De Resurrectione

Methodius

Methodius, De Resurrectione, Bonwetsch, Hinrichs, 1917

πρὸς τί γάρ τις βλέψας πιστεύσει τοῖς οὕτως ὑπ᾿ αὐτῶν προπετῶς εἰρημένοις; καίπερ οὐκ ἔχοντος οὕτως τοῦ ψαλμοῦ, κἂν βεβιασμένως αὐτὸν ἐκτίθωνται. αὐτὰ δὲ προοίσω τὰ ἐγκείμενα, ἵνα δὴ καὶ τὸ μυθῶδες αὐτῶν τῆς ἐξηγήσεως φανῇ, ὁρθῶς μὴ θελόντων νοεῖν τὰς γραφάς.

εἰσὶ γὰρ οὕτω πως δήπου τὰ λεχθέντ· »ἐδοκίμασας ἡμᾶς ὁ θεός, ἐπύρωσας ἡμᾶς, ὡς πυροῦται τὸ ἀργύριον. εἰσήγαγες ἡμᾶς εἰς τὴν παγίδα, Μου δλίχεις ἐπὶ τὸν νῶτον ἡμῶν. ἐπεβίβασας ἀνθρώπους ἐπὶ τὰς κε- φαλὰς ἡμῶν. διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος, καὶ ἐξήγαγες ἡμᾶς Ταῦτα δὲ ὑπὸ τῶν ψυχῶν

Ταῦτα δὲ ὑπὸ τῶν ψυχῶν εἴρηται τῶν εἰς τὴν παγίδα τὸ σῶμα, ὡς εἰς ἀγώνισμα, κατενεχθεισῶν ἐκ τοῦ τρίτου οὐρανοῦ, ἔνθα ὁ παράδεισος. τὸ γὰρ »διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος« ἤτοι, φασί, τὴν διὰ μήτρας εἰς τὸν κόσμον τῆς [*](3 De res. I, 4, 2ff. 29, 1. 4. 31, 4. 5 S. 223f. 258. 260. 265f — 9 vgl. S. 3209 — 11 De res. I, 23, 5. 62, 8. 11, 21, 1. Symp. S. 115, 3. 117, 13f — 12 Psal. 65, 10—12 — De res. I, 6, 1 S. 227 — 17 De res. I, 55, 4 S. 314, 10 ff) [*](3 Isid. Peius. Ep. IV, 163 (PGr 78, 1252 A)) [*](2 ἄκρατον U 3 ἔχει V | πλήρις V 4 μὲν übersetzt nicht S 5 δεσμά] τιμωρίαν w. e. seh. S 6 τοῦ < U 7 Μ’ ὧν] ὅτι ἄνωδεν U 8 πιστεύσει (vgl. II, 20, 9) oder πιστεύσαι ἂν Kl: πιστεύσειε VDd; πιστεύσει ἐν U, ἐπίστευσε w. e. seh. S | τοῖς — εἰρημένοις] »ihrem Wort« S | οὕτω U 9 κἂν — ἐκτίθωνται < S | ἐκτίθενται U | αὐτἂ — γραφάς Z, 11] »Ich lege dies nun vor, damit ihr frevlerisches Gerede überführt werde, indem sie ohne Verstand« S 10 δὴ] δὲ U 11 μὴ V 368v | εἰσὶ — λεχθέντα Z. 12] < S 12 τὰ < U | ἐδοκίμασας — κατενεχθεισῶν Ζ. 17 oben 6, 1 14 ἐπὶ τὸν νότον U, vgl. c. 56, 5; ἐνώπιον V Dd; »auf . . Häupter« 6, 1 | ἐπεβίβ. — ἡμῶν Z. 15 < 6, 1 15 διήλθ. U 142 | καὶ vor ἐξήγαγες schwerl. < S (izvede S wohl aus i izvede) 16 καὶ — Tayxa δὲ < 6, 1 16 f Ταῦτα . . εἴρηται] »dies Wort zu sagen« S 17 εἰς1] ὡς εἰς S: τουτέστιν (schwerl. οἷον) εἰς 6, 1 S | ὡς εἰς ἀγών. < S, aber hat es 6, 1 | κατενεχθ.: »eingehend« S 19 ἤτοι las wohl auch S (»i« aus ili) | φασι· Dd w. e. seh. S: φησι VUJh)

313
ψυχῆς πάροδον δηλοῖ, ἐπειδήπερ ἐν φλογὶ τοσαύτῃ καὶ ὑγρασίᾳ καταγίγνεται, ἤ τὴν ἀπὸ τῶν οὐρανῶν κατάπτωσιν εἰς τὸν βίον διερχονένης τὰς πηγὰς τοῦ Πυρὸς καὶ τὰ ὑπὲρ τὰ νῶτα τοῦ στερεώματος ὕδατα. πρὸς οὕς ἠξίουν ἐνίστασθαι. φέρε γὰρ ὑπὲρ αὐτῶν, ὠ Ἀγλαο- φῶν αὐτὸς ποίησαι τὴν ἀπόκρισιν, τί λέξουσι.