Scholia in Euripidis Rhesum

Scholia in Euripidem

Scholia in Euripidem. Scholia Graeca in Euripidis tragoedias, Volume 1. Dindorf, Wilhelm, editor. Oxford: Oxford University Press, 1863.

364. ὑποδεξίαις: ὑποδεκτικαῖς, ἀπὸ τοῦ κύλικος. λέγει δὲ τὰς προπόσεις ἀπὸ τῆς συνεκδοχῆς. ἁμίλλαις: φιλονεικίαις κυλίκων, οἷον πόσεων. οἰνοπλανήτοις ταῖς διὰ τοῦ οἴνου παραγούσαις τὸν νοῦν.

372. δοχμίαν: πλαγίαν μετεωρίζων τὴν πέλτην παρὰ τὴν σχιστὴν αὐτῆς περιφέρειαν.

πεδαίρων: κουφίζων, ἐκ τοῦ πέδου αἴρων.

373. σχιστὰν παῤ ἄντυγα ὃ σχιστὴν λέγει παρόσον οἱ πυρριχίζοντες διαβαίνουσιν, ἢ ὅτι ἡ πέλτη τετράγωνός ἐστιν ἐξοχὰς ἔχουσα.

379. φίλτατον ἄχθος οἴσει: ἡδὺ γὰρ αὐτῇ τοὺς πολεμίους παθεῖν.

381. ταῦτα πρὸς τὸν Ῥῆσον ἀποστρέψαντες λέγουσιν “ω μέγα βασιλεῦ,” ὁρῶντες δὲ αὐτόν.

τὸ ἑξῆς, καλὸν ἰδεῖν χρυσοκόσμητον.

384. κωδωνοκρότους: ἐν γὰρ τοῖς πόρπαξιν εἶχον κώδωνας.

393. παῖ τῆς μελῳδοῦ μητέρος: οἱ μὲν Κλειοῦς, οἱ δὲ Εὐτέρπης. Ὅμηρος δὲ Ἠϊνέως φησίν

  • ἐν δέ σφι Ῥῆσος βασιλεῦς, παῖς Ἠϊονῆος.
  • 397. τοὐπὶ σʼ: κατὰ τὸ σὸν μέρος.

    405. Ἕλλησιν ἡμᾶς: ὅσον ἦν ἐπὶ σοὶ προδέδωκας ἡμᾶς καὶ εἴασας. λείπει ἡ κατά, κατὰ τὸ σὸν μέρος.

    [*](2. εἶχεν] ἐχρῆν L. Dindorfius. 10. οἰνοπλανήτοις] οἰνοπλανήτων A. ib. ἀνωτέρω] v. 304. 11. πλαγίαν] πλαγείαν A. 4. ξει καὶ τελέσει L. Dindorfius. 21. χρυσοκόσμητον explicatio est ἕξει καὶ τε, A. vocis χρυσόδετον v. 383., reliqua inepta. VATER. p. 170. 6. τῆς συνεκδοχῆς Vaterus. τ~... 23. Εὐτέρπης Vaterus. εὐρωπ... A. συνεκδο... A. hic et in scholio proximo. 24. Ὅμηρος] Il. 10, 435. 25. Ἠϊονῆος] ἠϊονέως A.)
    32

    417. ψυχρὰν ἄησιν: τὸν χειμῶνα. τοῦ εἶναι αὐτοὺς εὔνους ἡμῖν ἀπόδειξίς ἐστι τὸ κεῖσθαι αὐτοὺς ἐν τῇ πόλει καὶ ταφῆναι.

    419. ἄμυστιν: οἱ μὲν ποτηρίου εἶδος ἐπιτηδειότητα ἔχον πρὸς τὰς ἀμυστὶ πόσεις, ὡς ἐν Αὔγῃ

  • σὺν τῷ βαθείας καὶ πυκνὰς
  • ἕλκουσι τὰς ἀμύστιδας.
  • ἄλλοι δὲ ἐπὶ τῆς ἀπνευστὶ σπάσεως τάττουσι τὸ ὄνομα, ὡς Κρατῖνος ἀλλʼ οὖν θεῷ σπείσαντʼ ἄμυστιν δεῖ πιεῖν.

    427. μέλλοντι νόστον: ὅτι νόστον ἀπλῶς τὴν ὁδὸν καὶ τὸν πλοῦν ἡ ἔφη. καὶ γὰρ ἔπλευσε καὶ ἐπέζευσεν, ὡς ἑξῆς ἐρεῖ, οὐ μόνον τὴν εἰς τὴν πατρίδα ὑποστροφήν.

    430. ἔνθʼ αἱματηρός: ὡς πέμμα ξηρανθὲν τὸ αἷμα τοῦ φόνου. ἀκύρως δὲ κέχρηται τῷ πέλανος, ἄμεινον δὲ ἑτέρωθι εἶπεν ἀφρώδη πέλανον διὰ τὴν λευκότητα. οὕτως γὰρ ἔλεγον πελάνους τὰ πόπανα ἀπὸ τοῦ πεπλατύνθαι, ἢ ἀπὸ τῆς παιπάλης· ἀπὸ γὰρ τοῦ λεπτοτάτου κατασκευάζονται· καὶ Ὅμηρος τὸ λευκᾶναι παλῦναι “ὅτε πέρ τε χιὼν ἐπάλυνεν ἀρούρας.”

    αἱματηρὸς πέλανος ὡς πέμμα ξηρανθὲν τὸ αἷμα τοῦ φόνου. Fl. 1. 2.

    440. φυσήματα: πνεύματα. Fl. 2.

    442. πορπήμασιν: ἐνδύμασιν. Fl. 2.

    446. κυβεύων: ἀνωμάλως διατιθέμενος, ἐκ μεταφορᾶς τῆς κύβης. Fl.

    469. ἀποινάσαιο: εἰσπράξαιο, τιμωρήσαιο.

    474. εἰ τοῦ παρόντος: πολλὰ ἂν εὐχαριστήσαιμι τοῖς θεοῖς, εἰ τοῦ παρόντος ἀπαλλαγεὶς κακοῦ τὴν παλαιὰν λάβοιμι κατάστασιν.

    [*](1. τοῦ Vaterus. τῶν A. 9. θεῷ σπείσαντʼ ἄμυστιν δεῖ πιεῖν 4. ὔγῃ] Haud dubie Euripidis, L. Dindorfius. θεὸν πείσαντες μῦστιν etsi Eubuli quoque et Philylii δεῖ ποιεῖν A. comicorum fabulae fuerunt Αὔγη 14. ἑτέρωθι] Orest. 220. inscriptae. αὐτῇ A., quod correxit 16. παιπάλης] πεπάλης A. hermannus Opusc. vol. 5. p. 189. 17. Ὅμηρος] Il. 10, 7. 5. τῷ] Quidni ᾧ ? 26. ἂν et κακοῦ addidit Vaterus. 7. σπάσεως Hermannus. τάσεως 27. λάβοιμι Vaterus. λάβω A. A. πόσεως L. Dindorfius.)
    33