Scholia in Euripidis Orestem (scholia vetera et scholia recentiora Thomae Magistri, Triclinii, Moschopuli et anonyma)

Scholia in Euripidem

Scholia Euripidem. Scholia Graeca in Euripidis Tragoedias, Vol. 2. Dindorf, Wilhelm, editor. Oxford: Oxford University Press, 1863.

286.

ὅστις μ’ ἐπάρας
: ἀναπτερώσας καὶ διατείνας εἰς ἔργον ἀνοσιώτατον. M. διεγείρας. Gr. παρακινήσας, ὑψώσας, καταπείσας. Gu. ἀναπείσας. Fl. 59.

ἔργον ἀνοσιώτατον
: ἀπειρηκὼς τῇ νόσῳ ὃ πρὶν εὐσεβὲς ᾤετο νῦν ἀνόσιον καλεῖ. A. B.C.M.

287.

τοῖς δ’ ἔργοισιν οὔ
: βοηθεῖ. Fl. 10. ὡς ὑποσχομένου τοῦ θεοῦ βοηθήσειν. A.C.M. Fl. 10. οὐκ ηὔφρανε δηλονότι. Gu.

288.

οἶμαι δέ
: οἶμαι δὲ τὸν ἐμὸν πατέρα, εἰ ἐξιστόρουν καὶ ἠρώτων κατὰ πρόσωπον εἰ πρέπει κτεῖναι τὴν μητέρα, πολλὰς λιτὰς διὰ τῆς ἐκτάσεως τῶν χειρῶν ποιῆσαι αὐτὸν, τοῦδε τοῦ γενείου δηλονότι ἁψάμενον, μήποτε ὦσαι ξίφος εἰς σφαγὴν τῆς τεκούσης, ἐπειδὴ οὔτε ἐκεῖνος ἔμελλεν ἀναβιῶναι καὶ πάλιν ζῆσαι, ἐγὼ δὲ ὁ τλήμων ἔμελλον (κατὰ κοινοῦ) τοιάδε κακὰ ἐκπληρώσειν καὶ ὑπομενεῖν. I. εἰ νῦν τὸν ἡμέτερον πατέρα κατ’ ὄψιν ἐξιστόρουν καὶ ἔδει ἵνα κτείνω τὴν μητέρα εἰς ἀναζώωσιν αὐτοῦ καὶ ἀπαλλαγὴν τῶν ἐμῶν κακῶν, πολλὰς λιτὰς παρέσχε μοι ἂν, ἵνα ταύτην, ἐὰν μὴ ἐκεῖνος ἔμελλε ζῆν, μὴ κτείνω. C. κατὰ πρόσωπον. Gr. ἐνώπιον πρὸς πρόσωπον. Gu.

289.

ἐξιστόρουν
: ἠρώτων, ἐξήταζον. B.M.