Scholia in Euripidis Orestem (scholia vetera et scholia recentiora Thomae Magistri, Triclinii, Moschopuli et anonyma)

Scholia in Euripidem

Scholia Euripidem. Scholia Graeca in Euripidis Tragoedias, Vol. 2. Dindorf, Wilhelm, editor. Oxford: Oxford University Press, 1863.

ὅταν μ’ ἀνῇ
: περὶ γὰρ τὸν καιρὸν τῆς μανίας εὐτονοῦσιν οἱ μαινόμενοι, ἐκτεινομένων τῶν νεύρων καὶ πνεύματος πληρουμένων· χαλωμένης δὲ τῆς μανίας καὶ τοῦ πνεύματος ἐπιλείποντος παρίενται. ἐν δὲ ἀνέσει διαγενόμενος Ὀρέστης λέλυται. A.B.M.I. τὸ ἀνῇ ἀντὶ τοῦ ἀφήσει καταλύσασα τοῦτον. A.

228.

ἄναρθρος
: ἀδύναμος, μὴ δυνάμενος κεχρῆσθαι τὰ μέλη τῶν ἄρθρων. B.M.I.

κἀσθενῶ μέλη
: ἤγουν οὐ δύναμαι χρῆσθαι ταῖς χερσὶ καὶ τοῖς ποσὶ πρὸς ὑπουργίαν, καταβαλούσης τῆς νόσου. I.

229.

ἰδοὺ, φίλον τοι
: τὸ κατακεῖσθαι ἐπαχθὲς μέν ἐστι καὶ πονηρίας πλέων, ἀναγκαῖον δὲ τοῖς κάμνουσιν. C. ἰδοὺ, κλίνω σε, προσφιλές ἐστι τῷ νοσοῦντι ἡ κοίτη, λυπηρὸν ὂν τὸ κεῖσθαι, ὅμως δὲ ἀναγκαῖον. I.

230.

ἀνιαρόν
: καίπερ. Gu. ἀλγεινόν. Gu. ἐφ’ ὅσον γὰρ
νοσῶν ἐν τῇ κλίνῃ κεῖται, φόβον ἑαυτῷ καὶ τοῖς ὁρῶσι παρέχει. Gu.