Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Δ + E?)

3124 Ἀπείπατο. ἀπηρνήϲατο. ὁ δὲ τὴν πατρίδα ἀπείπατο καὶ [*](Hom.) Θούριοϲ ἀνερρήθη. καὶ Ἀπεῖπεν , ἀπηγόρευϲεν. ἀπεφήνατο. [*](E) ὁ δὲ ἀπεῖπεν ἅπαϲι μήτε ἄριϲτον αἱρεῖϲθαι μήτε ἀποδαρθεῖν μήιε [*](Rhet.) ἀποθωρακίϲαϲθαι τῶν πάντων οὐδένα. καὶ Ἀπειπεῖν, ἀντὶ τοῦ κελεῦϲαι μὴ πράττειν. Λυϲίαϲ ἐν τῷ κατὰ Κτηϲιφῶντοϲ· καὶ τοὺϲ μὲν τῶν ἄλλων Ἀθηναίων παῖδαϲ, ὧν οἱ πατέρεϲ βοηθήϲαντεϲ ὑμῖν ἔτι ζῶϲιν, ἀπειπεῖν ἐν τοῖϲ νόμοιϲ μήτε ἄδικον μήτε δίκαιον λέγειν. [*](Herp.) καὶ Ἀπειπεῖν, ἀντὶ τοῦ ἀποκαμεῖν καὶ ἀδυνατῆϲαι. ἢ Ἀπειπεῖν, [*](Hom.) ἀπαρνήϲαϲθαι. ἀποποιήϲαϲθαι φιλίαν. καὶ ἀπειπάμενοι τὴν χάριν [*](E) καὶ τὴν δωρεὰν διὰ τὸ γεγονὸϲ παραϲπόνδημα.

3125 Ἀπειτών: ἐντειλάμενοϲ. ἀπειπὼν μηδενὶ φράζειν τὸ γεγονόϲ. [*](Ε) καὶ Αἰλιανόϲ· ὀλίγοι μὲν ἀπεῖπον πεμφθῆναί οἱ τὸν θρίαμβον. [*](3116 δοτικῇ = Synt. Gud. ἀπιϲτεῖν Ba 116,8 (corrupt ) Αἰλιανόϲ sq fr. 120 3117 δοτικῇ =Synt. Laur. 3119 =Ambr. 2645 cf H. 3120 ἀπρεπέϲ Ba 115, 30, Σᵃ. B cf. Ambr. 2616 ἀπεικότωϲ =Ambx 2878 3121 =Ambr. 2565, H 3123 — καυχηϲταί sch. H 96 = Et. M 1216 cf. Ambr.2447 δοτικῇ =Synt. Gud. ἀπειλῶν, καυχώμενοϲ Ba 115, 32, Σ 3124 ἀπηρνήϲατο cf. B ἀπεῖπεν, ἀπηγόρευϲεν sch 1671 vs.21 ἀπειπεῖν πράττειν Bk.216,27 Dysiae fr.152 vs. 25 ἀπειπεῖν — ἀδυνατῆϲαι Harp. = Ba 116, 7 cf. An. Ox. 2,490,5 vs. 25. 26 ἀπειπεῖν, ἀπαρνήϲαϲθαι sh. 1 309 cf. Harp., Ba 116, 8 3125 ἀπειπών —γεγονόϲ fort. Aelian. ὀλίγοι —θρίαμβον Aelian. fr.120) [*](3115 Z 261: fin. cf. 3202 3116 Aelian. cf. v. ἐνέκρινον 3117 ἀπιθῶ sq ex 8204 3119 Z 250 3120 cf v. οὐκ ἀπεικόϲ 8124 ἀπηρνήϲατο cf. 3168 ἀπηγόρευϲεν cf. 3125, 2880, 3498) [*](A(GITFVSM))[*]( 4 ἀπιϲτεῖν om. GIT 3117 om. G GT mg.A Ἀπειθῶ, πιθῶ δέ nec plura S 2 δοτικῇ om. F ss. AM διά AP om. lM ἀπιθῶ P πιθῶ rell. 10 ἕϲπετο] ἔπερ A 16 καυχηϲταί] καυχηταί sch., Zon. 238 3124 inc. V 25 ἀπειπεῖν pr. ἀπειθεῖν V ἀδυνατῆϲαι] ἀδυνατήϲαϲ A 22 ὀλίγοι] ὀλίγου A V)

281
ἢ Ἄπειπών, ἀποκαμὼν, ἀπαγορεύϲαϲ. ὀρρωδοῦντεϲ, μή τιϲ αὐτῶν ἀπειπιὼν τοῖϲ παροῦϲι, κίνδυνον ἀναρρίψαϲ ὑπαναφῆναι δυνηθῇ [*](Ε) τρίτοϲ, ὅϲπερ ἔμελλε δικαιώϲειν αὐτούϲ.

3126 Ἀπειπών. ἀπαρνηϲάμενοϲ, παραιτηϲάμενοϲ. οὐκ ἂν ἔφηϲεν [*](Δ + Ε) ἅψαϲθαι τροφῆϲ, εἰ μὴ τὸν φόνον τὸν βαρβαρικὸν ἱϲτορήϲειεν. ὁ δὲ ἀπειπὼν τὴν εὐωχίαν ϲυνηπείγετο πρὸϲ τὴν θέαν.

3127 Ἀπείραϲτον.

3128 Ἀπείρατον: ἀδοκίμαϲτον. οὐκ ἀπείρατον αὐτῷ ἔδοξεν ἐκλιπεῖν, εἴ πη Ὀϲρόηϲ γνωϲιμαχήϲαϲ ἀποδύϲεται τοῖϲ ἐκ Ῥωμαίων τε [*](Ε) καὶ ἑαυτοῦ ξὺν δίκῃ ἀξιουμένοιϲ.

3129 Ἀπειργάϲθαι. ἀντὶ τοῦ ἀποδεδεῖχθαι. Ξενοφῶν.

[*](Σ)

3130 Ἀ πειραίη. ἡ ἄποθεν παροῦϲα, ἠπειρωτική.

[*](Δ)

3131 Ἀπειρέϲια: ἄπειρα τῷ πλήθει.

[*](Σ)

3132 Ἀ ππείρηκα· δοτικῇ. κέκμηκα. ὁ δὲ ἀμφὶ τὴν ἐϲχάτην πορείαν [*](Σ) τοῦ βίου ὢν ἐγεγηράκει καὶ ἀπειρηκέναι τοῖϲ πόνοιϲ ἐδόκει. [*](Σ) καὶ αὖθιϲ· διά τοι τοῦτο ἀπειρήκαϲι Μῆδοι τῶν εἰρηναίων ϲπονδῶν, καὶ [*](ΕL) πάλιν αὐτοῖϲ ἀναζωπυροῦται τὸ φιλοπόλεμον. καὶ Ἀπειρήκει, [*](Σ) ἀπειρήκειν, ἀπηγορεύειν· ἔϲτι γὰρ καὶ α πρόϲωπον. καὶ Ἀπειρηκυῖα, [*](Δ) ἀπαγορεύϲαϲα, καὶ Ἀπειρήκεϲαν.

3133 Ἀ πείρητοϲ. ὁ ἀπείραϲτοϲ, ὁ ἄπειροϲ. Ἀπείριτοϲ δὲ ἡ [*](Δ) ἄπειροϲ καὶ πολλή.

3134 Ἀπεῖρξεν: ἐκώλυϲεν.

3135 Ἀπειροκαλία. ἀμετρία τοῦ καλοῦ. οἱ δὲ Ῥωμαῖοι ἤδη [*](Δ) κεκρατηκότεϲ ἐπηρμένοι ἦϲαν εἰϲ ἀπειροκαλίαν, καὶ τὰϲ ϲφῶν αὐτῶν [*](Ε) ἐξἐτεινε δυνάμειϲ ἀνὰ τὴν ἐκείνου Λιβύην. καὶ αὖθιϲ· ἀλλ’ εἰ μὴ λίαν ἀπειρόκαλοϲ, ὡϲ διαβεβοημένα ἐπιδιηγούμενοϲ.

3136 Ἄπειροϲ. ὁ ἀμαθήϲ. ἢ ὁ ἀθαλάττωτοϲ, ἀϲαλαμίνιοϲ. Ἀλριϲτοφάνηϲ. [*](Δ) διὰ τὴν περὶ Σαλαμῖνα ναυμαχίαν. ἤ ὅτι ἡ ἑτέρα τῶν ὑπ [*](A) ηρετίδων νεῶν ἐκαλεῖτο Σαλαμινία, ἡ δὲ ἑτέρα Πάραλοϲ.

[*](3126 παραιτηϲάμενοϲ cf H v. ἀπείπαντο 3128 οὐκ sq Arr. Parth. p. 30 R. 3129 = Ba116,1; Χen. Cyr. 8, 8, 27 3130= Ambr. 2562, sch. η 8 ἠπειρωτική R 3131 = Ba 116, 3. Σa, H, Ap. S. 38,12, Et. M. 120, 34 3132 κέκμηκα = Ba 116, 4, 7 ὁ —ἐδόκει Agath. 5, 14, p. 306 διά —φιλο πόλεμον Th. Simoc. 3, 15, 9 = EL. 481.6 — 7 ἀπειρήκει — πρόϲωπον= Ba. 116, 5, ἀπειρηκυῖα, ἀπαγορεύϲαϲα= Ambr. 2560 3139 ἄπειροϲ =B. cf. Ambr. 2415, sch. M 304; πολλὴ =Ambr. 2561 cf. 2414, Zon. 239 3134 =Ambr. 2749, B 3135 — καλοῦ aliter Ambr. 2594 ἀλλ’ sq. fort. Dam. 3136 — ἀμαθήϲ =Ambr. 2430 a cf. 2415, Et M. 120, 45 ἀθαλάττωτοϲ sq. sch. Ar. Ran. 204)[*](3126 παραιτηϲάμενοϲ cf. 3380 3128 ἀδοκίμαϲτον Z253; Arr. cf v. 359 3131 cf. 3040 3132 Simoc. cf v. μετριοπαθεῖν)[*](3 τρίτοϲ] τρίτον 6 GM τρίτοϲον IT ὅϲπερ A G GM ὥϲπερ IF V ὅϲονπερ T A(GITFVM) ἔμελλε] ἔμενε 3127 ex GM 10 ἑαυτοῦ AF αὐτοῦ rell. 17 ἀναζωπυροῦται] ἀναζωπυροῦϲαι A ἀναζωπυρεῖται M καί —19 ἀπειρήκεϲαν om. V 18 ἀπειρήκειν post πρόϲωπον M ἀπηγορεύειν om. TM γάρ] δέ M. A cf. Ba, Σa, πρῶτον rell. 19 καὶ ἀπειρήκεϲαν om. F 20 ἀπείραϲτοϲ] ἀπέραϲτοϲ M 24 εἰϲ om. A 25 ἐξέτεινε APV ἐξέτεινον G Τ ἐξέτειναν lM. δυνάμειϲ] δυνάμει A εἰ μή] εἰμι F)
282
[*](Prov.)

3137 Ἄπειροι γῦπεϲ. ἐπὶ τῶν διὰ κληρονομίαν ἢ διὰ κέρδοϲ προϲεδρευόντων τινί· παρόϲον οἱ γῦπεϲ τοῖϲ θνηϲιμαίοιϲ παρεδρεύουϲιν.

[*](Σ)

3138 Ἄπειϲιν: ἀπέρχεται.

[*](Σ)

3139 Ἀπείϲομαι. ἀντὶ τοῦ ἄπειμι.

[*](Δ)

3140 Ἀπεῖχε. πόρρω ἦν. ὅϲον δὴ ἀπεῖχε τοῦ ἐκπεπλῆχθαι βαϲιλέα [*](Ε) τε καὶ ὄγκον, ἐδήλου τῷ μηδὲ ὀφθαλμῶν ἄξια ἡγεῖϲθαι τὰ τοιοῦτα.

3141 Ἀπἠγγέλη: ἐμηνύθη.

3142 Ἀππῆγεν: ἐκώλυεν, ἀπέτρεπεν. Δαμάϲκιοϲ· ὁ δὲ Σαλούϲτιοϲ ἀπῆγε τοὺϲ νέουϲ τῆϲ φιλοϲοφίαϲ, δυοῖν τὰ ἕτερα πεπονθώϲ, ἡ πρὸϲκρούϲων τοῖϲ καθηγουμένοιϲ, ἔχθρᾳ τῇ πρὸϲ ἐκείνουϲ ἐπιβουλεύων ταῖϲ φιλοϲόφοιϲ διατριβαῖϲ, ἢ τὸ μέγεθοϲ τοῦ ἐπιτηδεύματοϲ ἐκλογιζό- μενοϲ, οἴεϲθαι πάνταϲ ἀνθρώπουϲ ἀναξίουϲ εἶναι αὐτοῦ.

[*](Δ)

3143 Ἀπηγμένουϲ: ἀπαγομένουϲ.