De Resurrectione
Methodius
Methodius, De Resurrectione, Bonwetsch, Hinrichs, 1917
Οὐδὲ γὰρ ἀμάρτυρος ὁ λόγος γραφῶν τοῖς βουλομένοις εἰλικρινῶς τὸ ἀληθὲν λέγειν, ἐπεὶ οἶδεν ὁ ἀπόστολος μηδέπω τὴν ῥίζαν ἐξ ἀνθρώπων τῆς ἁμαρτίας ὁλοσχερῶς ἀνῃρημένην, ὁτὲ μέν »οἶδα γὰρ ὅτι οὐκ οἰκεῖ ἐν ἐμοί, τουτέστιν ἐν τῇ σαρκί μου« φράζων »τὸ ἀγαθόν· τὸ γὰρ θέλειν παράκειταί μοι, τὸ δὲ κατεργάζεσθαι τὸ [*](8 Hebr. 12, 15; vgl. De lepra 6, 2 — 9 Plato Phaedr. 251 B — 10 vgl. De lepra 2, 9 — 13 vgl. Symp. I, 3 S. 11, 1. De res. I, 56, 3 — 16 Röm. 7, 18—20 3—7 S. Parall. 420 S. 167 Holl — 3—S. 289, 2 vgl. Phot Bibl, 234 S. 294a, 8—17 1 ἐπὶ τὸ — ἁγνισμοῦ Z. 2] »der Taufe« S 3 οὐδεὶς — τὸ κακὸν 289, 2 Ph kürzer, auch II, 3—6 berücksichtigend: es beginnt wieder C in C 46v u. R 67v, beide m. d. Lemma τοῦ ἁγίου Μεθοδίου ἐκ τοῦ περὶ ἀναστάσεως | γὰρ οὕτως < C | ἑαυτὸν < C | καυχήσηται VU | ὡς μηδὲ — ἀδικίαν Z. 4] »um auch vom Begehren sich frei zu glauben« S 4 συνέστηεκ — κατευνάζεσθαι Z. 5] »wird unterdrückt und beruhigt« S | συνέστ.] συμβέβηκεν C 5 συντέλλεσθαι Cc | κατευνάζειν Cr 6 οἶσαι] φύσαι Cr, aber vgl. 44, 4 οἶσαι βλαστὸν | ἀναιρεῖσθαι U: ἀναιρεθῆανι Cc: ἀνασπασθῆανι Cr 7 ἄχρι Cc: < Cr: es endet C | γὰρ < U | ἐνταῦθα < S | οἷον — πονηράς Ζ. 8 < S 8 μή τις] »wenn irgendwo« S | Prok. S. 165, 37f | πικρίας] gorestjna: gorestno »Bitteres« S 9 ἀναμύειν — ἐκφύσεις Ζ. 10] »sich auszubreiten« S 10 τοῦ λόγου S 82 | τὰς ῥίζας — φυομένας Ζ. 11] τὰ φυόμενα S | αὐτῆς] ταύτας V 11 τέμνοντες V 11f περὶ κακίας < S 13 γραφῶν < S 14 εἰλικρε. τὸ ἀλ. λέγειν] »hören« S | ἐπεὶ V 361 | οἶδε καὶ U | μηδὲ πρώτην V 15 ἐξ < S, od. st. »die sündige W. der Menschen« grěchovnyi člk k. ist zu lesen »die sündige W. aus den Menschen« grěchovny iz člk k. | ὅτε V U 16 ἐμοί] + ἀγαθὸν V 17 τὸ γὰρ U 123v | θέλειν] θέλειν τοῦ κατεργάζεσθαι (»des Tuns«) S | πρόκειται S 17f τὸ καλὸν < S)
οὕτως οὐδέπω τὴν ἁμαρτίαν αὐτόπρεμνον ἐκ ῥιζῶν διακοπῆναι συνέβη, ἀλλὰ ζῆν (οὐ γὰρ εἰς τέλος ἀπέθανεν· πῶς γὰρ πρὸ τοῦ περιβεβλῆσθαι θανάτῳ τὸν ἄνθρωπον;), ἵνα αὐτῷ συμμαρανθεῖσα καὶ συμφθινήσασα αὐτὴ μὲν εἰς ἄρδην ἀπόληται καὶ διαφθαρῇ καθάπερ φυτόν λυθέντος ἐν ᾧ κρύπτουσα τὰς ῥίζας, ὡς ἔφην, ἑαυτῆς διεσῴζετο, ὁ δὲ ἄνθρωπος αὖθις μηκέτι »ῥίζαν« ἐνθωπεύουσαν »πικρίας« ἔχων ἐξεγερθῇ ὥσπερ ναός.
ἀλεξιφαρμάκου γὰρ τρόπον ὑπὸ τοῦ ἀλεξητῆρος ἡμῶν ἀληθῶς καὶ ἰατροῦ θεοῦ πρὸς ἐκρίζωσιν τῆς ἁμαρτίας [*](3 Röm. 7, 22. 23 — 12 Hebr. 12, 15 — 13 vgl. Justin De res. 10 (S. Parall. S. 49, 35 Holl) 13—S. 293, 3 S. Parall. 421 S. 167ff Holl 1 οὐ θέλω] μισῶ V: »nicht liebe« S (auch hernach) 2 τοῦτο1: τοῦ U | ἐγὼ κατ. S 3 οἰκοῦσα: »lebende« »weilende« S | ὁτὲ δὲ] ὅτε δὲ V U 5 ἀντιστρευόμενον V | ἐκ παντὸς < V S 6 τῷ ὄντι] τῆς οὔσης las schwerl. S (»welche ..ist« suštago wohl aus »welches ..ist« suštim) 7 οὐδέπω] οὐ las schwerl. S | αὐτόπρ. προθέλυμνον am Rd. in V 7f διακοπῆναι] ἀνασπασθῆναι V Dd 8 οὐ γὰρ — ἀπέθανεν < V S; vor ἀ. ζῆν U, nach ἀ. ζ. Kl | ζῆ U 9 περιβ.] περιεσκλῆσθαι? S »dem Hinwelken« | τὸν ἄνθρωπον < S | αὐτῷ < S | συνμαρανθεῖσα V 9f κ. συνφθινήσασα V, κ. συμφθείνασα U: < S 10 αὐτὴ μὲν] αὐτῆ μὴ V: ἁμαρτία S | καθάπερ S 82v 10f φυτόν] συκῆ S 11 λυθείσης .. τῆς ῥίζης (»wenn ihre Wurzel .. zerstört wird«) viell. S | κρύπτ. . . διεσῴζετο] »sich verbirgt« S | ὡς ἔφην < U S | αὐτῆς U S | δὲ ἐσώζετο V 12 vor ὁ δὲ ἄνθρ. + »Daß zur Ausrottung der Sünde der Tod überkommen wurde« rot S | αὖθις < S | ἐνθωπουοῦσαν V, ἐνθωπεύουσαν U: vgl. II, 6, 5. Symp. 3, 10 S. 38, 18: ἐμφωλεύουσαν Ph Jh: ἐν αὑτῷ S: »producentem« =ἐμποιοῦ· σαν übers. Cornarius: ἐνθωκεύειν hätte Methodius nach Dd an allen drei Stellen geschrieben, da Hesychius ἐνθωκεῦσαι durch ἐμφωλεῦσαι erklärt 13 ἐξεγέρθη V | ὥσπερ verbinden mit dem Folgenden U S | ναὸς < S: οὖν U | ἀλεξιφαρμάκου] wieder C in C Bl. 79v u. 89 (vgl. zu S. 286, 14) | γὰρ < V U: γάρ τι < S 13f ἀλεξιτῆρος V U C 14 καὶ ἀληθῶς ἰ. U | καὶ ἰστροῦ < Cr | θεοῦ] καὶ πατρὸς + Cr | ἐκρίζ.] ἀφανισμὸν S)