De Resurrectione

Methodius

Methodius, De Resurrectione, Bonwetsch, Hinrichs, 1917

λέγεται τοίνυν χωρίζεσθαί τι ἀπό τινος ἤ ἐνεργείᾳ καὶ ὑποστάσει, ἤ ἐπινοίᾳ, ἤ ἐνεργείᾳ μέν, οὐ μὴν καὶ ὑποστάσει. <ἐνερείᾳ ὡς εἰ πυρούς τισ καὶ κριθὰς μεμιγμένα χωρίσειεν ἀπ'

ὡς εἰ πυρούς τισ καὶ κριθὰς μεμιγμένα χωρίσειεν ἀπ'ἀλλήλων· ᾗ μὲν γὰρ κατὰ κίνησιν χωρίζεται, ἐνεργείᾳ λέγεται, ᾗ δὲ χωρισθέντα ὑφέστηκεν, ὑποστάσει λέγεται κεχωρίσθαι. ἐπινοίᾳ δέ, ὅταν τὴν ὕλην ἀπὸ τῶν ποιοτήτων χωρίζωμεν καὶ τὰς ποιότητας ἀπὸ τῆς ὕλης. ἐνεργείᾳ δέ, οὐ μὴν καὶ ὑποστάσει, ὅταν χωρισθέν τι ἀπό τινος μηκέτι ὑπάρχοι, ὑπόστασιν οὐσίας οὐκ ἔχον.

γνοίη δ' ἄν τις καὶ ἐν τοῖς χειροτεχνήμασιν ὡς ἔχει, ἀνδριάντα ἰδὼν ἤ ἵππον χαλκοῦν. ταπυτα γὰρ λογιζόμενος ὄψεται τὴν ἔμφυτον μορφὴν διαλλάττοντα, εἰς δὲ ἑτέραν ὄψιν μεθιστάμενα, ὑφ' ἧς τὸ ξυγγενόμενον εἶδος ἀφανίζεται. εἰ γὰρ τις τὰ ἔργα τὰ σχηματιζόμενα εἰς εἶδος ἀνθρώπον, ἤ ἵππου συντήκοι, εὑρήσει τὸ μὲν τοῦ σχήματος εἶδος ἀφανιζόμενον, αὐτὴν δὲ τὴν ὕλην μένουσαν.

ὥστε ἀσύστατον τὸ λέγειν τὸ μὲν εἶδος <μόνον> ἀνίστασθαι ἠμαυρωμένον μηδέν, . . τὸ δὲ σῶμα, ἐν ᾧ ἦν τὸ εἶδος ἐντετυπωμένον, διαφθείρεσθαι.

— ἀλλά, Ναί, φησίν· ἐν πενυματικῷ γὰρ μετατεθήσεται σώματι. — οὐκοῦν ἀνάγκη τὸ μὲν εἶδος ἰδίως ὀμολογεῖν αὐτὸ τὸ πρῶτον <ἐκεῖνο> μὴ ἀνίστασθαι, τῷ συνη λ- [*](21 Οrig. De princ. II, 10, 1 S. 174, 2 ff) [*](1 χαλκοῦ S: ὅλου Ph | μή < S 2 ἀπὸ μή < S 4 ἐν τῷ θαν.: »nach dem Tode« übersetzt S 5 λέγεται. . χωρίζεσθαι glagoletsja razlučiti <sja> | λέγεται χωρ.: χωρίζεται S 5 f ἐπισκεψώμεθα] »damit wir sehen, nach was für einem Bezeichneten (einer Bezeichnung) man von einer Trennung (146) der Wesensform von dem Fleisch reden muß« richtig + S 7 οὐ μὴν »aber nicht« no ne (oder a ne): » aber noch« ne ešto S | ἤ ὑποστάσει S, aber vgl. was 6, 4 folgt | ἤ vor ἐνεργ. 2 + S 7 f ἐνεργείᾳ καὶ ὑποστάσει + S, μὲν + Κl 8 εἰ < S 8 f ἀπ' ἀλλήλων <S 9 ᾗ μὲν γὰρ]εἰ S | χωρίζεται]λέγεται ἐντργείᾳ χωρίζεσθαι S | ᾗ] εἰ S 10 ὑμέστηκεν: »seinen Wesensbestand hat« (»hat« imatj: imatiem S) S 11 τῶν π.] τῆς ποιότητος las schwerl. S 13 γνοίη — μένουσαν Ζ. 19 <S 20 μόνον + S 146 v | ἠμαυρωμένον: »unteilhaftig . . , das heißt durch nichts beraubt« S 21 φησιν: 23 f τῷ συνηλλ. . . συμφθ.: »als vergehend« S)

398
λοιῶσθαι αὐτὸ συμφθῖνον τῇ σαρκί. κἂν γὰρ ἐν πνευματικῷ μεταπλασθῇ σώματι, αὐτὸ μὲν ἰδίως τὸ πρῶτον ὑποκείμενον ἐκεῖνο οὐκ ἔσται, ὁμοιότης δέ τις ἐκείνου ἐν λεπτομερεῖ μεταπεπλασμένη σώματι. Wenn aber nun nur jenem ähnlich, aber nicht jener erste selbst, wie wird es da noch weiter wert sein, die Aufersteung zu hoffen,

εἰ [δὲ] μήτε τὸ εἶδος τὸ αὐτὸ μήτε τὸ σῶμα ἀνίσταται, ἀλλ'ἕτερον ἀντὶ τοῦ προτέρου. τὸ γὰρ ὅμοιον, ἕτερον τοῦ ἑαυτοῦ ὁμοίου ὅν, αὐτὸ ἐκεῖνο τὸ πρῶτον, πρὸς ὃ ἐγένετο, εἶναι οὐ δύναται.

Wenn [aber] nun irgendein Erzkünstler ein Bild aus Erz seiend vernichtet, und ein anderes von Gold an die Stelle des vernichteten zu setzen denkt, ähnlich dem ersten, so wird jemand sagen, daß es dem ersten ähnlich sei, aber nicht, daß es jenes Bild, nämlich das erste, erneuert selbst sei.