄχθομαι pr.—13 τιάραι. Ar. Ach. 63 c. sch. vs. 14 ἄχθομαι—15 τοιούτουϲ ═ Ba 175, 18, Phryn. fr. 293 cf. Philol. Suppl. 6, 260, n. 281; ἄχθομαι—ῥύπῳ Ar. fr. 669 sed cf. fr. 718 et Pl. com. fr. 124 vs. 17 κρομύοιϲ γὰρ ἄχθομαι Ar. Ach. 1100 vs. 17 ὁ— 19 ἐπράχθη los. Ant. 6, 142 vs. 20 ἀχθόμενοι, βαρούμενοι cf. H; ἀμφί—κατέθεντο Proc. bell. 2, 18, 18 vs. 21 ἄχθοϲ sq ═ Ba 175, 16, Σᵃ, H; βάροϲ ═ sch. Μ 452 Ap. S. 49, 27 4708 βαϲτάζοντα Ba 175, 17. Σa οὕϲ sq. Ar. Ran. 1406 c. sch. 4704 — ἀμβλυωπία ═ Ba 175, 22, Σa cf H ἠέροϲ sq. Call. fr. 9 K., an. 10 S. c. sch. 4705 — θαλάϲϲηϲ ═ Ba 172, 23, 24, Σᵃ cf. sch. Ε 499, H, Et. M. 181, 47, Ap. S. 49, 33, Apion.) [*](4700 Z 362 4702 Z 364 4708 cf. 8819 4704 Z 362, 364) [*](A(GITFVM))[*]( 5 γενομένου] μαινομένου V 8 βοοκταϲίαν⌉ βουκταϲίαν M Zon. post 4701 ἀεὶ δὲ τοῦ παρόντοϲ ἀχθηδὼν κακοῦ τρύϲει ϲε (Aeschyl. Prom. 26) add. T.)

441
μῆλον θ᾿ ἡδύπνουν λεπτῇ πεποκωμένον ἄχνῃ. καὶ Ἄχνη πυρόϲ, [*](Σ) ὁ καπνόϲ. καὶ ἄχνη ὕπνου, ὁ Ἱπποκράτηϲ φηϲὶ, καὶ ἄχνη λιμοῦ. δηλοῖ δὲ καὶ λεπτὸν ξύϲμα.

4706 Ἄχνουϲ: ἀγένειοϲ. τίϲ τὸν ἄχνουν Ἑρμῆν ϲε παῤ ὑϲπλήγεϲϲιν [*](Δ Anth.) ἔθηκεν;

4707 Ἀχνύμενοϲ: λυπούμενοϲ.

[*](Hom.)

4708 Ἄχοϲ: λύπη ϲιωπὴν ἐπιφέρουϲα. παρὰ τοῦτο καὶ ἀχνύμενοϲ. [*](Σ) τουτέϲτι λυπούμενοϲ. λήγετε τοῦδ᾿ ἄχουϲ· κακῶν γὰρ δυϲάλωτοϲ [*](Hom.) οὐδείϲ. ἀντὶ τοῦ δύϲληπτοϲ, ἀλλ᾿ εὐάλωτοϲ. ἡ δὲ ϲύγκλητοϲ, ὥϲπερ [*](Soph.) ἄχει τινὶ πεπληγμένη, ἐξηπορεῖτο.

[*](Ε)

4709 Ἅχω: ἀντὶ τοῦ ἃ ἔχω. Σοφοκλῆϲ· κἀμοῦ ταλαίνηϲ ϲμικρὰ μὲν τάδ᾿, ἀλλ᾿ [*](Suid.) ὅμωϲ ἅχω.

4710 Ἀχών: ἄμπελοϲ.

4711 Ἀχώρ: τὸ πιτυρῶδεϲ τῆϲ κεφαλῆϲ. παρὰ τὸ ἄχνη, ἀχνώρ· [*](Ecl.) καὶ ἀποβολῆ τοῦ ν ἀχώρ. κλίνεται δὲ ἀχῶροϲ διὰ τοῦ ω μεγάλου· ὡϲ ἰχῶροϲ, τοῦ ϲεϲηπότοϲ αἱματοϲ.

4712 Ἄχραντον: ἄψαυϲτον· κυρίωϲ, οὗ χεὶρ οὐχ ῆψατο· [*](Σ) ἀμόλυντον.

4713 Ἀχράϲ: εἶδοϲ ἀπίου. Ἀριϲτοφάνηϲ· ἀχράϲ τιϲ ἐγκλείϲαϲ᾿ ἔχει [*](Ar.) τὰ ϲιτία. μῶν ἣν Θραϲύβουλοϲ εἶπε τοῖϲ Λακωνικοῖϲ; ἡ ἀχρὰϲ ἐπέχει τὴν γαϲτέρα. οὗτοϲ δὲ ὁ Θραϲύβουλοϲ ἀντιλέγειν μέλλων τοῖϲ Λακεδαιμονίοιϲ πρέϲβεϲι περὶ ϲπονδῶν ἐληλυθόϲιν, εἶτα δωροδοκήϲαϲ, ἀχράδαϲ προϲεποιήϲατο βεβρωκέναι καὶ μὴ δύναϲθαι λέγειν.

4714 Ἀχρειόγελωϲ ἄνθρωποϲ: ὁ ἐπὶ τοῖϲ ἀχρήϲτοιϲ καὶ μὴ [*](Σ) ϲπουδαίοιϲ γελῶν καὶ χαίρων.

4715 Ἄχρειον: τῷ τόνῳ ὡϲ ἄμεινον.

4716 Ἄχρηϲτα. καὶ παροιμία· ΕΘἰϲ ἄχρηϲτα μὴ ἀναλίϲκειν. [*](Δ) μή ποτ᾿ εὖ ἔρδειν γέροντα, μὴ παῖδα βάϲκανον, μήτε γυναῖκα λάλον, [*](Prov.) μήτε παῖδα νήπιον μήτε γείτονοϲ κύνα, μὴ λάλον κωπηλάτην. [*](4705 μῆλον—ἄχνῃ Anth. 6, 102, 3 vs. 1 ἄχνη πυρόϲ sq. ═ Ba 178, 28 H cf. Et. M. 182, 55; Hippocr. ed. Kühlewein 2, 247, 20 4706 τίϲ sq. Anth. 6, 259, 1 4707 sch. Α 103 ═ H 4708 — ἀχνύμενοϲ ═ Ba 175, 26, Σa; — λύπη ═ sch. Β 171, H, Et. M. 182, 8, Ap. S. 49, 28 λυπούμενοϲ cf. sd 4707 λήγετε—εὐάλωτοϲ Soph. OC 1723 c. sch. 4710 ═ Ba 176, 24, Σa 4711 ═ An. Ox. 2, 430, 18, Et. M. 182, 20 cf. Ba 176, 1, Herodian. gramm. 1, 49, 3 4712 ═ Ba 176, 6, Σa cf. Et. M. 182, 26 ἀμόλυντον cf. H v. ἀχρανέϲ 4713 Ar. Eccl. 355—6 c. sch. cf. Sabb. 4714 Ba 176, 9, Phryn. fr. 294 4715 cf. Herodian. gramm. 1, 230, 10 4715 l. cf. Ambr. 3945 vs. 27 εἰϲ—κωπηλάτην cf. Diogen. VI 61) [*](4706 cf. v. ὕϲπληξ; Z 361 4708 Z 363 4709 Σοφοκλῆϲ sq. ex 1239 4710 Z 361 4713 ἀπίου Z 363 4514 Z 361 4716 Prov. cf. v. μηδέποτ᾿ εὖ et v. μήποτ᾿ εὖ.) [*](2 λιμοῦ] λίνου Hes. Et. 4709 om. lFV post 4710 AGT 12 ἅχω] ἔχω A A(FITFVM) 15 δέ om. FV)

442
[*](Ar.) ζήτει ἕτερα ἐν τῷ Πυθαγόραϲ. μηδ᾿ εἰϲ ὀρχηϲτρίδοϲ εἰϲάττειν (τουτέϲτιν εἰϲπηδῆϲαι), ἵνα μὴ πρὸϲ ταῦτα κεχηνὼϲ βληθεὶϲ ὑπὸ πορνίδοϲ τῆϲ εὐκλείαϲ ἀποθραυϲθῇϲ (τουτέϲτιν ἐκπέϲῃϲ], μηδ᾿ Ἰαπετὸν καλέϲαντα μνηϲικακῆϲαι τὴν ἡλικίαν, ἐξ ἧϲ ἐνεοττοτροφήθηϲ. τουτέϲτι λῆρον. μωρόν. Ἰαπετὸϲ δὲ εἷϲ τῶν γιγάντων. ἐνεοττοτροφήθηϲ δὲ οἷον ἐτράφηϲ. μὴ παρὰ τοὺϲ ϲαυτοῦ γονέαϲ κακουργεῖν, ὅτι τῆϲ αἰδοῦϲ μέλλειϲ ἄγαλμ᾿ ἀναπλήϲειν. μηδ᾿ ἀπαίδευτά τινα ποιήϲῃϲ περὶ τοὺϲ γονέαϲ ϲαυτοῦ, ὅπερ μέλλει τῆϲ αἰδοῦϲ τὰ ἀγάλματα πληρῶϲαι.

[*](Δ)

4717 Ἀχρηϲτία. Ἀππιανόϲ· ὁ δὲ Ὡράτιοϲ λελωβημένοϲ ἦν τὰ [*](Ε) ϲκέλη, ὑπατείαϲ τε οὐκ ἔτυχεν οὔτε ἐν πολέμῳ οὔτε ἐν εἰρήνῃ διὰ τὴν ἀχρηϲτίαν τῶν ποδῶν.

[*](Σ)

4718 Ἄχρι· γενικῇ. Ἄχριϲ, ἀντὶ τοῦ μέχριϲ, ἕωϲ. ἔϲτι δὲ καὶ [*](Δ) Ἄχριϲ, ἀντὶ τοῦ καθόλου, διόλου. καὶ Ὅμηροϲ· ἀμφοτέρω δὲ τένοντε καὶ ὀϲτέα λᾶαϲ ἀναιδὴϲ ἄχριϲ ἀπηλοίηϲε. καὶ Ἄχρικόρου. παροιμία ἦν, ὅτι ἄχρι κόρου ἐκεῖνοϲ ἀναίϲθητόϲ ἐϲτι. καὶ, οὗτοϲ ἄχρι κόρου ἐφενάκιϲεν.

4719 Ἄχρωμοϲ· ἦν δὲ ἡ ἐργαϲία αὐτοῦ ἄχρωμοϲ (τουτέϲτιν ἀναιδὴϲ)· [*](Σ) ἐπὶ πορνείου γὰρ ἐκαθέζετο. καὶ Ἀχρώματοϲ, ἀναιδήϲ.

[*](Anth.)

4720 Ἀχρυλίϲ, ἡ Φρυγίη.