De Resurrectione

Methodius

Methodius, De Resurrectione, Bonwetsch, Hinrichs, 1917

ἀναστάσει, οὐκ αὐτὸ τοῦτο ἀγγέλους αὐτὸν ἐπαγγέλλεσθαι ἀκούομεν τοὺς ἁγίους ἔσεσθαι ἐν τῇ ἀναστάσει, ἀλλὰ ἐγγὺς τοῦ εἶναι ἀγγέλους. ὥστε ἀλογώτατον λέγειν, ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς ἀπεφήνατο τοὺς ἁγίους ὀφθῆναι ὠς ἀγγέλους ἐν τῇ ἀναστάσει, τὰ σώματα διὰ τοῦτο ταῦτα μὴ ἀνίστασθαι, καίτοι τὴς λέξεως αὐτὴν τὴν τάξιν δηλούσης σαφῶς τοῦ συμβαίνοντος.

ἀνάστασις γὰρ οὐκ ἐπὶ τοῦ μὴ πεπτωκότος, ἀλλ᾿ ἐπὶ τοῦ πεπτωκότος λέγεται καὶ ἀνισταμένου· ὥσπερ ὀπόταν λέγῃ καὶ ὀ προφήτης »καὶ ἀνστήσω τὴν σκηνὴν Δαυὶδ τὴν πεπτωκυῖαν«. 14 De res. I, 52, 1. 53, 3. III, 5, 7. 14, 5. Justin De res. 10 (S. Parall. 109, 1ff S. 48 Holl). Iren. V, 12, 3. Tert. De resurr. 18. Adv Marc. V, 9. z. B. Orig. De princ. S. 173, 21 Koetschua. Petr. Alex. (Pitra Anal. s. IV, 193 [429]) — 16 Amos 9,11 [*](14 f Syr Pirtra Anal. S. IV, 202 (435); vgl. Aphraates hom. 8. (Texte u. Unters. III, S. 131 übersetzt von Bert) 1 νυκτὸς—ὡς ἥλιο Ζ. 3] »da auch der Mond in der Nacht scheint, indem er voll ist, wir sagen: x003E;Er scheint wie die Sonne<, aber nicht x003E;die Sonnex003E;« S | τῷ τῶν VU 2 ὁ <C 3 λέγομεν U C S: λέγωμεν Cr 90v 4 κ. τὸ μὴ ὑπάρχ.] »wenn etwas wie« S | ἐγγὺς — πεφυκός hinter οὐ χρυςός Ζ. 5 Cr | δὲ <C 5 λέγ.] ἐστιν, λέγομεν S | καὶ οὐ χρυςός <S |εἰ δὲ —λέγεται Ζ. 8 <C | ἐλέγομεν S 6 ἐπεὶ δὲ—λέγεται Ζ. 8 <S | ἀλλὰ U 131 | ἐγγὺς + Pet 7 οὐ χρυςός, ἀλλ᾿ <U 8 οὕτω U | ὡς ἀγγέλους<S | λέγοντα Cc, λέγοντας Cr 9 οὐκ αὐτὸ—εἶναι ἀγγέλους Ζ. 10] »nicht Engel, sagt er, daß sie (gle im: glem S) sein warden, sondern wie Engel« S | οὐκ Cc 82v | αὐτὸν <C | ἀκούομεν—ἀναστάσει Ζ. 10 <C 10 ἐν τῆ ἀναστ. ἔσεσθαι U | ἀλλ᾿ C 11 ὥστε ἀλογ.] ἀλογ. γὰρ τὸ C 11 f τ. ἁγ. ἀπερ. ὀφθῆναι V, ἀπεφ. ὀφθῆναι (ὡφθῆναι Cc) τ. ἁγ. C 12 τὰ σώματα — ταῦτα] τὸ σῶμα S | ταῦτα διὰ τοῦο C 13 τάξιν V: πρᾶξιν U C c, παράδειξιν Cr, »jenes« S | σαφῶς <S Cr 14 ἀνάστασις—ἀνισταμένου Ζ. 15] Syr Pitra aus Brit. Mus. addit. 14532 Bl. 51 rb. 12155 Bl. 70ra u. 123r a. 12156 Bl. 70r 14f ἀλλ᾿ ἐπὶ τοῦ πεπτ. <Cr 15 καὶ ἀνισταμένου <S |ὥσπ. καὶ ὁπ. C: S 91 | λέγει U (»sagt« v. l. od. 2. Hd. ergänzt Sa) 16 καὶ 1 <C | πεπτωκύαν C)

307
ἔπεσε δὲ ὀκλάσασα ἡ ποθητὴ σκηνὴ τῆς ψυχὴς »εἰς γὴν χώματος«. οὐ γὰρ τὸ μὴ θνῇσκον, ἀλλὰ τὸ θνῇσκον κλίνεται. θνῇσκει δὲ σάρξ·

ψυχὴ γὰρ ἀθάνατος. καὶ τοίνυν εἰ ἡ ψυχὴ ἀθάνατος, σῶμα δὲ ὁ νεκρός, οἱ λέγοντες ἀνάστασιν μὲν εἶναι, σαρκὸς δὲ μὴ εἶναι, ἀρνοῦνται μὴ εἶναι ἀνάστασιν, ὅτι μὴ τὸ ἑστός, ἀλλὰ τὸ πεπτωκὸς καὶ κλιθὲν διανίσταται, κατὰ τὸ γεγραμμένον »μὴ ὁ πίπτων οὐκ ἀνίσταται, ἢ ὀ ἀποστρέφων οὐκ ἀναστρέφει;«