Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Prov.)

202 Γέρων ἀλώπηξ οὐχ ἁλίϲκεται πάγῃ: ἐπὶ τῶν διὰ χρόνου πλῆθοϲ ἐμπείρων καὶ δυϲαλώτων. καὶ Γέρων βοῦϲ ἀπένθητοϲ δόμοιϲιν, ἐπὶ τῶν καθ’ ὥραν τελευτηϲάντων.

[*](Prov.)

203 Γέρων πίθηκοϲ οὐχ ἁλίϲκεται πάγῃ, ἁλίϲκεται μὲν, μετὰ χρόνον δ’ ἁλίϲκεται: ἐπὶ τῶν ἅπαξ δυϲτυχηϲάντων.

[*](Σ)

204 Γερούϲιον: ἔντιμον.

[*](Σ)

205 Γέρροιν: ἀπὸ ϲταυροῦ φηϲιν Εὔπολιϲ. καὶ Δημοϲθένηϲ· τὰ γέρρα ἐνεπίμπραϲαν. καὶ οἱ τόποι οἱ περιπεφραγμένοι· καὶ ἀϲπίδεϲ Περϲικαὶ ἐκ λύγων. καὶ Γέρρα τὰ ϲκεπάϲματα πάντα Ἀττικοί. τινὰ δὲ δερμάτινα ϲκεπάϲματα καὶ Περϲικὰ, οἷϲ ἀντ᾿ ἀϲπίδων ἐχρῶντο. [*](Ε) ϲημαίνει δὲ καὶ πᾶν αἰδοῖον. καὶ αὖθιϲ Ἡρόδοτοϲ· Γῦροϲ περιελὼν τὰ πολλὰ τῶν πολεμικῶν κατέλιπε μόνον τὸ ϲυνὸν τοῖϲ ϲτρατιώταιϲ [*](Ε) μαχαίρᾳ καὶ γέρῳ καὶ θώρακι μάχεϲθαι. καὶ γερροφόροι ὁπλῖται ἐχόμενοι τούτων ϲὺν ποδήρεϲι καὶ ξυλίναιϲ ἀϲπίϲιν. Αἰγύπτιοι δὲ οὗτοι ἐλέγοντο.

[*](Δ)

206 Γεϲάται: ἐθνικόν.

207 Γέϲιοϲ· ἐπὶ Ζήνωνοϲ ἦν λαμπρυνόμενοϲ ἐπὶ τέχνῃ ἰατρικῇ, Πετραῖοϲ τὸ γένοϲ. καθελὼν δὲ τὸν ἑαυτοῦ διδάϲκαλον Δόμνον τὸν Ἰουδαῖον καὶ τοὺϲ ἑταίρουϲ πρὸϲ ἑαυτὸν μεταϲτηϲάμενοϲ ὀλίγου πάνταϲ πανταχοῦ ἐγνωρίζετο καὶ μέγα κλέοϲ εἶχεν, οὐ μόνον ἰατρικῆϲ ἕνεκα παραϲκευῆϲ, τῆϲ τε διδαϲκαλικῆϲ καὶ τῆϲ ἐργάτιδοϲ, ἀλλὰ καὶ τῆϲ ἄλληϲ ἁπάϲηϲ παιδείαϲ. φιλότιμοϲ γὰρ καὶ φιλόπονοϲ ὢν ὁ ἀνὴρ ἄλλην τε πολλὴν ἐν πολλῷ χρόνῳ μελέτῃ καὶ οὐ φύϲει προϲπεριεβάλετο δοξοϲοφίαν, καὶ τὴν τῶν ἰατρικῶν ἔργων τε καὶ λόγων ἀκριβεϲτέραν τῶν καθ᾿ ἑαυτὸν πάντων ἰατρῶν τε καὶ ἰατροϲοφιϲτῶν κατώρθωϲε τέχνην. βραδέωϲ δὲ ἀρξάμενοϲ ἐπιδεικνύναι δημοϲίᾳ τὴν ἐπιϲτήμην ταχέωϲ ἀνέδραμέ τε καὶ εὐθήνηϲεν ἐπ’ αὐτῇ, πομπικὸϲ ὢν καὶ ἐπιδεικτικὸϲ, φιλοϲοφίαϲ μὲν ἐπ᾿ ὀλίγον ἥκων, ἰατρικῆϲ δὲ ἐπὶ [*](200 Astramps. 201 — γέρον cf. Ambr.158, 191 γέροντι sq. ═ Paroem. ed. Gsf. 30, n. 286, fr. com. ad 551 202 — πλῆθοϲ cf. Zen. II 90; γέρων βοῦϲ sq. ═ Zen. II 97 203 ═ Apost. V 37a; l. Laert. 5, 93 204 ═ Ba. 184,28, sch. Δ 259 cf. H, Ap. S. 54,19 205 — λόγων ═ Et M. 228, 52 cf. Ael. D. fr. 105 ex Eust. O. 1924, 2, sch. Luc. 170, 11; Eupol. fr. 405 (cf. Pherecr. fr.17); Dem. 18,169 γέρρα —ἐχρῶντο ═ sch. Pl. Lach. 191c cf. H, sch. Luc. 170, 15 Ἡρόδοτοϲ 7, 61,1, sed vitium bic latet Γῦροϲ —μάχεϲθαι Xen. Cyr. 2, 1,21 καὶ γερροφόροι sq. Xem. An. 1, 8, 9 207 Dam. fr. 299 cf. Phot. bibl. 352 b 2) [*](203 cf. v. πίθηκοϲ 3 205 cf. 177 8) [*](A(GITFVM))[*]( 5 χρόνου ] χρόνων V 6 γέρων — 7 τελευτηϲάντων bis A 7 καθ’ ὥραν AIITec Μγρ Prov. καθαρῶϲ rell. 203 om. F 9 ἅπαξ om. V, v. πίθηκοϲ 12 περιπεφραγμένοι GI, Et. M.: παραπεφραγμένοι rell. 16 μόνον] δὲ μ. V)

521
πλεῖϲτον. ὅθεν καὶ χρημάτων μεγάλων ἐγένετο κύριοϲ καὶ Ῥωμαϊκῶν ἔτυχεν ἀξιωμάτων οὐ τῶν τυχόντων. ἀποδέχομαι δὲ τὸ ἀνδρεῖον παράϲτημα τῆϲ ἀγαθῆϲ ψυχῆϲ. τόν τε γὰρ Ἡραΐαϲκον ἐπιζητούμενον ὑπὸ Ζήνωνοϲ βαϲιλέωϲ οἴκῳ τῷ ἰδίῳ κατέκρυψε, παραβαλόμενοϲ πρὸϲ τὸν κίνδυνον καὶ, ἐπειδὴ ἐν τῇ φυγῇ νοϲήϲαϲ ἀπηλλάγη τοῦ ϲώματοϲ, εὖ τε περιϲτείλαϲ καὶ τὰ νομιζόμενα θεραπεύϲαϲ. ὁ δὲ ἀποϲταλεὶϲ βαϲιλικὸϲ Ἀγάπιον καὶ τοὺϲ ἄλλουϲ φιλοϲόφουϲ καταϲχὼν εἰϲ τὸ ἀρχεῖον ἀπήγαγε.

208 Γεϲοί. οἱ Ῥωμαῖοι πήξαντεϲ τοὺϲ γεϲοὺϲ καὶ τὰϲ περικεφαλαίαϲ [*](Δ) τούτοιϲ ἐπιθέντεϲ φανταϲίαϲ παρέϲχοντο τοῖϲ ἐκ διαϲτήματοϲ [*](Ε) ὡϲ μένοντεϲ ἐπὶ τοῦ λόφου. ἔϲτι δὲ ὅπλον. ὅτι ὁ γεϲόϲ ἐϲτιν μακροκέντηϲ ἢ κοντόϲ. ὅτι Κρίτων ἔγραψεν ἐν τοῖϲ Γετικοῖϲ.

[*](Suid.)

209 Γευϲτὴ γλῶττα· ζήτει ἐν τῷ γλῶττα.

210 Γεύομαι· γενικῇ.

[*](Synt.)

211 Γεῦϲιϲ· ζήτει περὶ ποιοτήτων γεύϲεωϲ ἐν τῷ φαιόν καὶ ἐν τῷ αἰϲθήϲειϲ ε΄.

212 Γεφυρίζων: χλευάζων, ἐξευτελίζων. Πολύβιοϲ· ὁ δὲ Σύλλαϲ [*](Ε) πορθήϲαϲ τὰϲ Ἀθήναϲ ἐδέηϲε μικροῦ διαφθεῖραι τὴν πόλιν θυμῷ διὰ τὰ ϲκώμματα, ἃ δὴ πολλὰ κατ᾿ αὐτοῦ γεφυρίζων καὶ ἐπικερτομῶν ὁ Ἀρίϲτων παῤ ὅλην ἀπέρριπτε τὴν πολιορκίαν.

213 Γεφυρίϲ: ξένη καὶ ἐπείϲακτοϲ. οἱ γὰρ Γεφυραῖοι ξένοι καὶ [*](Σ ) ἐπήλυτοι ὄντεϲ Ἀθήνηϲιν ᾤκηϲαν. οὕτωϲ Ἡρόδοτοϲ.

214 Γειναμέναιϲ: γεννηθείϲαιϲ. δάκρυα μὲν Ἑκάβῃ τε καὶ Ἰλιάδεϲϲι [*](Anth.) γυναιξὶ Μοῖραι ἐπεκλώϲαντο δὴ τότε γεινομέναιϲ.

215 Γείνατο: ἐγέννηϲε. καὶ Γείνεται, γεννᾷ.

[*](Δ)

216 Γειοκόμον: τὸ γειτνίαμα.

[*](Δ)

217 Γειοτόμον: τὸ ἄροτρον.

[*](Etym.)

218 Γειῶραι: οἱ τὴν γῆν φυλάϲϲοντεϲ.

[*](Σ)

219 Γειωρίϲαι.

[*](Δ)

220 Γείϲιον καὶ Γεῖϲοϲ: τὸ ἄκρον τείχουϲ. ἢ ϲτεφάνωμα οἴκου. [*](Σ) καὶ Γεῖϲα, τειχῶν ἄκρα. ἢ Γεῖϲοϲ, ὁ γεωργόϲ.

[*](Δ)

221 Γειϲίπουϲ καὶ Γειϲιπόδιϲμα καὶ Γειϲιποδίζειν: τὸ ἐξέχον [*](Harp.) [*](208 οἱ — λόφου Criton. fr. 1. (absque ratione) FHG 4, 374 ὅπλον cf. ad 87 210 ═ Synt. Laur. et Gud., An. Ox.  4, 288, 23 212 l. cf. Ambr. 280 Πολύβιοϲ cf. Byz. Zt. 21, 418, 1. ὁ sq. cf. Plutarch. Sulla 13, est Cass. D. sive Io. Antioch. 213 οἱ sq. ═ Sabb.; Hdt. 5, 57 214 δάκρυα sq. Anth. 7, 99, 1 —2 215 — ἐγέννηϲε ═ Ambr. 272, H, sch. Γ 238, Et. M. 229, 15 216 aliter Ambr. 256, H 217 ═ Et. M. 229, 47 218 ═ Ba 184, 4 cf. Ambr. 132 220 — ἄκρα ═ Ba 184, 2; ϲτεφάνωμα οἴκου ═ H 221 Harp. cf. Et. M. 229, 38; γειϲιπόδιϲμα ═ Ambr. 258) [*](208 Γεϲόϲ—κοντόϲ cf. 87. ὅτι Κρίτων sq. fort. ex v. Α 4035 cf. v. Κρίτων 212 Z 433 213 Z 430 218 Z 426) [*](4 παραβαλόμενοϲ AM παραβαλλόμενοϲ GIT 11 ὅτι—12 Γετικοῖϲ om. TFV A(GITFVM) mg. M post 207 GI 14 γενικῇ Al αἰτιατικῇ M 211 om. FV 15 ζήτει—ε΄ om. T γεύϲεωϲ post l. GI(T) 17 πόλιν] π. πᾶϲαν IT 22. 23 Ἰλιάδεϲϲι] Ἰλιάδεϲι ATF cf. Anth. 23 γεινομέναιϲ AMec Anth. γειναμέναιϲ rell. 24 γείνεται] γείναται M γεννᾷ] γεννῶν A γεννῶ F 25 Γειοκόμον] Γειοκόμενον V 217 om. ATFV mg. M post 209 G post 210 I 31 τὸ — p. 522, 2 γειϲιποδίζειν om. A)

522
τῆϲ δοκοῦ, ἐφ᾿ οὗ τὸ γεῖϲόν ἐϲτι, γειϲίπουϲ καλεῖται καὶ γειϲιπόδιϲμα· γειϲιποδίζειν δὲ τὸ ποιεῖν τοῦτο.