Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
1182 Ἄληκτα: τὰ ἀμέριϲτα μέν, κοινὰ δὲ πρόϲ τινα ὄντα, πρινὴ [*](Rhet.) διανεμηθῆναι, ἄληκτα λέγεται.
1183 Ἀληλεϲμένον· Θουκυδίδηϲ· ϲῖτόν τε ἀληλεϲμένον τὸν βουλόμενον [*](Ε) ἀργυρίου πολλοῦ ὠνήϲαϲθαι. καὶ Ἀληλεϲμένον βίον [*](Σ) οἱ μὲν ἐπὶ τῶν βαλανίτῃ βίῳ χρωμένων ἐδέξαντο, οἱ δὲ ἐπὶ τῶν ἀταλαιπώρωϲ βιούντων, οἷον κατειργαϲμένον, πρὸϲ τροφὴν ἕτοιμον. καὶ [*](Prov.) Ἀληλεϲμένοϲ βίοϲ, ἐπὶ τῶν ἐν ἀφθονίᾳ τῶν ἐπιτηδείων ὄντων. ἄλλη δὲ παροιμία φηϲίν· οὐ γὰρ ἄκανθαι. ἔοικε δὲ ὑπομιμνήϲκειν τὴν τοῦ βίου μεταβολήν, ἀγρίου καὶ ἀκανθώδουϲ πρότερον ὄντοϲ, πρὶν ἐπιμέλειαν τῆϲ γῆϲ καὶ τῶν ϲπερμάτων γενέϲθαι. ὅθεν ἀπὸ τῆϲ ὕϲτερον ἐπιμελείαϲ ῥηθῆναι τὸ ἀληλεϲμένον βίον.
1184 Ἁλικαρναϲεύϲ.
[*](Suid.)1185 Ἀληλιμμένοϲ: ἐκ τοῦ ἀλείφω.
[*](Δ)1186 Ἁλληλούϊα: αἰνεῖτε τὸν κύριον παρ· Ἐβραίοιϲ, ἤτοι τὸν ὄντα.
1187 Ἀλληλουχία: ἡ ἀλλήλων κράτηϲιϲ καὶ κληρονομία.
[*](Δ)[*](1174 ═ Synt. Gud. cf. Laur. 1175 Ἀλήθεια ═ Ambr. 1339; ἀληθήϲ cf. Ambr. 1177 ἀληθῆ sq. ═ P, Ba 66, 24; Men. com. fr. 87 1176 cf. Ambr. 1438 1177 — λέγω cf. Ambr. 1477 1178 ἀληθινόϲ alt. sq. ═ Dam. fr. 153 cf. Phot. bibl. 346 a 20 1179 — πέδιον cf. Ambr. 1408 ═ sch. Z 201 1180 Soph. Ai. 479 — 80 1181 cf. Ambr. 1261 1182 cf. Bk. 202, 17, Eust. l. 64, 40 1183 ϲῖτον —ὠνήϲαϲθαι Thuc. 4, 26, 5 ἀληλεϲμένοϲ sq. cf. Phil. Suppl. 6, 258 n. 99, Eust. O. 1859, 48 1185 cf. Ambr. 1420 1186 (÷ παῤ Ἑβραίοιϲ) ═ H, An. Ox. 2, 428, 21 1187 cf. Ambr. 1356)[*](1177 Z 136 1179 ἀληϊοϲ sq. Ζ 119, 131 1180 cf. v. εὐγενήϲ 1181 cf. 1195 1183 ἀληλεϲμένοϲ—ὄντων cf. v. B 295; οὐ γὰρ ἄκανθαι cf. v. 1184 ex 1225 1185 Z 136)[*](1174 ex A mg. 4 καὶ τάϲ Phot. Ba. Kust. κατὰ τάϲ omnes 1176 om. A(GITSM) S post 1178 M 1180 om. T post 1181 S 21 τῶν] τόν A βίῳ] βίον lM 22 κατειργαϲμένον] κατηργαϲμένον S κατηργαϲμένων A 23 ὄντων] ϲυναπτῶϲ τῷ ἔμπροϲθεν ἀναγνωϲτέον add. S 1184 om. SM Ἁλικαρναϲϲεύϲ GI 30 ἤτοι τὸν ὄντα om. S)1188 Ἀλλήλων: ἀντὶ τοῦ ἑαυτῶν. οὕτωϲ Εὐριπίδηϲ. καὶ Θουκυδίδηϲ· καί πού τινεϲ ἀλλήλων ἐγεύϲαντο. ἀντὶ τοῦ ἑαυτῶν.
1190 Ἄλημα: παραλογιϲτικὸν πανούργημα ἢ ἐπίτριμμα. πῶϲ ἂν τὸν αἱμυλώτατον ἐχθρόν, ἄλημα τούϲ τε διϲϲάρχαϲ βαϲιλεῖϲ ὀλέϲαϲ τέλοϲ θάνοιμι καὐτόϲ. ὦ τέκνον Λαερτίου, κακοπινέϲτατ᾿ ἄλημα ϲτρατοῦ, ἦπου πολὼν γέλωθ᾿ ὑφ᾿ ἡδονῆϲ ἄγειϲ. ἀντὶ τοῦ πανοῦργε καὶ περίεργε. κακοπινέϲτατε δὲ κακόηθεϲ.
1191 Ἀλήμεναι: ϲυναθροιϲθῆναι.
1192 Ἄλλην μὲν ἐξηντλοῦμεν, ἣ δ᾿ ἐπειϲρέει: ἐπὶ τῶν πονούντων καὶ πλέον οὐδὲν ἀνυόντων. ὡϲ ἐπὶ ἀντλίαϲ νεώϲ.
1193 Ἀλληνάλλωϲ: ὡϲ ἔτυχεν.
1194: Ἄλλην δρῦν βαλάνιζε: ἐπὶ τῶν ἐνδελεχῶϲ αἰτούντων τι ἢ παρὰ τῶν αὐτῶν ἀεὶ δανειζομένων. καὶ ἑτέρα παροιμία· Ἅλιϲ δρυόϲ. ἐπὶ τῶν δυϲχερῶϲ μέν τι καὶ ἀηδῶϲ ἐϲθιόντων, ἕτερον δὲ βέλτιον εὑρόντων.
1195 Ἄληξ: ὄνομα τόπου.
1196 Ἁλίπεδον: τὸ τέωϲ μὲν θάλαϲϲα, αὖθιϲ δὲ πεδίον γεγονὸϲ καὶ ἠροτριωμένον. κυρίωϲ μὲν οὖν τὸ παρὰ θάλαϲϲαν πεδίον, καταχρηϲτικῶϲ δὲ πᾶν.
1197 Ἄληπτοϲ: ἀκράτητοϲ. εἰπεῖν τὴν αἰτίαν, ἀφ᾿ ἧϲ ἄληπτόϲ [*](Ε) ἐϲτι τοῖϲ ἐχθροῖϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ.
1198 Ἄληπτοϲ: ὁ ἀκατάληπτοϲ. Ἀλήπτωϲ δὲ ἀκαταγνώϲτωϲ.
1199 Ἄληϲτοϲ: ἀλάθητοϲ.
1200 Ἀλητεύω: πλανητεύω. καὶ Ἀλητεία, ἡ πλάνη.
[*](1188 ═ P, Ba 69, 12; Eur. fr. 1124, Thuc. 2, 70, 1 1189 — δυϊκόν cf. Ambr. 1168 ὁρῶϲιν sq. lambl. Rh. Mus. 45, 281 1190 — καὐτόϲ Soph. Ai. 388— 90 c. sch.; ὦ sq. Soph. Ai. 380 —82 c. sch. 1191 ═ Ambr. 1426 cf. sch. Ε 823 1192 ═ Zen. I 75 cf. fr. trag. ad. 89 1193 ═ Ambr. 1480 1194 — δανειζομένων ═ Diogen. l 19; ἅλιϲ sq. ═ Macar. l 88 cf. Eust. O. 1859, 49 1195 ═ Ambr. 1267 1196 κυρίωϲ sq. cf. Et. M. 64, 45 1197 — ἀκράτητοϲ ═ Ambr. 1145 εἰπεῖν—ἐχθροῖϲ los. Ant. 5, 307 1198 — ἀκατάληπτοϲ cf. H ἀλήπτωϲ sq. ═ P, Ba 66, 20, H 1199 ═ Ambr. 1133 cf. 1384 1200 — πλανητεύω ═ P, Ba 65, 21, H ἀλητεία sq. ═ Ambr. 1340)[*](1188 hinc v. ἐγεύϲαντο 1190 Z 131 1191 Z 136 1193 Z 139 1195 cf. 1181 1196 cf. 1240 1197 — 8 Z 119 1200 Z 137)[*](A (GITSM))[*]( 4 περικείμενα] παρακήμενα S 7 κακοπινέϲτατ᾿] κακοπινέϲτατον τ᾿ M 8 γέλωθ᾿] γέλων SM 9 κακοπινέϲτατε] καὶ κακοπινέϲτατε S κακοπινέϲτατον Mec δέ] καί S 11 ἐξηντλοῦμεν A Paroem. ἐξαντλοῦμεν rell. Paroem. ed. Gsf. p. 11, n. 103 13 Ἀλληνάλλωϲ ATS Ἀλληνάλωϲ GM Ambr. 18 τόπου] ποταμοῦ Gsf. ═ Ambr. 19 Ἁλίπεδον] ὧ Ἁλ. A Ἁλήπεδον M, ζήτει· ἔμπροϲθεν διὰ τοῦ ι ss. M 20 ἠροτριωμένον pr. ἀροτριωμένον omnes θάλαϲϲαν] θάλαϲϲον A 22 εἰπεῖν] εἰπών GIT 24 ὁ om. S 27 πλανητεύω] πλανητεία A)1201 Ἀλῆται: πλανῆται. Αἰλιανόϲ· οἱ δὲ ὑπὸ Ῥωμαίων ἐκτριβέντεϲ [*](Δ + E) διεξάνθηϲαν ἀλῆται δεῦρο καὶ ἐκεῖϲε τὸ ζῆν τελοῦντεϲ.