De Lepra Ad Sistelium

Methodius

Methodius, De Lepra Ad Sistelium, Bonwetsch, Hinrichs, 1917

ταῖς ἀρχεκάκοις καὶ βλαβοποιοῖς τέτρασιν ἀπεικάζων νόσοις τῆς ψυχῆς τὰς λέπρας, ὥσπερ ἀπὸ μιᾶς ἐκχεομένης πηγῆς ἐπικρατήσαντος καὶ πλημμυρίσαντος τοῦ πονηροῦ. τὴν μὲν λευκαίνουσαν τὸν ἐρεθίζοντα καὶ ἐφορμῶντα πρὸς τὰς συνουσίας οἶσθρον εἶναι λεκτέον· μαργώντων γὰρ τῶν σωμάτων [*](3 vgl. Symp. S. 27, 6. 18. 113, 23f — 6 s. zu S. 454, 2 — 8 vgl. De cibis 11, 2 u. zu Hiob 9, 5 — 11 Lev. 13, 19. 49 — 16 vgl. Orig. In Lev. 8, 5 IX, 322, 5f — 19 vgl. Symp. S. S, 22. 22, 14. 38, 18. 124, 24 — vgl. Symp. S. 11, 16) [*](8ff Coisl. 294 — Nilus Ep. I, 224 PGr 79 S. 165 A — 16 Ps.-Justin. Fragm. 2 III, 2, 368 Otto) [*](1 »Schmuck« lepotu κόσμος?) 5 »Verstandes« celoumia: celoumna S 6 »uns« S ν 8 Coisl. 294 Bl. ν,12; Überschrift περὶ τῶν τῆς εἰδῶν. Μεθοδίου 9 διαλάσσωντα C | ταῖς χροαῖς < S | μεγ. νομοθέτης] προφήτης S | ἀπὸ τῆς — τε καὶ Z. 10 < S 10 φυλάσσεσθαι C | διδάσκει: »befiehlt« S (wohl weil νομοθέτης fehlt) 11 χλορίζον κ.πυρίζον C | καὶ vor τὸ < S | μὲν] οὖν schwerl. + S 12 αἰφνιδίος C: nach βλαστ. in S 12 f λοιμαίνεσθαι καὶ C: < S 13 σίπειν C | λέγει < S | χλορίζον C 14 ἀπὸ προüπ. αἰτ. <S | κατὰ καυμ. < S τραύμασι S 15 γεννώμ.: »sich gezeigt « S | ἐπιβόσκεσθαι: »verdirbt« S | δηλοῖ 003C; S | ταῖς — λέπρας Z. 16] »Ähnlich aber sind diese den vier die Seele verderbenden « S 16 ὥσπερ — πονηροῦ Ζ. 18 hier 003C; S, aber hat es unten § 4 18 μὲν] γὰρ S | τὸν — λεκτέον Ζ. 19: »gleiche der halbgelben « S 19ff μαργώντων — ἀφροποιεῖ: »indem von der Unzucht das Blut »in Blut . . « S) sich wandelt in 003C; S) gelben « S 19 μαργόντων C)

456
ἐν ταῖς συμπλοκαῖς καὶ κινουμένων ἐκκυμαινόμενον τὸ αἶμα κατ ἀνακοπὴν ἀφροποιεῖ, ὥσπερ καὶ ἡ θάλασσα καὶ οἱ ποταμοὶ κατὰ τὰς τῶν ἀγρίων ἀνέμων ἐμβολὰς ἀφρῷ λέγονται μορμύρειν, δί ὃ καλῶς τὴν ἡδονὴν ταύτην λέπραν λευκαθίζουσαν ἐκάλεσεν ὁ νομοθέτης.

γλαυκαίνουσαν δὲ τὸν φόβον, πτόησιν καὶ κατάπληξιν δεινὴν ἐξεγείροντα τῇ ψυχῇ ἀπὸ τοῦ πονηροῦ· »άπὸ φόβου« γάρ φησιν »ἐχθροῦ« ὁ Δαυίδ »ἐξελοῦ τὴν ψυχήν μου« . .

χλωρίζουσαν δὲ τὸν φθόνον καὶ τὴν λύπην ἀπὸ τοῦ τήκεσθαι καὶ μεταβάλλεσθαι εἰς τὸ ὠχρότερον τοῦ προσώπου τὴν ἔμφυτον εἰδέαν. πυρρίζουσαν δὲ πάλιν καλεῖ τὴν ὀργὴν παρὰ τὸ <τὸν> ἐκκαιόμενον ἐρυθραίνεσθαι τῷ θυμῷ καὶ εἰς πυρρῶδες μεταβάλλειν τοῦ προσώπου τὴν ἐπιφάνειαν. Daher <erzählt> die Schrift, daß die Schwester des Moses den Aussatz hatte, weil dem Bruder übel redete.

Es spricht aber nun auch der Prophet, der selige Jeremias: »Säet nicht in die Dornen, sondern beschneidet euch eurem Herrn und werfet ab die Unbeschnittenheit eurer «, sagend: Die bösen Leidenschaften beschneidet, damit wir zu Gott bringen.