De Resurrectione

Methodius

Methodius, De Resurrectione, Bonwetsch, Hinrichs, 1917

Das Wort aber nun von dem Fließen der menschlichen Leiber, ob es wahr ist, soll untersucht werden. <ὅτι γὰρ> τὰ πάντα δημιουργῶν ὁ θεὸς καὶ πάντων φροντίζων καὶ προνοούμενος, »λαβὼν χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς«, τὸν ἔξωθεν ἡμῶν »ἔπλασεν ἄνθρωπον«, οὐ μόνον ὁ γέγας προφήτης Μωüσῆς, ἀλλὰ καὶ πᾶς ὁμόγλωσσοςλ αὐτῷ τῆς πνευματικῆς φωνῆς προφητῶν χορὸς μαρτυρεῖ. οὐ γὰρ ἀπρονοήτῳ καὶ συντυχικῇ φορᾷ, κατὰ τοὺς τὸ ἄπειρον καὶ κενὸν εἰσημουμένους, ὥσπερ ἐξ ἄμμων κατὰ συντυχίαν προσγινομένων καὶ ἀπογινομένων, ὑπέστη τὸ πᾶν, ἀλλ'ἐκ πυρὸς καὶ ἀέρος καὶ γῆς καὶ ὕδατος, κἂν [*](1 vgl. Thesaurus 8, 1160 C. Suidas Π ,2, 1576, 12ff - 2 Joh. 5, 17 - 4 Weish. Sal. 7, 21 - 5 Hipp.,Refut. X, 34 a. Ende. Iren., Adv. haer. V, 32,1 - 10 De res. I, 22.25,3ff - 15f Deres. II,30,1. Plato Legg. X,889B. Dionys. Al., De natura 12 PGr 10, 1249ff 11-S. 352, 16 S. Parall. 427 S. 177f Holl 1 φύσιν] φασὶν C | καὶ πρόνοιαν <S | παρὰ τὸ] καὶ δἰ οὐδένα S | αὔξειν—φροντίζουσιν Ζ. 2] προνοεῖσθαι S | αὔξ.] πάντως + C c 2 γὰρ <S 3 φησὶ las schwerl. nicht S, doch nur in S c 4 τεχνήτιδα C | ἡ γὰρ—σοφία Ζ.5 + S 5 Hipp. οὐ γὰρ πτωχεύει φεός. Iren. dives in omnibus Deus et omnia sunt eius 6 κ. κτίζειν—δυναμένου Ζ. 7] »sowohl schaffend wie schmückend« S 7 δυναμένου] C endet 8 »Da - untersucht werden« Z. 11 + S 9 »in Früchte« S 111 11 ὅτι γὰρ + S | τὰ πάντα] C in C 140. In R Bl. 152 nur bis Z. 13. Lemma ἐκ τοῦ αὐτοῦ (nach Π, 9, 12) 12 περὶ πάντων w. e. sch. S (»für alles«) | φροντίζων καὶ <S 13 ἄνθρωπον] C r endet 14 προφήτης <S | πᾶς—χορὸς Ζ. 15] »alle Propheten« S 15 ff Dionys. ταύτας δή φασι τὰς ἀτόμους, ὡς ἔτυχεν ἐν τῷ κενῷ φερομένας, αὐτομάτως τε συμπιπτούσας ἀλλήλαις διὰ ῥύμην ἄτακτον . . ἀλλήλων ἐπιλαμβάνεσθαι. . . ταύτης δὲ τῆς δόξης Ἐπίκουρος γεγόνασι καὶ Δημόκριτος .. τὰς ἀτόμους. . ἀμερῆ φασὶν εἶναι σώματα 15 ἀπρονοήτῳ γὰρ S 16 κατὰ τοὺς—εἰσηγουμένους<S 17 ἐξ <S | κατὰ συντ. Βο: κατὰ σωτηρίαν C: <S 18 ὕδατος καὶ γῆς S)

350
μή βούλωνται ταῦτα στοιχεῖα καὶ πρωτόγονα τοῦ παντὸς εἶναί τινες σώματα, ἀλλὰ συγκρίματα <καὶ> εἴδη ἐξ ἀτόμων ἢ ὅφκων ἢ ἀμερῶν ἢ ὁμοιομερῶν, αὐτομάτῳ τινὶ καὶ ἀπροαιρετῳ συναχθέντα φιλίΠα. ἀπρονοησίᾳ γὰρ τῶν ὅλων καὶ ἀδιοικησίᾳ ἀκόλουθος οὖτος ὁ λόγος δἰ ὃ καὶ Δημοκρίτῳ καὶ Ἐπικούρῳ φίλος, ἀλλ'οὐκ ἡμῖν.

ἴσμεν γὰρ τὸ πᾶν ἀπταίστως θείας βουλῆς κυβερνᾶσθαι προστασίᾳ. ἡ γὰρ ἐργαζομένη θεοῦ ταγαῖς τὰ πάντα σοφία καὶ σχηματίζουσα τῷ μὲν θερμῷ τὸ ψυχρὸν θραύσασα, τῷ δ' αὖ ψυχρῷ τὸ θερμὸν ἠμερώσασα, καὶ τῷ μὲν ξνρῷ δήσασα τὸ ὐγρόν, λύσασα δὲ τῷ ὑγρῷ τὸ ξηρόν, - τὸν ἄνθρωπον οὕτως ἐδείματο, τὴν πρὸς τὸ πᾶν ἐν αὐτῷ μίμησιν καὶ τὴν ἐν τῷ παντὶ πρὸς αὐτὸν διαγράψασα, ὥστε κόσμον μὲν εἶναι [*](7.11 Klem. Al. Protr. 1, 5, 1. 3 S. 6, 3ff. 12ff Stählin 7-S. 351, 11 Eustath. Hexaem. PGr 18, 749. Greg. Nyss. De opif. hom. 30 S. 128 (177 Oehler) - 11 Greg. Naz. Or. 28, 22. Greg. Nyss. De opif. hom. 16. De an. et res. 188B (S. 16 Oehler). In Psal. I, 3 PGr 44, 440 C. Const app. VII, 34,6. VIII, 9,8. 12,16. Justinian Ad Men. PGr 86, 959. Isid. Pelus. Ep. Π, 43 1f καὶ . . τοῦ παντὸς . . τινες σώματα<S 2 συγκρ.] στοχεῖα? S (»Elemente« wie Z.1) | καὶ + S | εἴδη S: ηδη C 3 αὐτομάτῳ τινὶ καὶ<S 4 ἀπρονοησία C: ἀπρονοησίας S | τῶν—ἀκόλουθος<S 5 καὶ1 <S | ἀλλ' οὐχ ἠμῖν <S 6 θείας βουλῆς] θείᾳ od. τοῦ θεοῦ S 7ff Klem. ναὶ μὴν καὶ πυρὸς ὁρμὴν ἐμάλαξεν ἀέρι, . . καὶ τὸν ἀέρος ἀπηνῆ ψυχρίτητα τῇ ᾶραπλοκῇ τοῦ πυρὸς ἐτιθάσευεν. Eust. τὸν ἄνθρωπον ὁ θεὸς ἐδημιούργησε, τῷ μὲν θερῷ θραύσας τὸ ψυχρόν, τῷ δὲ ξηρῷ δήσας τὸ ὐγρὸν καὶ λὐσας πάλιν τὸ ξηρὸν τῷ ὑγρῷ, συνεστήσατο αὐτὸν ἔχοντα πάντα τὰ μέρη τοῦ παντός. ὥσπερ γὰρ ἠ γῆ ἑστῶσα τὸν ψυχρὸν ἀέρα περικεχυμένον ἐν ἑαυτῇ κέκτηται, τεταγμένως δὲ ἐπ'αὐτῷ τὸ πῦρ αἰωρούμενον, καὶ πάλιν τὸ ὕδωρ περιθέον κύκλοθεν αὐτήν. οὕτω δὴ καὶ ὁ ἄνθρωπος καθάπερ γῆ τῶν ὀστέων στερεμνίᾳ φύσει, καὶ τῇ ἐπ' αὐτὸν κεχυμένῃ σαρκὶ συνεστὼς τὴν πνευματικὴν διὰ τῶν μυκτήρων ἀναπνοήν, ὥσπερ ἀέρα κεκλήρωται τὴν ἔμφυτον αὐτοῦ θερμότητα καὶ καταψύχουσαν. καὶ γὰρ ὁ ὑπὲρ κεφαλῆς ἡμῶν ἀήρ, τὴν πυρώδη τοῦ ἀέρος φύσιν καταψύχων, εὔκρατον παντὶ τῷ βίῳ τῶν ζᾠων καθίστησι. τὸ δὲ θερμὸν θερμὸν τὸ ἐνυπάρχον τῷ σώματι τοῦ ἀνθρώπον τὴν τοῦ φλέγματος ἐκτήκει ἀμετρίαν, καθάπερ κρυσταλλῶδες πίδημα ὕδατος. αἱ δὲ φλέβες καὶ τὸ αἶμα τὸ ἐν αὐταῖς ποταμῶν μιμήματα ἀποσώξουσιν 7 τῷ μὲν] C 140 V 8 τὸν ψυχρὸν] »das Heiße« S | τῷ (τὸ C) δ'αὖ] »und« S | τοῖς πᾶσι S 11f Klem. ὁ τοῦ θεοῦ λόγος. . κόσμον δὲ τόνδε καὶ δὴ καὶ τὸν σμικρὸν κόσμον τὸν ἄνθρωπον . . ἁρμοσάμενος. Greg. De opif. φασὶ γὰρ (τῶν ἔξωθέν τινεσ) μικρὸν εἶναι κόσμον τὸν ἄνθρωπον ἐκ τῶν αὐτῶν τῷ παντὶ στοχείων συνεστηκότα. De an. et res. λέγεται παρὰ τῶν σοφῶν μικρός τις εἶναι κόσμος ὁ ἄνθρωπος, ταῦτα περιέχων ἐν ἑαυτῷ τὰ στοχεῖα, οἶς τὸ πᾶν συμπεπλήρωται. Ιn)

351
μικρὸν τὸν ἄνθρωπον ἔχοντα ἐν ἑαυτῷ πάντα τὰ μέρη τοῦ ὅλου, μέγαν δὲ τὸν κοσμον ἄνθρωπον.

καθάπερ οὖν δὴ ἐν τῷ ὄλῳ γῆ μὲν ἀκλινητος ἕστηκεν καὶ καθεδρασμένη, ἔχουσα πάντοθεν περικεχυμένον ἐν ἑαυτῇ ψυχρὸν τὸν ἀέρα, τοῦ πυρώδους ἀναπνοὴν παρεχόμενον τῇ φύσει, τεταγμένως δὲ ἐπ' αὐτῷ τὸ πῦρ ἠωρημένον, καὶ περὶ τὴν γῆν κεχυμένον τὸ ὕδωρ. οὕτω δὴ καὶ ἐν ἠμῖν γῆ μὲν ἡ τῶν ὀστέων ἐστὶν στερέμνιος φύσις, καὶ ἡ ἐπ' αὐτῆς περικεχυμένη σὰρξ χυτή, ὑδάτων δὲ καὶ ποταμῶν μιμήματα φλέβες καὶ αἶμα τὸ ἐν φλεψίν. ἀὴρ δὲ καὶ πνεῦμα, τὸ ἐν ἐρτηρίαις τὴν πολλὴν ξέσιν τοῦ ἐν ἡμῖν καταψύχον πυρός. πῦρ δὲ τὸ ἔμφυτον θερμόν, τὴν τοῦ φλέγματος ἐκτῆκον ἀμετρίαν, καθάπερ κρυσταλλῶδες πίλημα ὕδατος.

οὗ χάριν τὴν πρὸς τὰ ὅλα καὶ ὁ προφήτης προστασίαν καὶ διακυβέρνησιν τοῦ θεοῦ δηλῶν (οὐδὲ γὰρ ἀπαυτοματίζεταί τι τῶν τεχνικῶν ὅλως δημιουργημάτων), τὴν τῶν τετραπροσώπων ἡνιόκησιν ἡμπῖν χερουβὶμ καὶ ἐπιστασίαν ἐξηγεῖται ἐπιστήμονα ἰθυνομένην πρὸς τοῦ λόγου. τέσσαρα [*](1 Vita des Pythag. bei Phot. Bibl. 249 S. 440a, 33 - Klem. Al. Protr. 1, 5, 3 S. 6, 12f - 2 Plato Tim. 55 D E — 6 Orig. bei Hier. C Ioann. ad Pamm. 25 PL 23, 392f - 14 Ezech. 1, 10. 10, 14 - Hipp., In cant. 8, 6 6 ff vgl. Meletius, De nat. homl PGr 64, 1092A - 15 vgl. Eznik, Wider d. Sekten I, 227 ff Psal. ἤκουσα τινὸς τῶν σοφῶν.., ὅτι μικρός τις κόσμος ὁ ἄνθρωπος, πάντα ἔχων ἐν ἑαυτῷ τὰ τοῦ μεγάλου κόσμου. Isidor ἐκεῖνοι (οἰ φιλόσοφοι) γὰρ ἀπὸ τῶν τεσσάρων στοιχείων τὴν οὐσίαν τὴν σωματικὴν κεκρᾶσθαι φάσκοντες 2 μέγαν-ἄνθρωπον <S | ὅλῳ S: λόγω C 3 καὶ καθηδρασμένη C 4 ἐν <S? | πυρώδους]πυρὸς viell. S 5 ἠω. Kl mit S (»ausgebreitet« ): αἰωρούμ. Εust.: ἑωρωμένον C 1. Hd. 6 καὶ χυμένον C 1. Hd., αὶ corr. in ε ν. neuer. Hd. | δὴ Εust. Kl: δὲ C:<S 6f Melet. ἀναλογεῖ γὰρ τὸ μὲν αἶμα θερμὸν ὃν καὶ ὑγρὸν τῷ ἀέρι. ἡ δὲ ξανθὴ χολὴ θερμὴ οὖσα καὶ ξηρὰ τῷ πυρί. ἡ δὲ μέλαινα ψυχρὰ καὶ ξηρὰ οὖσα τῇ γῇ. τὸ δὲ φλέγμα ὡς ψυχρὸν καὶ ὑγρὸν τῷ ὕδατι. Οrig. quattuor, inquit (Οrigenes), elementa sunt, philosophis quoque nota et medicis, de quibus omnes res et corpora humana copacta sunt, terra, aqua, aër et ignis. terram in carnibus, aërem in halitu, aquam in humore, ignem in calore intelligi 6 ἡ τῶν-φύσις Ζ.7] »die knochen« S 7 περὶ αὐτῆς w. e. sch. S 8 χυτὴ <S | ὐδάτων S: ὕδωρ C | ποταμῶν δὲ καὶ ὑδάτων S | φλεψίν] αὐταῖς S Eust. 9 καὶ <S | τὸ] ὅν od. τὸ ὃν S | ἐν ἄρθροις od. ἁρμοῖς οd. ἀφαῖς καὶ ἀρτηρίαις S 10 πυρός <S 11 κρυσταλλώδη ὕδατα S (πίλημα <S) | οὖ χάριν] »so hat dem ähnlich« S (οὕτω τούτῳ ὁμοίως) 12 τὴν πρ. τὰ ὅλα und προστασίαν-δημιουργημάτων Ζ. 13f <S, aber + »hat gesehen« 14 τὴν—χερουβὶμ] »die Cherubim mit den vier Angesichtern« S 14f ἐπιστασίαν] »das Anvertraute« (ἐπιταγὴν?) S 15 ἐπιστήμονα <S | τέσσαρας C)

352
μὲν εἶναί φαμεν ὡς τὰ ζῷα τὰ ὑπεζευγμένα τῷ ὅλῳ. τὸ μὲν ἀνθρώπου, τὸ δὲ λέοντος, τὸ δὲ μόσχου, τὸ δὲ ἀετοῦ. ἕκαστον δὲ πάλιν ἰδίως αὐτῶν καθ' ἑαυτὸν τετράμορφον ὄν, ἑτέρας τοσαύτας ἐν ἐαυτῷ συμπεφυκυΐας κεφαλὰς ἔχειν οἶον γνωριμωτέροις διὰ τούτων ἐμφαίνων ὀνόμασιν τὴν τῶν τεσσάρων ὁμολογίαν στοιχείων, [ἄριστα] <ἀφ' ὧν> διεκοσμήθη τὸ πᾶν. τῷ μὲν γὰρ ἀέρι τὸν ἄνθρωπον εὐστόχως ἀπεικάξεσθαι χρὴ οὐράνιον φυτὸν ὑπάρχοντα, τῷ δὲ πυρὶ διὰ τὴν ὀξυκινησίαν <καὶ ἡγεμονίαν> τὸν λέοντα, γῇ δὲ τὸν μόσχον, ἀετῷ δὲ τὸ ὕδωρ, ὅτι τὴν γέννεσιν ἐξ ὕδατος ἔσχεν τὰ πτηνά.

ὁ τοίνυν θεός, ὥστερ ὁ παλαιός φησιν λόγος, ἀρχὴν καὶ τελευτὴν καὶ μέσα τῶν ὅντων ἁπάντων ἔχων, ἀέρα καὶ γῆν, ὕδωρ τε αὖ καὶ πῦρ, τὰ μέγιστα ζῷα τῇ βουλῇ συνέχων τῇ ἐαυτοῦ καὶ διακρατῶν, καθάπερ ὅχημα τέρωρον, πρὸς διαμονὴν εὐθύνων ἀρρήτως ἠνιοχεῖ τὸ πᾶν.

τετράμορφον γοῦν ἕκαστον αὐτῶν καθ' ἑαυτὸ ζῷον ὁ προφήτης εἶναι ὑπέθετο, ὅλα δἰ ὅλων κεκρᾶσθαι δηλῶν τὰ στοιχεῖα, τετραμιγῆ τε εἶναι τὰ συνιστάμενα ἐξ αὐτῶν συγκρίματα. Denn des dem Kristall Ähnliche, welches über ihren Häuptern ist, muß dem Himmel verglichen werden.

Der Herr aber, lehrend, von diesen seien wir zusammengesetzt durch die Mischung (Composition) des Leibes, bückte sich, als ein von Geburt Blinder zu ihm geführt wurde, und machte einen Kot von [*](5 Orig. zu Ezech. 1, 12. XIV, 30 Lomm. - 7 Plato Tim. 90 A - 9 Plato Legg. IV, 715 E - 19 vgl. Iren. Adv. haer. V, 15, 2 - 20 Joh. 9,6 7 vgl. Ps. Dion., De hier. cael. 15, 8 1 μὲν—ὡς] εἰπὼν od. εἶπον S | ὅλῳ S: λόγω C 2f πάλιν ἰδίως <S 3 ἑτέρας—ἔχειν Ζ. 4 <S | ἐν ἑαυτῷ] C 141 4 συμπεφυκύας C 1. Hd., ὐ corr. in ὐι v. spät. Hd. | oἶον <S 5 ἄριστα C | ἀφ' ὧν + S 5 ff Orig. τινὲς δὲ καὶ ἐξηγήσαντο τὰ ζῷα εἰς τὸ τετραπέρατον, τὰ πρόσωπα εἰς τὰ στοιχεῖα, ἐξ ὦν συνέστηκε τόδε τὸ πᾶν. . οὕτως οὖν ἐλαύνεται πάντα ὑπὸ τοῦ λόγου τοῦ θεοῦ 6 τὸ μὲν γ. S | ἀέρι τὸν]ἀόριστον S 7 ἀπεικάζειν schwerl. S (sja wohl <S) 8 καὶ ἡγεμονίαν + S 9 ὁ (μέν δὴ) — ἔχων Pl 10 καὶ διακρατῶν <S 13 διαμονὴν = prebynanie: prebyvatie S | ἀρρήτως] »οhne Änderung« »ohne Umstürzen« S 14 ἔκατον αὐτῶν] ἀυτὸ s | ζῷον] ὂν + S 15 κεκερᾶσθαι C | στοιχεῖα S 112 V 16 συγκρίματα] C endet 19ff Iren. ei. . qui caecus fuerat a nativitate .. praestitit visum . . . quaproter et dominus exspuit in terram, et fecit lutum et superlinivit illud oculis, ostendens antiquam plasmationem, quemadmodum facta est 20 vor »bückte sich« + »Von dem Blinden« S)

353
Erde und bestrich ihm die Augen und machte ihn sehend, das ihm nach dem ihm angeborenen Bestand des Leibes Mangelnde von derschlben Mischung der Elemente wieder hinzufügend und ausfüllend. Denn das Trockene war von der Erde, das Nasse aber und Kalte und Warme von dem Ausspeien. Denn das Warme ist das aus dem Mund Hervorgehende. Aber auch an der Luft ist es teilnehmend. Denn nicht ausatmend, sondern mit vollem Anziehen des Atems speien wir den Speichel aus, mit ihm heraussendend von der inneren Wärme.

So von Erde und Luft, Wasser und Feuer zusammenmischend und von diesen, welche zuvor waren (hatten), wählend, schuf Gott, Ein Gefäß der Seele von allen den Leib bereitend.

Ein großee Zeugnis aber hierfür ist die Kunst der Malerei bewahrend, welche, die Elemente unserer Natur nachahmend, nicht mit irgend welchen anderen, sondern mit vier Farben von verschiedener Mischung durch ein beliebiges Hinzufügen eines jeden Bild malend nachahmen. Denn so hat er auch in dir, ein Maler seiend, mit vier Substanzen aller Person bilidend, alle Teile des Leibes nach verschiedener Mischung des Leibes zusamengestellt; und nicht ist ein solches in uns, welches nicht von allen hat; das trocken Erscheinende aber, nämlich das von Knochen, hat von den anderen und ist gemischt.

Daher muß der Leib derselbe erste sein, indem der, welcher verbunden hatte, auflösen gewollt, . . . , daß er durch die hinzukommenden und hinweggehenden Säfte der Speisen werde.

Da du Gold mit Silber oder mit etwas anderem zusammenschmelzend ihre Verbindung durch Kunst ternnen Kannst, sollte aber nicht vielmehr, was Gott, der Jene Materie selbst aus dem Nichtseienden geschaffen, mit unerforschlicher Weisheit zusammengestellt, wenn er will, unzerstört und unverändert sein, sondern Tag für Tag schwindend? Wenn nämlich die Speise in Fleisch sich verwandelt und in Knochen und in Sehnen, das Fleisch 30 aber in Haare und Nägel,während der frühere Leib fortgeht.

Was unirchtiger denn alles ist. Denn wenn einiges jeden Tag von der Speise zu dem Leib hinzukommt, anderes weggeht, indem dem Wasser ähnlich einiges hinwegströmt, anderes hinzuströmt, so ist nich eine [*](16 vgl. De res. I, 9, 5. 41, 1. Π,21,2. Symp. S. 23, 5. 11 — 23 vgl. De res. II, 27, 2 — 28 vgl. De res. I, 9, 15. II, 12, 2 23 Dinal. Adam. V, 18 S. 210, 30ff 10 »Gott« S 113 10f vielleicht »Einen (edino st. edinǔ) Leib von allen als Gefäß der Seele bereitend« 21 »erste« τὸ πρῶτον: »früher« πρῶτον S; oder »früher« gehört zu »verbunden hatte« 25 »der« S 113v)

354
Schöpfung der Mensch, sondern irgendeine nicht vorbedachte Einrichtung durch den Zufall.

Denn wie können wir von Gott gemacht nennen das beständig Fließende und wie Wasser Erscheinende und niemals dasselbe seiend? Wenn es Gottes Werk ist, so muß auch das Werden des einmal Geschaffenen zu Knochen und Fleisch und Sehnen von ihm sein, wenn wir wollen, daß auch nur ganz kurz bleibe das von irgendeinem künstler Geschaffene. Fließen ist nicht <sein> sondern das häufige Empfangen von Werden und Vergehen. Und lügenhaft ist das Gesagte: »Es nahm Gott Staub von der Erde und schuf den Menschen«.