De Resurrectione

Methodius

Methodius, De Resurrectione, Bonwetsch, Hinrichs, 1917

αὐθαίρετον γὰρ καὶ αὐτοῖς ἔχειν πρὸς ἑκάτερα διετάξατο βούλησιν ὁ θεός, οἷα καὶ ἐπὶ τῶν ἀνθρώπων, ἵν᾿ ἢ πειθόμενοι τῷ λόγῳ συνῶσιν αὐτῷ καὶ ἀπολαύωσι μακαριότητος, ἢ πειθόμενοι [*](3 Plato Tim. 41f. 69 C. Symp. 202 Ef—7 vgl. De res. II, 10, 5—11 vgl. De autex. 17, 5. 18, 8. 19, 3 — 12 Gen. 6, 2 1 γενόμ.—θεοῦ vor καθάπερ—Ἀθην. Ρh | καὶ Ἀθην. γεν. < Catene | Ἀθην. S 77v | μὲν vor γενόμ. + Athenag. 1f ὥσπ. δὴ κ.: καθὸ Αthenag. 1 δὴ: δὲ U; < S 2 ὑπ᾿ αὐτοῦ γεγόν. Αthenag.: < S | τούτων Ρh b | ἦν < Αthenag. Ρh, viell. auch S doch wohl ursprünglich γὰρ ἦν bo<by>) 4 γέγονε Αthenag 4f τ. ὑπ᾿ αὐ. διακείκ.] »seinen Geschöpfen« S 5 ἵν᾿ η Αthenag. ΗS | καὶ γενικὴν Ρh Catene Athenag.: καὶ ἀγενητικὴν V, καὶ γενετικὴν U: < S | ἔχων ὁ θεός Catene | ἔχων < Αthenag. 6 τῶν ὅλων] »des Geschaffenen« S | ᾖ Ρh Catene S: ἢ V U | πάντων Catene | αὐτὸς < Catene S 6f ἀνηρτημένος: »haltend« S 7 καὶ ὥσπερ—ἄγγελοι Ζ. 8 < Ρh | καὶ w. e. sch. < S | σκάφος τι (οd. τις) S | τῷ τ. σοφ. οἴακι] »durch seine Weisheit« S | διευθύνου? Catene | ἀκλινῶς < S 8 ἐπὶ μέρει Αthenag. | οἱ < Catene | ἐπὶ τούτων V, ἐπὶ τοῦτο Catene?: ἐπ᾿ αὐτοῖς Αthenag. 8f ἀλλ᾿ οἱ μ. λ.] οἱ μὲν γὰρ ἄλλοι Αthenag. 9 ἐφ᾿ ὦν Ρh | ὁ θ. καὶ διετ. αὐτοὺς Catene | διέταξεν V S Athenag.: διετάξατο U Ph Catene | θεὸς] κύριος S 10 ὁ δὲ] αὐτὸς δὲ Ρh | τὴν < U | τῶν αὐτῷ πεπιστ. S 11 ὥσπερ—θυγατράσιν Ζ. 13 < S u. Catene, w. + καὶ μετ᾿ ὀλίγα 12 φιλοκοιτίαν ὁμιλήσαντες U, φιλοτησίαν ὁμιλ. Ρh 13 ἔχειν < S 14 βούλησιν V 358r | οἷα] ὅσα Catene: ὡς? S | ἐπὶ τ. ἀνθρώπων?: »den Menschen« S | ἀνθρώπων<Ρh a es endet Ph | ἵνα Catene | ἦ U: οἱ V 15 συνοῦσι V | ἀπολαύσωσι V Catene: ἀπολάβωσι U Ρh)

279
κρίνωνται. ἦν δὲ καὶ ὁ διάβολος ἀστὴρ ἑωσφόρος.

»πῶς ἐξέπεσεν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ὁ ἑωσφόρος, ὁ πρωῒ ἀνατέλλων;« ἦν μετὰ τῶν ἀγγέλων ἀνατέλλων τοῦ φωτός, ἦν ἄστρον πρωϊνόν, ἀλλ᾿ ἐξέπεσε καὶ »εἰς τὴν γῆν συνετρίβη«, ἐπιτροπεύσας τῷ ἀνθρώπῳ τἀναντία. τὸ γὰρ θεῖον νεμεσᾷ <ἀεὶ> »τοῖς ὑπερηφάνοις« καὶ τὰ αὐθάδη φρονήματα κολούει.

ἐπέρχεται δέ μοι καὶ ἔμμετρόν <τι> εἰπεῖν,

  • ὦ πᾶσιν ἀρχὴ καὶ πέρας κακῶν ὄφις,
  • σύ τ᾿ ὦ βαρὺν τίκτουσα θησαυρὸν κακῶν
  • πλάνη, τυφλοῦ ποδηγὲ ἀγνοίας βίου,
  • χαίρουσα θρήνοις καὶ στενάγμασι βροτῶν,
  • ὑμεῖς ἀθέσμους εἰς ὕβρεις ὁμοσπόρων
  • τὰς μισαδέλφους ὁπλίσαντες ὠλένας
  • Κάϊν μολῦναι φοινίῳ πρῶτον λύθρῳ
  • ἐπείσατον γῆν, καὶ τὸν ἐξ ἀκηράτων
  • πεσεῖν αἰώνων πρωτόπλαστον εἰς χθόνα
  • ὑμεῖς ἐτετήνασθε. |
  • [*](1 Jes. 14, 12 — 4 vgl. De autex. 17, 5. 18, 8. 19 4 — 5 vgl. I Petr. 5, 5 — 10 vgl. Symp. 11 S. 132, 6 — 12 vgl. Symp. 5, 5. 11 S. 59, 15ff. 134, 6f. De res. I, 32, 4 S. 268, 13f — 13 Symp. 11 S. 135, 19 1 κρίνονται U | vor ἦν + »Wie der Teufel der Morgenstern war« mit roter Schritf S | πῶς (ὃς Catene) — ἑωσφόρος Ζ. 2 < V 2 ἦν— ἀνατέλλων Ζ. 3 < U 3 ἀνατέλλων < Catene | τοῦ φωτὸς ἦν interpungiert S | προϊνὸν V U: < S 4 τὰ ἐναντία U 4f τὸ γὰρ—ἐτεκτήνασθε Ζ. 16 < Catene 4 τὸ S 78 5 νεμέσαν U | ἀεὶ + S | καὶ τὰ—κολούει Ζ. 6 < S 6 κολούει Pet: κωλύει V U | μοι < U | ἔμμετρον w. e. sch. S (»metrisch«) wie Pl Symp. 197 C: ἐν μέτρως V, ἐμμέτρως U | τι Βο, vgl. Pl a. a. O u. S | εἰπεῖν] τίκτειν aus τι εἰπεῖν S 7 ὦ] ὡς U | πάντων las schwerl. S | ὄφις ὄφις V, ὁ ὄφις U: φιση S 8 σύ τ᾿ ὦ Μd: σὺ od. σὺ τὸν S: οὐ τῶ V, οὕτω U: ἥ τ᾿ ὦ Scaliger | θησαυρὸν] »Besitztum« iměnie S: iměti se S 9 ποδηγὸς Scaliger | ἀγνοίας viell. verderbt: κ᾿ ἀνόου w. e. sch. S (viell. aber i »und« nachträglich eingeschalter) 10 βροτῶν: »der Menschen« S 11 ὑμεῖς < S 12 ὠλένας < S 13 Κάϊν γὰρ S | μολῦναι] »befleckte« S | φοιν. . . λύθρῳ] »mit Blue« S 14 ἔπισα τὸν V, ἐπείσατο U: < S | γῆν] »Grube« S | τὸν Pet: τῶν VU 15 εἰς χθόνα: εἰς αἰῶνα (ἀιώνων <) S 16 ἐτεκτ. Scaliger Pet: ἐπεκτήνασθαι V, ἐτεκτήνασθαι U)
    280

    Καὶ ὁ μὲν διάβολος οὕτως· ὁ δὲ θάντος πρὸς ἐπιστροφὴν εὑρέθη, καθάπερ καὶ τοῖς ἀπτιμαθέσι γραμμάτων παιδίοις πρὸς ἐπανόρθωσιν αἱ πληγαί. οὐδὲν γὰρ ἄλλο ὁ θάνατος ἢ διάκρισις καὶ διαχωρισμὸς ψυχῆς ἀπὸ σώματος. Τί οὖν;

    παραίτιος ὁ θεὸς θανάτου; λέξετε. πάλιν γὰρ ὁ αὐτὸς ἡμῖν ἥκει λόγος. μὴ γένοιτο, ἐπεὶ μηδὲ οἱ διδάσκαλοι προκαθηγουμένως τοῦ ἀλγύνεσθαι ταῖς πληγαῖς τοὺς παῖδας αἴτιοι. καλὸν οὖν ὁ θάνατος, εἰ καθάπερ παισὶ πρὸς ἐπιστροφὴν δίκην πληγῶν εὑρέθη, οὐχ ὁ τῆς ἁμαρτίας, ὦ σοφώτατοι, ἀλλ᾿ ὁ τῆς διαζεύξεως τῆς σαρκὸς καὶ τοῦ χωρισμοῦ.

    αὐτεξούσιος γὰρ ὢν καὶ αὐτοκράτωρ ὁ ἄνθρωπος, καὶ αὐτοδέσποτον βούλησιν καὶ αὐτοπροαίρετον πρὸς τὴν αἴρεσιν, ὡς ἔφην, τοῦ καλοῦ λαβών, ἀκούσας τε »ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ φάγεσθε, ἀπὸ δὲ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρὸν οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ· ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε«, ἐνδοὺς ἀπ᾿ αὐτοῦ εἰς τὸ φαγεῖν τῷ διαβόλῳ δεδελεασμένῃ σοφίᾳ ποικίλως πρὸς παρακοὴν πείθοντι, ἠθέτησε τὴν ἐντολὴν τοῦ θεοῦ· καὶ [*](3 Plato Phaed. 67 D — 5 vgl. De res. I, 36, 1—2 —7 Theoph. Ad Autol. II, 26—11 De res. I, 36,2 S. 275, 18f; vgl. De autex. 16f S. 186ff — 15 Gen. 2, 16. 17 1—S. 281, 7 S. Parall. 417f S. 165f Holl 1 Καὶ < S | ὁ δὲ θάνατος — χωρισμοῦ Ζ. 9 C in K 174v. Lemma τοῦ ἁγίου Μεθοδίου ἐκ τοῦ περὶ ἀναστάσεως 2 ηὑρέθη U | καὶ < Catene 3 πρ. ἐπανόρθ. < S | πληγαί] hier endet die Catone | ὁ < C 4 καὶ χωρισμὸς V: < S | τοῦ σώματος C, aber vgl. acuh Pl οὐκοῦν τοῦτό γε θάνατος ὀνομάζεται, λύσις κ. χωρισμὸς ψυχῆς ἀπὸ σώματος 5 λέξεται C Jh | πάλιν — λόγος < C | ὁ < V 6 προκαθηγ.] »durch das Vorgesetztsein S 7 καλὸν U 120v | οὖν < C | εἰ] ὃς w. e. sch. S | παισὶ] φησὶν C 8 δίκην πληγῶν < S | ηὑρέθη U, εὑρεθεῖ C | ἁμαρτίας] φημί od. λέγω + S 8f σοφώτατοι S 78v 9 τ. χωρισμοῦ] τῆς ψυχῆς S: C endet, aber fügt an καὶ τὰ ἑξῆς εἰς τὸν περὶ αὐτεξουσίου, weil sich das Fragm. C k 50v unmittelbar an das Z. 1ff anschließt 9f αὐτεξούσιος — δικαιοσύνης S. 281, 7 C in K Bl. 50v, von οὐκ ἐποίησεν κακὸν S. 281, 1f an auch in C u. R: Lemma in C k τοῦ ἁγίου Μεθοδίου ἐκ τοῦ περὶ ἀναστάσεως 10 γὰρ < C 11 καὶ αὐτοπροαίρετον < S | ὡς ἔφην < S 12 τε < C S | παντὸς — ἀπὸ δὲ Ζ. 13 < C | τοῦ ἐν τ. παρ. < S | τῷ V 358v | φάγ.] βορὰν φάγῃ S 13 δὲ <C 14 ἤ U | δ᾿] γὰρ S 14f ἐνδοὺς — φαγεῖν Ζ. 15 < S 15 ἀπ᾿ αὐτοῦ nach φαγεῖν C 15f τοῦ διαβόλου . . πείθοντος wie Jh viell. S 15 δὲ δελεασαμένη ἡ U, δελεασμένη C: δεδελ. σοφίᾳ < S 15f ποικίλω C 16 πείσοντι U)

    281
    ἐγένετο τοῦτο αὐτῷ εἰς σκάνδαλον καὶ παγίδα καὶ σκῶλον.

    οὐ γὰρ ἐκοίησεν ὁ θεὸς κακόν, οὐδέ ἐστιν τὸ σύνολον ὅλως ἐκ παντὸς εἰς τὸ παράπαν αἵτιος κακοῦ· ἀλλὰ πᾶν ὅπερ ἂν αὐτεξούσιον οὕτως ὑπ᾿ αὐτοῦ γεγονὸς ᾖ πρὸς τὸ φυλάξασθαι καὶ τηρῆσαι νόμον, ὃν αὐτὸς δικαὶως διεστείλατο, μὴ τηρῆσαν λέγεται κακόν. βαρυτάτη δὲ βλάβη τὸ παρακοῦσαι θεοῦ, τοὺς ὅρουσ τῆς κατὰ τὸ αὐτεξούσιον ὑπερβάντα δικαιοσύνης. ὅθεν ἐπειδὴ κατερρυπώθη καὶ κατεμάνθη τῆς άποφάσεως 5 ἀποστατήσας ὁ ἄνθρωπος τοῦ θεοῦ καὶ κηλῖδας ἐναπεμάξατο πλάνης, »πόνον« κατὰ τὴν γραφὴν συλλαβών, ἵνα τὸν ἄνθρωπον φανταζειν ἀεὶ πρὸς ἀδικίαν ἔχῆ καὶ κινεῖν, ὁ θεὸς ὁ παντοκράτωρ, ἀθάντρον κακὸν ἐξ ἐπιβουλῆς τοῦ διαβόλου ἰδὼν αὐτὸν γεγενημένον, καθάπερ καὶ ὁ διάβολος πλάνος ἦν, τοὺς δερματίνους χιτῶνας διὰ τοῦτο κατεσκεύασεν, οἱονεὶ νεκούτητι <τινὶ> περιβαλὼν αὐτόν, [*](2 vgl. s. 277, 3—5 vgl. De autex. 17.2. 18, 11 8. 189, 15. 195, 6f—9 vgl. Joh. 12, 31. Ephes. 6, 12 (Kol. 1, 13)—10 Psal. 7, 15—13 vgl. De res. I, 39, 5. 7. 40, 6—Iren. Adn. haer. III, 23, 6. Tert. De resurr. 7) [*](8 Prokop. PGr 87, 1, 164C—14 Greg. Naz. Orat. 38, 12. Greg. Nyss. Dean. et res. III, 253 B (156 Oehl. PGr 46, 148 C). De virg. 12 III, 151 (88 Oehl. PGr 46,376)) [*](1 τοῦτο < C |εἰς παυ. κ. σκάνδ. S |εἰς κ. εἰς σκῶλαν U | οὐ γὰρ] es beginnt C in C Bl. 234v Z. 8 (Lemma τοῦ ἐκ τοῦ περὶ ἀναστάσεως λόγου) und R 222 (Lemma τοῦ αὐτοῦ) |οὐ γὰρ]οἐκ CeCr 2 κακὸν ὁ δεὸς C | ἐκ—παράπαν Z. 3<S | εἰς < UC 3 αὐτεξουσίως las schwerl. S | οὕτως<S 4 γέγονεν S | ῆ C, εἰ Cr: ῆ VUSC k | ὅν]etwa τοῦτο δὲ od. αὐτὰ δὲ (viell. las aber S ὃ) toze S 5 τηρῆσαι C k: τηρηθὲν δὲ S 6 ὑπερβάντος S 7 δικαιοσύνης]es endet C | κατερυπώθη καὶ U: < S 8 τοῦ θεοῦ nach ἀποφάσεως in S | ἀποστατ.—συλλαβών Ζ. 10 Prok | ἀποστ.:παραβὰς Park 9 πολλῆς] »unreiner« (βεβήλου?)S | τοῦ σκύτους S: 12 κακὸν—ἀποθάνῃ S. 282, 2] ἐν ἐλαττώσει κεκακωμένον ἐξ ἐπιβουλῆς τοῦ διαβόλου ἰδὼν αὐτὸν γεγενημένον, οὐκ εἴασε μεταλαβεῖν τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς, ἀλλὰ ἐνέδυσεν αὐτόν τε καὶ τὴν σύζυγον εὕαν γετῶνας δερματίνους καὶ ἀπέλυσε τοῦ παραδείσου, νέκρωσιν αὐτοῖς ὁρίσας λέγων »γῆ εἲ καὶ γῆν ἀπελεύσε »γῆ εἶ καὶ εἰς γὴν ἀπελεύσει«, ὅπως καθαρίσας τῆς ἐλαττώσεως ἐν τῇ ἀναστάσει ὡς ἄριστος κεραμεῦς πἀλιν ἀπὸ τοῦ ἰδίου φυράματος ἄνευ ἐλαττώσεως ἀναστήσει V; von νέκρ. an auch Catene (nur ὑρ. αὐτ. u. ἀπελελεύση . . ἀναστήση) |τοῦ διαβόλου aus V: τῆς ἀδίκου od. ἀδικίας las S | αὐτὸν <S 13 καθάπερ U 121 | ὁ διάβ. πλάνος]αὐτὸς ὁ πλανῶν αὐτὸνὁ διάβ. S 14 νεκρότητα U, vgl. Jh Symb. in Epiph. S. 15: τινὶ +S)

    282
    ὅπως διὰ τῆς λύσεως τοῦ σώματος πᾶν τὸ ἐν αὐτῷ γεννηθὲν κακὸν ἀποθάνηῃ. |