Scholia in Euripidis Hecubam (scholia vetera et scholia recentiora Thomae Magistri, Triclinii, Moschopuli et anonyma)

Scholia in Euripidem

Scholia in Euripidem. Scholia Graeca in Euripidis tragoedias, Volume 1. Dindorf, Wilhelm, editor. Oxford: Oxford University Press, 1863.

130. λέκτῤ: ἀπὸ τοῦ λέχω τὸ κοιμῶμαι, ἢ ἀπὸ τοῦ λέχω τὸ φροντίζω. Gu.

131. πρόσθεν θήσειν: προτιμήσειν, ποιήσειν, ἤγουν προτιμήσασθαι. Fl. 59. προτιμῆσαι καὶ προκρῖναι. Fl. 21. λόγχης: τῆς δυνάμεως τοῦ Ἀχιλλέως. Fl. 21. ἤγουν τῆς πολεμικῆς δυνάμεως. Gr. ἀπὸ συμβόλου τὸ κύριον. Gu.

132. σπουδαί: (ἤγουν) ἀντιλαβαί. M. Fl. 21. ἤγουν ἅμιλλαι. Gr. ἀγῶνες, κρίσεις, μελέται. Gu. λόγων: λέξεων. κατατεινομένων: ἤγουν ἀντιτεινόντων. Fl. 6. 21. 56. 76. γινομένων. Fl. 17. πολλαὶ δὲ σπουδαὶ λόγων διατεινομένων ἐν ἰσότητι πάντων εὑρέθησαν. Fl. 33. ἤγουν ἀντιτεινόντων. Gr. σφοδρῶς καὶ σπουδαίως φερομένων, διϊσχυριζομένων καὶ ἐνστατικῶς λεγομένων, σπουδαζομένων. Gu.

133. πρίν: ἀντὶ τοῦ πρὸ τοῦ. Fl. 21. 17. ἀντὶ τοῦ πρὶν Ὀδυσσεὺς μιᾷ γνώμῃ καὶ ψήφῳ προσετέθη. M. Fl. 21.

ποικιλόφρων: ἤγουν ὁ πολυμήχανος. Gr. ὁ ποικίλος τὸν νοῦν καὶ φρόνιμος. ἰδίωμα τῶν ῥητόρων τὸ ποικίλως φρονεῖν. Gu. ὁ πανοῦργος. Fl. 17. πολύβουλος. Fl. 6. ὁ συνετόβουλος. M. Fl. 21. ποικιλόβουλος. Fl. ὁ ποικίλος τῇ φρονήσει καί. Fl. 33. φρόνιμος. I.

134. κόπις: ὁ λάλος ὅθεν καὶ κόβαλος ὁ κομψός “καὶ μὴν κόβαλά γʼ ἐστὶν, ὡς καὶ σοὶ δοκεῖ.” κοπίδας τε τὰς τῶν λόγων τέχνας ἄλλοι τε καὶ Τίμαιος οὕτως γράφει ὥστε καὶ φαίνεσθαι μὴ τὸν Πυθαγόραν εὑράμενον τῶν ἀληθινῶν κοπίδων μηδὲ τὸν ὑφʼ Ἡρακλείτου κατηγορούμενον, ἀλλʼ αὐτὸν Ἡράκλειτον εἶναι τὸν ἀλαζονευόμενον. τὰ περίεργα γὰρ τῶν λόγων καὶ τὰ κατεστωμυλμένα κόβαλα [*](11. προτιμήσασθαι] ἤγουνπροτιμήσειν 32. περίεργα] πάρεργα esse videtur Gr. cujus ultimae syllabae ab altera in M. m. suprascriptum est σασθαι. ib. κατεστωμυλμένα Cobetus pro 27. καὶ μὴν] Arist. Ran. 1021. κατεστωμυλημένα.)

255
ἔλεγον, ὡς Ἀριστοφάνης ἐν Βατράχοις “κόβαλά γʼ ἐστὶν, ὡς καὶ σοὶ δοκεῖ.” M.

κόπις: ῥήτωρ. I. κόπις, ὁ λάλος, ὅθεν καὶ κόβαλος, καὶ κομψὸς, κοβάλαι δὲ καὶ κωπιάδες αἱ τῶν ἀλόγων τέχναι. Bar. σύντομος καὶ ὀξὺς καὶ ἡδὺς τῷ λόγῳ. M. Fl. 21. ἡδύνων, γλυκαίνων τοῖς λόγοις. Fl. 17. γλυκυλόγος τῷ πλήθει. Gu. δημοχαριστής: τῷ δήμῳ χαριζόμενος ἐν τῷ λέγειν. I. ὁ τῷ δήμῳ κεχαρισμένα λέγων. κόπις, ἡδυλόγος: λάλος, ἡδυλόγος, καὶ τῷ δήμῳ κεχαρισμένος. Fl. 33.

135. Λαερτιάδης: ὁ υἱὸς τοῦ Λαερτίου. Fl. 6. 17. 21. 56. 59. εἰώθασιν οἱ ποιηταὶ πατρωνυμικῶς. Fl. 56. πείθει: ἀντὶ τοῦ ἔπεισε. Fl. 6. 17. 56. 59. 76. πρὸ τοῦ πεῖσαι. Fl. 21.

στρατιάν: στρατιὰ δέ ἐστι τὸ ἄθροισμα τῶν στρατιωτῶν, στρατεία δὲ αὐτὸς ὁ πόλεμος καὶ ἡ ἐν πολέμῳ τάξις. A.M.

136. τὸν ἄριστον: ἤγουν τὸν κρείττονα, τὸν ἀνδρειότατον τῶν Ἑλλήνων. Fl. 17. μηδαμῶς τὸν ἔνδοξον Ἑλλήνων πάντων. Fl. 33. τὸν κρείττονα. Gr. εὐδοκιμώτερον. Gu.

137. δούλων: αἰχμαλώτων. Fl. 59. σφαγίων: θυμάτων. Fl. 17. σφαγμάτων, ἤγουν τῆς Πολυξένης. Fl. 21. ἀπωθεῖν: ἀποδιώκειν ἀφʼ ἡμῶν τὸν Ἀχιλλέα, ἤγουν μὴ ἐχθρὸν ἡμῖν αὐτὸν ποιῆσαι. Fl. 59. παραβλέπειν. Gr. παραλογίζεσθαι, ἀποπέμπειν ἀγέραστον, ἀποστρέφεσθαι, ἀτιμάζειν. Gu.

138. παρά: ἀπέναντι τῆς Περσεφόνης. Fl. 21.

139. φθιμένων: ἀπὸ τῶν τεθνηκότων ἐν Τροία. Fl. 6. 17. 56. 59. 76. Gr. τῶν ἀποθανόντων στάντα παρὰ τῇ θυγατρὶ τῆς Δήμητρος, τῇ ἀλόχῳ τοῦ καταχθονίον θεοῦ Πλούτου τοῦ κρίνοντος τοὺς τεθνηκότας. Fl. 21.

140. ὡς ἀχάριστοι: ὡς ἀπέβησαν ἀπὸ τῶν πεδίων τῶν Τρωϊκῶν [*](4. κωπιάδες ex κόπιδες corruptum, 21. 56. 59. 76. in quibus subjicitur κοβάλαι ex κοβαλεῖαι, ut videtur. τὸ εὔνοιαν ἐπισπᾶσθαι παῤ αὐτῶν. Glossam Εtym. Gud. p. 332. 3. 13. στρατιὰ δὲ(γὰρ M.)—]InA.M. comparavit Lobeck. Aglaoph. p. haec leguntur post προσετέθη (schol. 1322. ubi κόβαλος ἀπὸ τῆς κοπίδος, κοπίβαλός v. 127.) καὶ—τάξις om. A. τις ὢν, derivatur. 15. ἀνδρειότατον scripsi ex Fl. 56. 5. καὶ ἡδὺς om. M. pro ἀνδρείον (sic). ib. τῷ λόγῳ] τῶν λόγων Fl. 18. αἰχμαλωτῶν Fl. αἰχμαλωτικῶν 8. ὁ τῷ δ. κ. λ. ex M. Gu. Fl. 6. Matth.)

256
Δαναοὶ ἀχάριστοι τοῖς Δαναοῖς τῶν τεθνηκότων Ἑλλήνων ἐγένοντο, ὅ ἐστιν, ἀχάριστοι οἱ Ἕλληνες ἐγένοντο εἰς τοὺς τελευτήσαντας ὑπὲρ τῶν Ἑλλήνων. M. ὅτι ἀγνώμονες γενόμενοι. Fl. 6. 17. 21. 56. 59. 76. ὅτι ἀγνώμονες. Gr. γινόμενοι, μὴ διδόντες τὴν χάριν. Gu. Δαναοί: ἰστέον ὅτι Δαναοὶ, Ἀχαιοὶ καὶ Ἕλληνες ταὐτά ἐστι. Fl. 9. μηδὲ ἀχάριστοι γένοιντο οἱ Ἕλληνες τῶν φονευομένων καὶ ἀπολλυμένων Ἑλλήνων. Fl. 33.

141. οἰχομένοις: φθαρεῖσιν. Fl. 59. τοῖς τεθνηκόσιν. M. Fl. 21. τοῖς Ἕλλησι τοῖς φθειρομένοις ὑπὲρ τῶν Ἑλλήνων. Fl. 33. τοῖς ἀποθανοῦσιν. Gr. ἀπολωλόσιν. Gu.

142. Τροίας πεδίων: ἀντὶ τοῦ Τροίας περιφραστικῶς. ἀπὸ τῶν χωρίων ἀπῆλθον. Fl. 17. πεδίων: τῶν ἀρουρῶν, χωρίων. Fl. 6. 21. 56. 59. 76. τῆς Τρωϊκῆς γῆς ἀπέβησαν. Fl. 33. ἀπέβησαν: ἀπήλθοσαν. Gr. ἀπῆλθον, ἀπέπλευσαν, ἀπεχώρησαν. Gu.

143. ἤξει: ἐλεύσεται ἐνταῦθα. Fl. 59. τὰ τοῦ χοροῦ ῥήματα. Fl. 21. ὅσον οὐκ ἤδη: ὅσον οὐδέπω, μετʼ οὐ πολύ. M. ἀντὶ τοῦ ὅσον οὔπω, ταχέως. Fl. 17. 21. 59. 76. ἀντὶ τοῦ ὅσον οὔπω, πρὸ ὀλίγου. Fl. 6. ἔρχεται Ὀδυσσεὺς οὐ μετὰ πολλὸν, ἀλλὰ ἀρτίως. Fl. 33. ἀντὶ τοῦ ὅσον οὔπω. Gr. μετʼ ὀλίγον, ταχέως, παραυτίκα. Gu.

144. πῶλον: ἀντὶ τοῦ παρθένον. M. τὴν παῖδα λέγει μεταφορικῶς. Gr. I. πῶλον: ἤγουν τὴν θυγατέρα. Fl. 59. ἀφέλξων: ἀφέλκω, ὁ μέλλων ἀφέλξω, καὶ ἡ μετοχὴ ὁ ἀφέλξων. Fl. 17. ἤγουν ἀποσπάσων. Gr. ἀφελκύσων. Gu. μαζῶν: εἰκότως πρὸς τὸ πῶλον ἐπήγαγε τὸ ἀπὸ μαζῶν· οἱ γὰρ πῶλοι γάλακτι τρέφονται. ἢ τὸ ἀπὸ μαζῶν ἀντὶ τοῦ ἀπὸ τοῦ σοῦ στήθους, καὶ τῆς σῆς πρὸς αὐτὴν φύσεως, ἢ φυσικῆς προσπαθείας. B. Gu. I. μαστὸς καὶ μασθὸς διαφέρει· μαστὸς ὁ γυναικεῖος ἀπὸ τοῦ μεστὸς εἶναι γάλακτος, μασθὸς δὲ ὁ τῶν ἀνδρῶν ἀπὸ τοῦ μὴ ἐσθίεσθαι. I. μαζῶν: ἤγουν ἀπὸ τοῦ σοῦ κόλπου παρακινήσων. Cant. μαστὸς ἐπὶ γυναικὸς, ὡς ὁ τοιοῦτος ἀλλαχοῦ λέγει “ὦ στέρνα μαστοί μʼ ἐθρέψαθʼ ἡδέως·” μαζὸς δὲ ἐπὶ [*](1—3. οὐχ ἁπλῶς λέγει τῶν ἀποθανόντων αὐτῶν ἐν Ἰλίῳ Ἕλληνας, ἢ λίαν ἀχάριστοι καὶ ἐν Ἅιδου ὄντων, ἀλλὰ τῶν οἱ ἐν Ἰλίῳ Ἕλληνες τοῖς Ἑλλήνων τῶν ἐν τῇ Τροία ἐν τῷ ἀριστεύειν τεθνηκάσιν:—A. καὶ τῶν ἄλλων προμάχεσθαι 25. φύσεως ἢ om. Gu. ἀναιρεθέντων. ἀχάριστοι δὲ οἱ Ἕλληνες 30—p. 257. l. 1. Hec. 424. et ἐγένοντο εἰς τοὺς τελευτήσαντας ὑπὲρ Hom. Il. 4, 123.)

257
ἀνδρὸς, ὡς τὸ “νευρὴν μαζῷ πέλασε” παῤ Ὁμήρῳ εὕρηται, καὶ μαζὸς ἐπὶ θήλεος καταχρηστικῶς καὶ ὡς ἐνταῦθα καὶ παρὰ Θεοκρίτῳ “ἦ ῥὰ λεαίνης μαζὸς θήλασδε.” φασὶ μὲν οἱ τεχνικοὶ, ἐπὶ μὲν θήλεος διὰ τὸ στ ἐκφέρεται, οἱονεὶ μασητὸν, ἐπὶ δὲ ἀνδρὸς διὰ τὸ σθ, οἷον ὁ μὴ ἐσθιόμενος. Fl. 56. ἀντὶ τοῦ τὴν σὴν θυγατέρα, τὴν παρθένον, τὴν νεάνιδα, ἀπὸ τῶν σῶν μαστῶν ἀποσπάσει, αἴρει. Fl. 33. μαζὸς ἐπὶ ἀνδρὸς. ὡς παῤ Ὁμήρῳ “νευρὴν μὲν μαζῷ πέλασεν·” μαστὸς δὲ ἐπὶ γυναικὸς, οἱονεὶ μασητός τις ὤν. ἐνταῦθα γοῦν ἀπὸ μαζῶν εἴρηκεν ἀντὶ τοῦ στήθους, δεικνὺς τὴν φυσικὴν προσπάθειαν ὁ ποιητής. Gu. ἀπὸ μαστῶν: ἤγουν ἀπὸ τοῦ σοῦ κόλπου. Gr.

145. χειρός: ἀπὸ τῆς σῆς ἐντίμης χειρὸς ἀφαιρήσει. Fl. 33. ὁρμήσων: ἐξορμήσων αὐτὴν τῆς χειρὸς, τουτέστιν ἀφαιρησόμενος. M. παρορμήσων, παρακινήσων, ἀφαιρησόμενος. Bar. Gr. ἔξω ἐκβαλῶν. Gu. καὶ ἐλεύσεται συνεκδοχικῶς ἐξορμήσων καὶ μέλλων ἐκβαλεῖν ἀπὸ τῆς γεραιᾶς χερὸς τὴν πῶλον. Fl. 59.

146. ἀλλʼ ἴθι ναούς: ἀλλὰ ἄπελθε εἰς τοὺς ναούς· ἐπαναφορὰ, ἄπιθι πρὸς τοὺς βωμούς. διαφέρει δὲ ναὸς βωμοῦ. ναὸς μὲν, ἔνθα τὰ εἴδωλά εἰσι, βωμὸς δὲ, ἔνθα αἱ θυσίαι γίνονται. I. ἴθι πρὸς βωμούς: ἤγουν ἐπικαλοῦ τοὺς θεοὺς τοὺς βοηθῆσαι τὴν σὴν πῶλον. Fl. 21. ἔρχου πρὸς τοὺς ναοὺς καὶ εἰς τοὺς θεϊκοὺς βωμούς. Fl. 33. βωμοὺς, θυσιαστήρια. Fl. 59.

147. ἵζ᾿: πίπτε. Fl. 6. κάθισον. Fl. 17. κάθιζε καὶ δέου τοῦ Ἀγαμέμνονος. Fl. 21. 76. ἱκέτις: ἱκετικῶς. Fl. 17. καὶ γίνου παρακλήτωρ τοῦ Ἀγαμέμνονος. Fl. 33. γονάτων: ἁπτομένη δηλονότι. Gr. γονάτων ἥπτοντο οἱ καθικετεύοντες καὶ γενειάδος καὶ δεξιᾶς χειρός. Gr. διά. Gu. οὕτω λαμβανομένη ἔξωθεν ἡ διά συντακτέον· οὐ γὰρ τὰ γόνατα ἔμελλε παρακαλεῖν, ἀλλὰ διʼ ἐκείνων ἱκετεύσειν ἐκεῖνον. οὕτω νοεῖ τὰ περὶ τούτου ὁ κύριος Μάξιμος. Gu.

148. κήρυσσε: ἐπικαλοῦ. Gr. I. ἀνακάλει, μεγάλως. Gu. οὐρανίδας: ἤγουν τοὺς οὐρανίους, τὸν Δία, τὸν Ἑρμῆν καὶ τοὺς ἄλλους. Fl. 59. ἐπικαλοῦ βοηθούς σοι γενέσθαι τοὺς οὐρανίους καὶ καταχθονίους [*](2. Θεοκρίτῳ] 3, 15. 32. β. σοι γενέσθαι post θεύς Fl. 8. μαστὸς Matth. μαζὸς Gu. 33. addito καὶ ante ἐπικαλοῦ.)

258
θεούς. M. Fl. 33. τοὺς οὐρανίους. Gr. πατρωνυμικῶς, ἤτοι τοὺς υἱοὺς τοῦ Οὐρανοῦ, τὸν Κρόνον καὶ τὴν Ῥέαν. πατρωνυμικὸν ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦ. Gu.

149. τούς θʼ ὑπὸ γαῖαν: κάτω τῆς γῆς. Gr. I. τοὺς ὑποχθονίους. Fl. 59. τὸν Πλούτωνα τὴν καὶ Περσεφόνην. Gu. Fl 59.