De Resurrectione

Methodius

Methodius, De Resurrectione, Bonwetsch, Hinrichs, 1917

Καθάπερ γὰρ ὁπότ᾿ ἂν ἐν οἰκοδομήμασι ναῶν καλοῖς σικῆ <ᾗ> γεννηθεῖσα καὶ εἰς ἔκτασιν καὶ μέγεθος εὐτροφήσασα, καὶ περὶ πάσας τὰς ἁρμονίας πολυκλημάτοις ῥίζαις τῶν λίθων κεχυμένη, οὐ πρότερον τοῦ φύειν στέλλεται, ἔστ᾿ ἂν πᾶσα ἀποσπασθῇ, λυθέντων [*](2 vgl. De res. I, 38, 5. 39, 5. 7—8 vgl. Tert. De resurr. 7—12 vgl. De res. II, 9, 12) [*](4—8, 286, 14 S. Parall. 419 S. 166f Holl—8 vgl. Greg. Naz. Orat. 38, 12. Greg. Nyss. III, 253 B—12 vgl. Prokop. 87, 1, 165 B) [*](1 ἠδύνατο U 3 θάνῃ] λυθῆ V | ἀναστῆ U 4 ἀπολλωμένης V wie oft | ἵνα—ἀνεστέλλετο S. 284, 14 C in C Bl. 79, 9. R 88v. C Lemma ἐκ τοῦ αὐτοῦ, R ohne hemma nach De res. I, 32, 8 | καὶ ἵνα 8 |μὴ τοίνυν V, μὴ τοίνυν μὴ C,an Stelle d. 1. μὴ Rasur in Cr | ᾖ < VC | ἀεὶ ζῶν V: ἀεὶ S | ἑαυτῷ S 81 | καὶ κρατιστ. S: κρατητεύουσαν V 6 τὴν + V 7 ὁ θεὺς U 122v | ἀπεφήνατο: »hat gemacht« S | νεκρώτητι VU 8 οἱ< Cr | βοὑλονται S | δὴ< CS | ἀναλύσεως C r 9 τοῦ σώματος hinter διαιρέσεως C r 10f ἀφ᾿ οὑ—ἀναβήσονται Z. 11] »daB sie wieder die Sünde hervorkommen lasse« S 11 ἀναβήσ.] ἀναβλύσονται U; ἀναζήσονται C Prok 12 vor Καθάπερ »Gleiehnis« rot + S | ὁπ᾿ ὅτἂν VC e: < USC r | καλῶς V, καλῶν US 13 συκῆ γενν. wie eine überschrift rot S | ᾗ+Holl | εἰς < C r S | ἔκτ. κ. μέγ.] »GröBe u. Schönheit« S | εὐτρογήσασαν C e, εὐτραφήσασα C r Jh: »habend« S | καὶ περὶ—κεχυμένη Ζ. 14< S | περὶ] ἐπὶ U 14 ἀρμογὰς, corr. v. 2. Hd. in ἀρμωγὰς C | πολυκληματαῖς V | κεχωσμένη C | οὑ—στέλλεται Z. 15: »nicht zerstört wird« S 15 ἴστ᾿ ἂν]ἕως U | πᾶσα]πρῶτον C: ῥίζα S | ἀποσπασθείη C r: »geschwächt wird« S | λεθέντων—λίθων S. 286, 1] »auf welchen sie gegründet ist« S)

286
τῶν καθ᾿ οὓς ἐβλάστησε τόπους τῶν λίθεων (δυνατὸν γὰρ πάλιν εἰς τοὺς ἑαυτῶν ἐναρμοσθῆναι τόπους τοὺς λίθους, τῆς συκῆς ἀφῃρημένης, ὅπως ὁ μὲν ναὸς σῴζηται, μηδὲν τῶν ἀφανιζόντων αὐτὸν κακῶν ἐν ἑαυτῷ μηκέτι φέρων, ἡ δὲ συκῆ πᾶσα προθέλυμνος ἀποσπασθεῖσα ἀποθάνῃ), κατὰ ταὐτὸ καὶ ὁ θεὸς ὁ τεχνίτης τὸν ἑαυτοῦ νεὼν τὸν ἄνθρωπον, δίκην ἀγρίας συκῆς τὴν ἁμαρτίαν βλαστήσαντα, διέλυσε θανάτου προσκαίροις προσβολαῖς »ἀποκτέννων«, κατὰ τὸ γεγραμμένον, »καὶ ζῳοποιῶν«, ἵνα πάλιν τῶν αὐτῶν ἡ σὰρξ μερῶν, μετὰ τὸ ξηρανθῆναι καὶ ἀποθανεῖν τὸ ἁμάρτημα, δίκην ἀνακαινοποιηθέντος ναοῦ ἀθάνατος καὶ ἀπήμων ἐγεθρῇ, τελέως ἐκ βάθρων ἀπολομένης τῆς ἁμαρτίας.

ζῶντος γὰρ ἔτι τοῦ σώματος πρὸ τοῦ τεθνήξεσθαι συζῆν ἀνάγκη καὶ τὴν ἁμαρτίαν, ἔνδον τὰς ῥίζας αὐτῆς ἐν ἡμῖν ἀποκρύπτουσαν, εἰ καὶ ἔξωθεν τομαῖς ταῖς ἀπὸ τῶν σωφρονισμῶν καὶ τῶν νουθετήσεων ἐνεστέλλετο, ἐπεὶ οὐκ ἂν ἔτι μετὰ τὸ φωτισθῆναι συνέβαινεν ἀδικεῖν, ἅτε παντάπασιν εἰλικρινῶς ἀφῃρημένης [*](5 vgl. zu De res. S. 275, 4 — 7 Deut. 32, 39. Justin De res. (S. Parall. 107, 273 ff S. 45 Holl) 6—S. 287,9 vgl. Prokop. PGr 87, 1, 165 B C 1 τῶν < C | γὰρ < S 2 ἑαυτῶν] αὐτοὺς C S | τῆς συκῆς] »die Wildfeige und der Feigenbaum« S, davor rot »Gleichnis« 2f ἀφῃρ.] »in ihrer Wurzel« + S 3 σώζεται U | μηδὲν — φέρων Z. 4] »keinerlei Schaden an den Ausgerotteten nehmend« S 4 ἐν αὐτῶ V, ἑαυτῶ U | προθέλυμνος < S 5 vor κατὰ τ. »kunstvoller Menschen« rot + S | καὶ ὁ θεὸς < S | ὁ Cc 79v | τεχνήτης C, v. 1. Hd. corr. | ἑ|αυτοῦ V 360v 6 νεῶ V, νεὼ U, ναὸν C | βλαστήσασαν V (viell. auch S) 7 διέλυσε—ἀποκτέννων] »tötet auswurzelnd« S | διελ.] διεκώλυεν C | ἀποκταίνων U, ἀποκτείνων wohl Cr (κτει auf Rasur, die d. Perg. durchlöch. hat) Pet Jh 8 καὶ ζωοπ. S 81v | πάλιν U S: ἀπὸ V C Dd Jh 9 τοῦ ἁμαρτήματος las schwerl. S 9f ἀνακαινοπ.] ποιηθέντος w. e. sch. S, doch viell. potvorenu »gemachten« aus novotvorenu »neugemachten« 10 ἀπήνων U: ἀπήμων Cr 89 | τελείως C 11 ἀπολλωμένης V, ἀπωλομένης Cc, ἀπολλυμμένης Cr, ἀνῃρημένης C Prok 165, 30 | ἔτι] ὅτι V 12 δεῖ καὶ Cc, δὴ καὶ Cr | ἔνδον U 123: ἔτι S | ἑαυτῆς C, nach ἐν ἡμῖν Z. 13 Cc 13 ἀποκρυπτομένην C | κἂν V C] εἰ καὶ U | ταῖς ἔξωθεν Cr | ἀπὸ — νουθετήσεων Z. 14] »der Besonnenheit« S 13f σώφρον.] συμφορῶν Cr 14 ἀναστέλλοιτο Cr: es endet C: Cc am Rand βοηθήματος und fährt fort wie 42, 3 ἀλεξιφαρμάκου κτλ. | Prok 165, 31 | ἐπεὶ οὖν U | δἔτι < U Ausgg. 15 πανταπ. εἰλικρ.] »durchaus» S)

287
ἀφ᾿ ἡμῶν τῆς ἁμαρτίας.

νῦν δὲ καὶ μετὰ τὸ πιστεῦσαι καὶ ἐπὶ τὸ ὕδωρ ἐλθεῖν τοῦ ἁγνισμοῦ πολλάκις ἐν ἁμαρτίαις ὄντες εὑρισκόμεθα. οὐδεὶς γὰρ οὕτως ἁμαρτίας ἐκτὸς εἶναι ἑαυτὸν καυχήσεται, ὡς μηδὲ κἂν ἐνθυμηθῆναι τὸ σύνολον ὅλως τὴν ἀδικίαν. ὥστε συνέστηκε συστέλλεσθαι μὲν καὶ κατευνάζεσθαι τῇ πίστει νῦν τὴν ἁμαρτίαν εἰς τὸ μὴ οἶσαι καρποὺς βλαβοποιούς, οὐ μὴν ἐνῃρῆσθαι καὶ τῶν ῥιζῶν ἄχρις. νῦν μὲν γὰρ ἐνταῦθα τὰς βλάστας αὐτῆς, οἷον τὰς ἐνθυμήσεις τὰς πονηράς, συστέλλομεν, »μή τις ῥίζα πικρίας ἄνω φύουσα ἐνοχλήσῃ«, μὴ ἐῶντες ἀναμύειν καὶ διοίγνυσθαι τὰ μεμυκότα στόμια πρὸς τὰς ἐκφύσεις, τοῦ λόγου δίκην ἀξίνης τὰς ῥίζας αὐτῆς τὰς κάτω φυομένας τέμνοντος· τότε δὲ καὶ τὸ ὅλως ἐνθυμηθήσεσθαι περὶ κακίας ἀφανισθήσεται.