Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Δ)

162 Ἀγγαρεία· λίαν ἀγγάρων ἡμιόνων. καὶ Ἄγγαροϲ· ἐργάτηϲ, [*](Σ) ὑπηρέτηϲ, ἀχθοφόροϲ· ὅθεν ἀγγαρείαν ἀνάγκην ἀκούϲιον λέγομεν καὶ ἐκ βίαϲ γινομένην ὑπηρεϲίαν.

[*](152 ═ P, Ba 7, 22; Men. com. fr. 453 153 ═ P, Ba 7,16 154 —μονογενέϲ ═ P, Ba 7,17, cf. H, sch. Z 401 155 Corinth. 1, 13, 4 150 Philostorg. II 8a 157 Dam. fr. 164 158 Dam. fr. 298 159 ═ Ambr. 338 161 cf. An. Ox. 4, 215, 12 —14, Synt. Gud. 587, Synt. Laur., Vind. 113; ἀγαπῶν —ἀγαθοῖϲ Lys 2, 21; ἀγαπήϲειϲ sq. Deut. 6, 5 162 Ἀγγαρεία cf. Ambr. 278 ἄγγαροϲ sq. ═ Σc, Ba 7, 30, P cf. H)[*](153 Z 31 154 cf. Z 14 155 cf v. περπερεία 157 hinc v. ἐπιβολή et v. δυϲεπήβολοϲ)[*](A(GITSM))[*]( 1 φιλοφρόνηϲιν A Ba Photii ms. ab ac, φιλοφροϲύνην rell. Photii ms. b ec 6 οὕτω —8 ϲτρατιᾶϲ om. S 8 ϲτρατιᾶϲ] ϲτρατείαϲ M 155 om. GS mg. AI post 158 T 9 ἡ om. M 11 ἐπίϲκοποϲ Συνάδων] ϲημειοφόροϲ G id. add. mg. I (T) 13 μεταϲτάϲειϲ] μετάγων S 15 πυνθάνεϲθαι | μανθάνειν SM πρόϲ] παῤ SM 17 Μαρίνῳ SM Μαρίνων Al cp. G φιλομαθείᾳ AGI φιλομαθίᾳ TM προβολῇ] προϲβολῇ S 160 om. S mg. A 25 ἀγαπῴην om. GIT καί] δὲ καὶ τό M 161 om. SM mg. A 26 ἀγαπῶν A ἀγαπῶ GIT 28 λίαν— ἡμιόνων ex GIT)
21

163 Ἄγγαροϲ· καὶ Ἀγγαρεία, ἡ δημοϲία καὶ ἀναγκαία δουλεία.[*](Δ) ὥϲπερ γάρ τι αὐτῷ πάρεργον τὸ ἐϲθίειν τῆϲ φύϲεωϲ αὐτὸν ἀγγαρευομένηϲ [*](Ε) περὶ τὰ βρώματα ἐφαίνετο εἶναι.

164 Ἄγγαροϲ: οὕτωϲ ἐκάλουν οἱ Πέρϲαι τοὺϲ βαϲιλέων ἀγγέλουϲ. πέμπει τῶν πιϲτοτάτων ἄγγαρον παρὰ τὸν Βαβυλώνιον διὰ Παρϲώνδην [*](ΕV) τὸν ἄριϲτον.

165 Ἄγγαροι: οἱ ἐκ διαδοχῆϲ γραμματοφόροι. οἱ δὲ αὐτοὶ καὶ ἀϲτάνδαι. τὰ δὲ ὀνόματα Περϲικά. Αἰϲχύλοϲ Ἀγαμέμνονι· φρυκτὸϲ δὲ φρυκτὸν δεῦρο ἀπ᾿ ἀγγάρου πυρὸϲ ἔπεμπε. τίθεται τὸ ὄνομα καὶ ἐπὶ τῶν φορτηγῶν καὶ ὅλωϲ τῶν ἀναιϲθήτων καὶ ἀνδραποδωδῶν. καὶ τὸ Ἀγγαροφορεῖν ἐπὶ τοῦ φορτία φέρειν. καὶ Ἀγγαρεύεϲθαι καλοῦϲιν ὥϲπερ ἡμεῖϲ νῦν τὸ εἰϲ φορτηγίαν καὶ τοιαύτην τινὰ ὑπηρεϲίαν ἄγεϲθαι. Μένανδροϲ καὶ τοῦτο ἐν τῷ Σικυωνίῳ παρίϲτηϲιν· ὁ πλέων κατήχθη; κρίνεθ᾿ οὗτοϲ πολέμιοϲ. ἐὰν ἔχῃ τὶ μαλακὸν, ἀγγαρεύεται.

166 Ἀγάϲαιτο: θαυμάϲειεν. καὶ Ἄγαϲθαι παῤ Ὁμήρῳ ἐπὶ τοῦ [*](Σ) θαυμάζειν καὶ φθονεῖν.

167 Ἀγαϲθέντοϲ: ἐκπλαγέντοϲ, θαυμάϲαντοϲ. τοῦ δὲ ἀγαϲθέντοϲ [*](Ε + x) ἐπὶ τῇ προαιρέϲει. καὶ Ἀγαϲθείϲ. ὁ δὲ ἀγαϲθεὶϲ ἐπί τε τῇ πόλει [*](Ε) καὶ τοῖϲ ἀνθρώποιϲ ἐπέμενε τρεῖϲ ἡμέραϲ.

168 Ἀγαϲθῶ τινι: ἀντὶ τοῦ θαυμάϲω τινά. Ξενοφῶν· ὅταν τινὶ [*](Σ) ἀγαϲθῶ τῶν ϲτρατιωτῶν.

169 Ἀγαϲικλῆϲ: ὄνομα κύριον. ὃϲ λέγεται Ἀλιμουϲίνοιϲ ϲυνδικάϲαι [*](Harp.) καὶ διὰ τοῦτο ξένοϲ ὢν ἐγγραφῆναι τῇ πολιτείᾳ.

170 Ἀγάϲματα: ϲεβάϲματα, ἃ ἄν τιϲ ἀγάϲαιτο. Σοφοκλῆϲ κέχρηται.

[*](Σ)

171 Ἀγάϲτονοϲ: πολυϲτένακτοϲ.

[*](Σ)

172 Ἀγάϲτορεϲ: ἀδελφοὶ, ὕμαιμοι, δίδυμοι. οἱ ὁμογάϲτορεϲ.

[*](Δ Etym)

173 Ἀγαϲτόϲ: θαυμαϲτόϲ.

[*](Σ)

174 Ἀγάϲτου: θανάτου.

[*](Σ)

175 Ἀγαυρίαμα: ἔπαρμα.

[*](Σ)

176 Ἄγαυροϲ: ὁ κομψόϲ· οἱ δὲ κακόϲ· ὑπὸ Ἰώνων δὲ ἄποροϲ, ὑπὸ δὲ Ἀττικῶν τρυφερόϲ.

[*](163 δουλεία ═ H, Et M. 7, 23 ὥϲπερ sq. Proc. h. a. 13, 29 164 ἀγγέλουϲ cf. Et. M. 7, 24 πέμπει sq. Nic. Dam. fr. 4 F Gr Hist 2A 333 ═ EV 1 332. 31 165 ═ P, Ael. D. fr. 6 ex Eust. O. 1854, 27, cf. Ba 8, 8, 11, Et. M. 6, 44; 7, 17, 20, H, Sueton. ap. Ps. Herodian. 289, Miller, Mél. 397, 422 Aesch. Ag. 269, Men. com. fr. 440. 166 — θαυμάϲειεν ═ P, Ba 7, 20 ἄγαϲθαι sq. cf. Apion, Ap. S. 4, 32 167 τοῦ—προαιρέϲει cf. Polyb. 39, 3, 10 168 ═ P, Ba 7, 27; Xen. Cyr. 2, 4, 9 169 Harp. ═ P, Ba 12, 22; — κύριον ═ Ambr. 176 170 ═ P, Ba 8, 21, cf. H; Soph. fr. 885 171 ═ P, Ba 7, 26 Ambr. 157 cf. H 172 — δίδυμοι cf. H οἱ sq. cf. Et. M. 6, 20 178—4 cf. P, Ba 7, 21, H 175 ═ P, Ba 8, 6 cf. H, Et. Gud. 176 cf. Et. M. 6, 30, H)[*](165 hinc 4220, Z 17, 36 169 cf. 123 173—4 Z 14 174 Eudem.)[*](2 αὐτόν M Proc. αὐτῶν AGIT ἀγγαρευομένηϲ AGIT Proc. ἀγγαρευούϲηϲ A(GITSM) M 5 τόν] τῶν A Παρϲώνδην A1G Nic. cf. v. et v. ϲφόδρου, Περϲώνϲην A2ITM 14 κρίνεθ᾿ M cf. Phot. κρίνεϲθ᾿ GIT κρίνε A 19 τρεῖϲ] γῆν A1 corr. A2 26 ὅμαιμοι om. S Hes. οἱ ὁμογάϲτορεϲ ex GIT 28 θανάτου omnes Zon. Eudem. (ad Xen. Hell. 2, 3, 56 rettulit Porson), θαυμαϲτοῦ Phot. Ba 30 οἱ—31 τρυφερόϲ om. S)
22
[*](Suid.)

177 Ἄγβαροϲ: ὄνομα κύριον. ὁ τῆϲ Ἐδέϲϲηϲ βαϲιλεύϲ. ζήτει ἐν τῷ Αὔγαροϲ.

[*](Δ)

178 Ἀγαίομαι: φθονοῦμαι. καὶ Ἀγαῖοϲ, ὁ ἐπίφθονοϲ.

[*](Δ)

179 Ἀγγαῖοϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Σ)

180 Ἄγε δῆτα: φέρε, κόμιζε, δεῦρο. καὶ ἐπίγραμμα εἰϲ Διογένην [*](Anth.) τὸν Κύνα· Διόγενεϲ, ἄγε, λέγε, τίϲ ἔλαβέ ϲε μόροϲ ἐϲ Ἄϊδοϲ; ἔλαβέ με κυνὸϲ ὀδάξ. τὸ δὲ ἐπίγραμμα διὰ βραχέων.

[*](Σ)

181 Ἀγέλαϲτα: τὰ μὴ γέλωτοϲ ἄξια, ἀλλ᾿ ἀγανακτήϲεωϲ.