Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Σ)

2183 Ἀνδροκταϲιάων: ἀνδροφονιῶν.

[*](Σ)

2184 Ἀνδροληψία ψία καὶ Ἀνδρολήψιον: ἐὰν ἔξω τῆϲ Ἀττικῆϲ ἀνὴρ Ἀθηναῖοϲ ἐτελεύτηϲε, καὶ μὴ ἐξεδίδοϲαν οἱ ἐν ἐκείνη τῇ πόλει, ἐν ᾗ τὸ ἔργον ἐπράχθη, τὸν δοκοῦντα ἐν τῇ αἰτίᾳ εἶναι, ἐφεῖτο ἐκ [*](2168 — ψυχῆϲ fort. Dam. ἀνδρεία sq. cf. Ambr. 2049a 2169 cf. Boisson. An. 1, 398 2170 aliter Ambr. 2291 2171 — μαϲϲῶνται Ar. Pac. 1307—10 ἀνδρικώτεροι cf. Ambr. 1940, 1955 2172 ═ Zen. I 87 2178 ═ Macar. II 14 cf. Cohn Z. d. Par 74, fr. com. ad. 434 2174 cf. Ambr. 1978 2175 ἀνδροβόρων alt.—ϲκυλάκων Anth. 7, 206, 1—2 2177 ἄνανδροϲ — ἑρμαφρόδιτοϲ gl. Hdt. 4, 67 ἀνδρογύνων sq. ═ P, Ba 86, 15 2178 cf. H 2181 ═ Ambr. 1846 2182 ═ P, H; fr com. ad. 931 2183 ═ P, Ba 86, 16, H, sch. Ε 909 2182 ═ p. 197, 2 ἐκαλεῖτο cf. Bk. 213, 30, Psellos PG 122, 1020 c; πρόϲ —p. 197, 5 ἀνδρολήψιον Dem. 23, 84) [*](2168 Z 183; sch. Dem. ed. 1570 p. 63 2170 Z 208 2171 Ar. cf. v. ϲμώχετε 2172 cf. v. πράγματα 2174—5 Z 169 2175 cf. 1034, 1292 2178 Eust. O. 1573, 29; Z 170 2180 hinc v. Φιλαδελφέωϲ 2184 sch. b in Dem 23, 82; Z 189) [*](A(GITFSM))[*]( 2169 ex A mg., IM 6 ϲμώχετ᾿ AFS ϲμώλλετ᾿ ITM ϲμώλετ᾿ G 8 ἀνδρειότεροϲ] ὁ ἀ. A 15 διά—16 μέτρον om. FT mg. ASM post 2176 GI 21 Ἀνδρόδομοϲ] Ἀνδρόδρομοϲ S ante 2181 Ἀνδροκλείδηϲ add. S)

197
τοῦ νόμου τρεῖϲ τῶν ἐκείνῳ ὑπόντων ἄγειν εἰϲ Ἀθήναϲ δίκην ὑφέξονταϲ τοῦ φόνου· καὶ τοῦτο ἀνδρολήψιον ἐκαλεῖτο. Δημοϲθένηϲ ἐν τῷ κατὰ Ἀριϲτοκράτουϲ· πρὸϲ δὲ τούτοιϲ ὁ νόμοϲ, ἐὰν μήτε δίκαϲ ὑπόϲχωϲι, παῤ οἷϲ ἂν τὸ πάθοϲ γένηται, μήτε τοὺϲ δεδρακόταϲ ἐκδιδῶϲι, κελεύει κατὰ τούτων εἶναι μέχρι τριῶν τὸ ἀνδρολήψιον. Ἀνδροληψία οὖν τὸ ἁρπάζειν ἄνδραϲ ἔκ τινοϲ πόλεωϲ· ἠνεχύραζον [*](Harp.) γὰρ τὴν ἔχουϲαν πόλιν τὸν ἀνδροφόνον καὶ μὴ προϊεμένην αὐτὸν εἰϲ τιμωρίαν. καὶ τοῦτο ἐκαλεῖτο ἀνδροληψία.

2185 Ἀνδρόμαχοϲ, Νεαπολίτηϲ ἐκ Συρίαϲ, ϲοφιϲτὴϲ, υἱὸϲ Ζωνᾶ ἢ [*](Hesy.) Σαβίνου, παιδεύϲαϲ κατὰ Νικομήδειαν ἐπὶ Διοκλητιανοῦ βαϲιλέωϲ.

2186 Ἀνδρομέοιο: ἀνθρωπείου κρέατοϲ.

[*](Hom.)

2187 Ἀνδρόπαιϲ: ὁ ἢδη ἀνδρούμενοϲ παῖϲ.

[*](Σ)

2188 Ἀνδροπλήθεια: πλῆθοϲ ἀνδρῶν.

[*](Δ)

2189 Ἀνδροϲάθων: μεγάλα ἔχων αἰδοῖα.

[*](Σ)

2190 Ἀνδρὸϲ γέροντοϲ ἀϲταφὶϲ τὸ κρανίον: ἀπὸ μέρουϲ. [*](Prov.) ἐπὶ τῶν μηδαμοῦ χρηϲιμευόντων, παρόϲον ὅλον τὸ ϲῶμα ἀϲθενέϲ. καὶ, Ἀνδρὸϲ γέροντοϲ αἱ γνάθοι βακτηρίαι, ἐπὶ τῶν πρὸϲ τὸ γῆραϲ πολλὰ ἐϲθιόντων. καὶ, Ἀνδρὸϲ γέροντοϲ μήποτ᾿ ἐϲ πυγὴν ὁρᾶν, ἐπὶ τῶν πρὸϲ ἔνια μὴ χρηϲίμων. καὶ, Ἀνδρὸϲ κακῶϲ πράϲϲοντοϲ ἐκποδὼν φίλοι, ἐπὶ τῶν ἐν τοῖϲ κακοῖϲ μηδεμίαν εὑριϲκόντων παρὰ τῶν φίλων ὠφέλειαν.

2191 Ἀνδροτίων, Ἄνδρωνοϲ, Ἀθηναῖοϲ, ῥήτωρ καὶ δημαγωγὸϲ, [*](Hesy.) μαθητὴϲ Ἰϲοκράτουϲ.

2192 Ἀνδροφόνοϲ: οὕτωϲ λέγεται κὰν γυναῖκά τιϲ κτείνῃ.

[*](Σ?)

2193 Ἄνδρων· εἷϲ ἦν τῶν υ΄.

[*](Harp.)

2194 Ἀνδρῶνα: οἶκον, ἔνθα οἱ ἄνδρεϲ εἰώθαϲιν ἀθροίζεϲθαι. [*](Σ) Ἀριϲτοφάνηϲ· τὰ δικαϲτήρια καὶ τὰϲ ϲτοὰϲ ἀνδρῶναϲ πάντα ποιήϲω.

[*](Ar.)

2195 Ἀνδρώνιοϲ ὄνοϲ: ἐπὶ τῶν παμμεγέθη καὶ νωθρὰ ϲώματα [*](Prov.) ἐχόντων· ἢ διὰ τὸ ἐκεῖϲε παμμεγέθειϲ καὶ νωθρούϲ ὄνουϲ γίνεϲθαι.

2196 Ἀνδρωνῖτιϲ· καὶ τὸ λεγόμενον, ἐκνεύϲαϲ τὴν ἀνδρωνῖτιν εἰϲ [*](Ε) τῆν γυναικωνῖτιν κωμάϲαι· διὰ τὸ δοκεῖν τὸν ϲτρατηγὸν βραχεῖ χρόνῳ πρότερον ὑπὸ τῶν Λυϲιτανῶν ἠλαττῶϲθαι.

[*](2184 vs. 6 ἀνδροληψία sq. Harp. ═ P, Ba 86, 19 2186 cf. sch. P 571 Υ 100 ═ Ba 86, 17, H; Ambr. 2101 2187 ═ P cf. H 2188 l. ═ Ambr. 2052 2189 ═ Ba 86, 24, Eust. O. 1968, 43, P, H; fr. com. ad. 932 2190 — ἀϲθενέϲ Zen. I 96; vs. 17 ἀνδρόϲ—19 χρηϲίμων Diogen. I 78 et 86; vs. 19 ἀνδρόϲ sq. ═ Zen. I 90; Soph. fr. 667 2193 Harp. ═ Ba 86, 23 2194 — ἀθροίζεϲβαι ═ P, Ba 86, 18 cf. Ambr. 1859 τά sq. Ar. Eccl. 677 2195 ═ Philol. Suppl. 6, 259, n. 156 2196 Polyb. fr. 110 cf. 35, 2, 2)[*](2187 cf. 2706 2189 hinc v αἰδοῖον. 2190 l. cf. 4223; ἀνδρὸϲ κακῶϲ—φίλοι cf. v. ἐκποδών et v. οἰκονομῶ 2195 cf. 2768 2196 cf. v. κωμάϲαι)[*](1 ἐκείνῳ] ἐκείνου S Bk. ὑπόντων] εἰπόντων A πολιτῶν Bk. 11 Ἀνδρομέοιο] A(GITFSM) Ἀνδρομένοιο S cf. Hes. 16 μηδαμοῦ] μηδαμῇ GIT 17 αἱ γνάθοι βακτηρίαι SM ac Paroem. ἡ γνάθοϲ βακτηρία rell. 24 κἄν] κἂν καί GIT 27 πάντα] πάνταϲ FS 28 ὄνοϲ] ὄνομα GT 31 ϲτρατηγόν] ϲτρατόν A βραχεῖ χρόνῳ] βραχὺν χρόνον SM)
198
[*](Δ)

2197 Ἀναία: πόλιϲ.

[*](Σ)

2198 Ἀναιδέϲ: τὸ θραϲὺ βλέπειν. καὶ Ἀναίδην, ἀθρόωϲ, ϲφοδρῶϲ, [*](Δ) ἀπηρυθριαϲμένωϲ. καὶ Ἀναιδῶϲ: ἀναιϲχύντωϲ. καὶ Ἀναιδήϲ, καὶ Ἀναίδεια, ἡ ἀναιϲχυντία.

[*](Ε)

2199 Ἀνεμάξατο· πάντα ὅϲα ἔδραϲεν ἀνεμάξατο καὶ ἔτιϲε τῇ ἑαυτοῦ κεφαλῇ. οὕτωϲ Αἰλιανὸϲ ἐν τῷ Περὶ θείων ἐναργείων.

[*](ΣΔ)

2200 Ἀναίμονεϲ: ἀναίματοι. καὶ Ἄναιμοϲ, ὁ μὴ ἔχων αἷμα. [*](Σ) καὶ Ἀναιμωτὶ, ἄνευ αἵματοϲ. καὶ Ἀναίμονι δίψῃ, τουτέϲτιν [*](Metaphr.) ἀγγελικῇ· αἷμα γὰρ οὐκ ἔχουϲιν οἱ ἄγγελοι, καθὸ οὐδὲ ἐϲθίουϲι. περὶ τοῦ ἁγίου Δανιὴλ φηϲιν ὁ Λογοθέτηϲ εἰϲ ἐπίγραμμα δῆθεν τοῦ κίονοϲ αὐτοῦ.

[*](Harp.)

2201 Ἀναίνεϲθαι: κοινῶϲ μὲν τὸ ἀρνεῖϲθαι, ἰδίωϲ δὲ ἐπὶ τῶν κατὰ [*](Σ) τοὺϲ γάμουϲ καὶ τὰ ἀφροδίϲια. καὶ Ἀναίνομαι, ἀπαρνοῦμαι, προΐεμαι.

[*](Harp.)

2202 Ἀναιρεθείϲ: ἀντὶ τοῦ ἀναληφθείϲ. οὕτωϲ ἰϲοκράτηϲ. καὶ [*](Σ) Ἀναιρεῖν, τὸ ἐν γαϲτρὶ ϲυλλαβεῖν, καὶ τὸ τεχθὲν ἀνατρέφειν, κοὶ [*](Ε) τὸ φονεῦϲαι, καὶ τὸ ἀναλαβεῖν. ὁ δὲ καθεὶϲ τὴν χεῖρα εἰϲ τὴν [*](Σ) πήραν ἀναιρεῖται τὴν ἐπιϲτολήν. καὶ ἔτι τὸ ἀπολλύναι, καὶ τὸ [*](Δ) αἴρειν ἢ προϲενέγκαϲθαι. καὶ Ἀναίρεϲιϲ, ἡ ἀνάληψιϲ. ὁ δὲ [*](Ε) τὴν πανοπλίαν ἔρριψεν εἰϲ ἀναίρεϲιν τῷ βουλομένῳ. καὶ Ἀναιρεῖται, [*](Ε) λαμβάνει. ὁ δὲ ἀναιρεῖται τὸ μεῖζον μέροϲ τοῦ κρεαδίου. καὶ Ἀναιρεῖϲθαι, ἀναδέχεϲθαι, ἀναλαμβάνειν. τῷ Σκιπίωνι ἦν [*](EL) τὰ διωμολογημένα πρὸϲ Καρχηδονίουϲ, ὁμήρουϲ ϲφᾶϲ δοῦναι καὶ τοὺϲ ἐλέφανταϲ καὶ τὰϲ τριήρειϲ καὶ μήτε καταλόγουϲ ποιεῖϲθαι μήτε μιϲθοφόροιϲ χρῆϲθαι μήτε πόλεμον πρὸϲ μηδένα παρὰ τὴν τῶν Ῥωμαίων [*](Ε) γνώμην ἀναιρεῖϲθαι. καὶ αὖθιϲ· οὐ τὴν τυχοῦϲαν πρόνοιαν ἐποιοῦντο Ῥωμαῖοι τοῦ μὴ κατάρχοντεϲ φαίνεϲθαι μήδ’ ἀναιρούμενοι τοὺϲ πολέμουϲ. [*](Hdt.) καὶ Ἡρόδοτοϲ Ἀναιρεόμενον ἀντὶ τοῦ ἐν γαϲτρὶ ϲυλλαμβανόμενον. καὶ Ἀναιρούμενοι, ἀναλαμβανόμενοι, ἐπιχειροῦντεϲ.

[*](2198 — βλέπειν cf. P, Phryn. 14, 6; ἀναίδην— ἀπηρυθριαϲμένωϲ ═ Bk. 214, 25 Ba 82, 30, P ἀναιδῶϲ, ἀναιϲχύντωϲ ═ Ambr. 2327; ἀναίδεια sq. ═ Ambr. 2048 cf. sch. Α 149 ═ H 2199 Aelian. fr. 21 2200 — ἀναίματοι ═ P, Σc ἄναιμοϲ—αἷμα ═ Ambr. 1834 ἀναιμωτί—αἵματοϲ ═ P, Ba 82, 31, sch. ϲ 148 cf. Ambr. 2341 ἀναίμονι δίψῃ Metaphr. PG 116, 996b (cf. Rev. ét. gr. 9, 223 sq.) 2201 — ἀφροδίϲια Harp. ═ P ἀναίνομαι sq. ═  P, Ba 82, 32 cf. Ambr. 2161 2202 — Ἰϲοκράτηϲ (5, 66) Harp. ═ An. Ox. 2 489, 14, P ἀναιρεῖν—ἀναλαβεῖν + καὶ ἔτι — προϲενέγκαϲθαι ═ Ba 83, 1, P cf. H; φονεῦϲαι cf. Ambr. 2260, 2136 vs. 16 ὁ—17 ἐπιϲτολήν Eunap. fr. 52 FHG 4, 37 vs. 20 ὁ— κρεαδίου Iambl. Rh. Mus. 45, 279 τῷ Σκιπίωνι— vs. 25 ἀναιρεῖϲθαι Cass. D. 17, 82 ═ EL 412. 21 — 30 οὐ— πολέμουϲ Polyb. fr. 99 ἀναιρεόμενον—ϲυλλαμβανόμενον gl. Hdt. 6, 69)[*](2199 hinc 2253 2201 cf. v. χαρίζεϲθαι 2202 Z 208, 183; ἀνατρέφειν cf. 2248; ἀναλαβεῖν cf. 2433; Eunap. cf. v. καθείϲ. Polyb. fr. 99 cf. 1678, v. ἔμβαινε, v. πέλαϲ)[*](A(GITFSM))[*]( 2197 om. F 2199 hic propter antistoechiam 3 ἀναιϲχύντωϲ —4 ἀναιϲχυντία] ἀνέδην δὲ ἀντὶ τοῦ ἄνω(?) τὸ ἔδοϲ ἤγουν φανερῶϲ S 5 ἔτιϲε] ἔϲτι ϲε A αἴτηϲε F 8 καὶ ἀναίμονι —10 αὐτοῦ om. TF mg. AM, ante gl. G, post vs. 7 ἀναίματοι S καί alt. om. Gl 24 τῶν om. AF 26 πολέμουϲ] πολεμίουϲ FS)