De Resurrectione

Methodius

Methodius, De Resurrectione, Bonwetsch, Hinrichs, 1917

Nachdem wir nun dieses gezeigt haben, gehört es sich, die weitern Worte des Origenes durchzugehen. Es schreibt aber nun darnach dieser Mann über Lazarus und über den Reichen, von denen der eine »ausruht«, der andere »gepeinigt« wird; es bittet aber nun jener (sc. dieser), daß ihm Lazarus mit dem kleinen Finger auftropfe auf Zunge und seine Zunge kühle:

Ὠριγένης τάδε φησί·] Περὶ δὲ τοῦ Λαζάρου καὶ τοῦ πλουσίου ἀπορεῖσθαι δύναται, τῶν μὲν ἁπλουστέρων οἰομένων ταῦτα λελέχθαι, ὡς ἀμφοτέρων μετὰ τῶν σωμάτων λαμβανόντων τὰ ἄξια τῶν τῷ βίῳ πεπραγμένων, τῶν δὲ ἀκριβεστέρων, [*](1 I Kor. 15, 42 — 14 Luk. 16, 19; vgl. De res. III, 3, 4 S. 391,ff — 18 vgl. De res. I, 20, 1 S. 242, 2) [*](5–11 Oekumen. zu I Kor. 15,44 PGr 118, 888 A; vgl. Gramer, Catene V, 16f —17 —S. 416, 2 Phot. Bibl. 234 S. 300b, — 301a, 12) [*](2 »indem — damit« vielleicht Ζ. 3: vielleicht »damit, durch den Willen Weise der Substanz übertreffend geworden« 5 σῶμα — διοικούμενον Ζ. Oekum., Lemma Μεθοδίου 5f σῶμα λ. πνευμ. < S 6 τὸ λεπτομ. κ. »der aus Luft gemacht wird« S | λέγουσι »lästern« S | ὅτι — Ζ. 8 < S 8 πνευμ. λέγεται < S | πᾶσαν < S 9 Gnade« S | καὶ κοινωνίαν < S | ὥσπερ — χωρητικόν Ζ. 10 ein Wein oder Öl aufnehmendes Gefäß nicht Öl oder Wein genannt wird, ein Öl- oder Weingefäß, so wird auch der Leib, welcher die Gemeinschaft (<das ? obstee) des Geistes aufgenommen, nicht Geist genannt, sondern geistiger Leib« richtiger S 10 ἀναλόγως — διοικούμενον Ζ. 11 < S S 160v 14 »dieser Mann« muz sii: muze sii Sb; schwerl. »ihr Männer« (oder muzie) si 17 Ὠριγένης — ὑπάρχουσιν S. 416, 2 Ph | Ὠριγ. — δύναται Z. 18: »Dies aber nun« S | δὲ < Phb 18f οἱ μὲν οἴονται 20 οἱ δὲ ἀκριβέστεροι S 18 ἁπλούστερον Phb; »an Verstand« + 20 τῷ βίῳ] ἐν τῷ σώματι S | ἀκριβέστερον Phb)

414
ἐπεὶ μετὰ τὴν ἀνάστασιν οὐδεὶς έν βίῳ καταλείπεται, οὐκ ἐν τῇ ἀναστάσει οἰομένων ταῦτα γεγονέναι — λέγει γὰρ ὁ πλούσιος ὅτι »πέντε ἀδελφοὺς ἔχω, καὶ ἵνα μὴ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου, πέμψον Δάζαρον ἀπαγγέλλοντα αὐτοῖς τὰ ἐνταῦθα« —, καὶ διὰ τοῦτο ζητούντων τὴν γλῶσσαν καὶ τὸν δάκτυλον καὶ τοὺς κόλπους Ἀβραὰμ καὶ τὴν ἀνάκλισιν.

καὶ τάχα τὸ τῆς ψυχῆς ἅμα τῇ ἀπαλλαγῇ σχῆμα, ὁμοιοειδὲς ὄν τῷ παχεῖ καὶ γηίνῳ σώματι, δύναται οὕτως λαμβάνεσθαι. εἴ ποτε γοῦν ἱστορεῖταί τις τῶν κεκοιμημένων φαινόμενος, ὅμοιος ἑώραται τῷ ὅτε τὴν σάρκα εἶχε σχήματι.

εἶτα· Ἀλλὰ καὶ ὁ Σαμουὴλ φαινόμενος, ὡς δῆλόν ἐστιν . . . , ὁρατὸς ὢν παρίστησιν ὅτι σῶμα περιέκειτο, μάλιστα ἐὰν ἀναγκασθῶμεν ὑπὸ τῶν ἀποδείξεων τὴν οὐσίαν τῆς ψυχῆς ἀσώματον εἶναι καθ’ ἑαυτὴν ἀποφήνασθαι.

ἀλλὰ καὶ ὁ κολαζόμενος πλούσιος καὶ ὁ ἐν κόλποις Ἀβραὰμ πένης ἀναπαυόμενος, πρὸ τῆς παρουσίας τοῦ σωτῆρος καὶ πρὸ τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος καὶ διὰ τοῦτο πρὸ τῆς ἀναστάσεως <γενόμενοι, καὶ> λεγόμενοι ὁ μὲν έν Ἅιδου κολάζεσθαι, ὁ δὲ ἐν κόλποις Ἀβραὰμ ἀναπαύεσθαι, διδάσκουσιν ὅτι καὶ νῦν <ἐν> τῇ ἀπαλλαγῇ σώματι χρῆται ἡ ψυχή.