De lapidibus

Damigeron

Damigeron. Les Lapidaires de L'antiquité et du Moyen Age; Les Lapidaires Grecs. Vol. 2, Fasc. 1. Mély, Fernand de, editor. Paris: Ernest Leroux, 1898.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ὀνομάζεται δὲ (ἡ ἀρμενιακὴ βῶλος) τῇ ἐκείνων φωνῇ ζαρινακά, κατὰ δὲ τὴν τῶν Σύρων ζαριναχά · Τὸ δὲ ὄρος ἐν ᾧ γεννᾶται πόλεώς ἐστιν ὀνομαζομένης Βαγανά · ὁ δὲ ἀγρὸς ἐν ᾧ τὸ ὄρος ἐστὶ ὀνομάζεται Ἀγαράκ.

Λευκογραφὶς ἡ μόροξος. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ὑπόχλωρος γὰρ γενόμενος οὗτος, εἰ παρατριβείη ἀκόνῃ καὶ ἱματίῳ τραχυτέρῳ, λευκαίνει τὸν τόπον.

Γαλακτίτης· καὶ οὗτος παραπλησίον τῷ προειρημένῳ χροιὰν ἔχων ὑπόχλωρον, γαλακτώδη χυλὸν ἀνίησι. Ἔστι δὲ σκληρότερος τῆς λευκογραφίδος κατὰ τὸ εἶδος, πολυγάλους [sic ?] δὲ ποιεῖ τὰς γυναῖκας, ἐὰν λουσάμεναι πίνωσιν ἢ μεθ’ ὕδατος ἢ μετὰ γλυκέος οἴνου τετριμμένον τὸν λίθον. Μίγνυται δὲ καὶ ταῖς ὀφθαλμικαῖς δυνάμεσι. Φασὶ δὲ αὐτὸν περιαπτόμενον τῷ τραχήλῳ ὀδοντιώντων βρεφῶν ὀδόντων ἀταλαίπωρον ἔκφυσιν παρασκευάζειν.

Τηκόλιθος, ὃν συριακὸν καλοῦσιν. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ὀ δὲ Νεχεψώς φησι· Τρίβε τοῦ τηκολίθου μετ’ ὕδατος καὶ ποιήσας γλοιοῦ λεπτοῦ τὸ πάχος καὶ ἀποξυρήσας τὰς τρίχας τὰς περὶ τὴν κύστιν καὶ τὸ αἰδοῖον κατάχριε, καὶ τήκει τὸν λίθον τὸν ἐν τῇ κύστει. Ἐπῳδή. Χαῖρε, θάλασσα Ἀράβων φέρουσα πημάτων ἄκος, εὕρημα τηκόλιθον· μετὰ μυρσίνου δὲ ἐλαίου ἀνεθεὶς τοῖς ποδαγρικοῖς ἐπαρκεῖ ἐπιχριόμενος.

Γαγάτης λίθος· θαυμάσιος οὗτος πυρὶ προσαγόμενος καὶ ἀναπτόμενος, ἔπειτα σβεννύμενος οἴνῳ· ὁ δὲ οἶνος καρδιακοῖς δίδοται εἰς ποτόν· αὐτίκα γὰρ παύονται καρδιαλγοῦντες τοῦ τε ἵδρωτος συσταλέντος καὶ διεγερθέντων τῶν σφυγμῶν. 〈 Ἄλλοι δὲ χνοώδη ποιήσαντες τὸν γαγάτην λίθον ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας μετ’ οἴνου δεδώκασι κωλικοῖς, καὶ τέλεον ἀπηλλάγησαν τοῦ πάθους. Ἡ μερικὴ δόσις δραχμὴ α′. Ἐξ αὐτοῦ δὲ καπνίζοντες τὸ ποτήριον ἔνθα ἐδίδουν μετ’ οἴνου ποτίζοντες. 〉 Καὶ ἡ ἄσφαλτος πινομένη τὸ αὐτὸ ποιεῖ ἀπαραβάτως· διώκει δὲ καὶ θηρία θυμιώμενος καὶ ἔμμηνα ἄγει καὶ τὰ δεύτερα. Ἐλέγχει δὲ καὶ τὰς ἐπιληψίας, λύει καὶ χοιράδας λεῖος, μιγνύμενος τοῖς ἐπιτηδείοις φαρμάκοις. Θεραπεύει δὲ καὶ τὰς περὶ τοὺς δακτυλίους διαθέσεις λειότατος γενόμενος καὶ ἑψηθεὶς ὄμφακος χυλῷ εἰς τὸ τρίτον· δύναται δὲ οὗτος καὶ τἄλλα πάντα ῥεύματα 〈τοῦ σώματος〉 ἀναστέλλειν.

Λίθος μαγνῆτις. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . μετέχει δὲ καὶ ἐλκτικῆς δυνάμεως. Φασὶ δὲ ὡς κατεχομένη τῇ χειρὶ τῶν χειρα γρῶν καὶ ποδαγρῶν ἀνωδύνους αὐτοὺς ἐργάζεται· 〈 ἴσως δὲ καὶ σπασμοὺς βοηθεῖ. 〉

Ὁ δὲ ἰνδικὸς τὴν μὲν χροιάν ἐστιν ὑπόπυρρος, ἀνίησι δὲ τριβόμενος πορφυροειδῆ χυλόν· οὔτε πυκνός ἐστι οὔτε καρτερῶς ἀραιός· καὶ δύναται μετ’ οἴνου πινόμενος ἀκράτου αἱμοπτυϊκοὺς ὡφελεῖν· ὁ δὲ λευκὸς καὶ σιτοδίζων κατὰ τὴν φαντασίαν καὶ τὰς ἄλλας ἵστησιν αἱμορραγίας.

Λίθος ἀλαβανδικὸς, ὁ καὶ ἀλαβανδηνός· τῷ μὲν χρώματι οὗτός ἐστιν ὑπομελανίζων μετὰ τοῦ πυρροῦ, διαυγεῖς δὲ ὡς πῦρ διαφύσεις ἔχων ἢ ῥαγάδας. Οὗτος λεῖος παρατριβόμενος μελαίνει τὴν ἐπιφάνειαν τῶν λευκῶν τριχῶν.

Texte analogue, d’apres Archigene, dans Aetius. ΙV, 58.

Ἴασπις ὁ ὑπόχλωρος περιαπτόμενος ἀλγήματα στομάχου παύει καὶ παραλύσεων καὶ ὀδυνῶν ἐστὶ πραϋντικός. Ὁ δὲ καπνίας ὀνομαζόμενος ἴασπις [ὁ] χλωρὸς τεθολωμένην 〈σφόδρα〉 ἔχων τὴν χροιὰν φυλακτήριόν ἐστι μέγα δυστοκουσῶν γυναικῶν καὶ ὑδερικοῖς ἐπαρκεῖ περιαπτόμενος καὶ τραύματα τὰ μέγιστα τηρεῖ ἀφλέγματα καὶ ἀνωδύνους τοὺς τραυματιζομένους ποιεῖ περιαρτώμενος.

Ἰασπαχάτης ἐκ τῆς σμαραγδιζούσης ἐστὶν ἰάσπιδος καὶ τοῦ ἀχάτου· δύναμιν δὲ ἔχει δίψους παρηγορικὴν καὶ ὐδρωπικοῖς βοηθεῖ καὶ ἡπατικοῖς καὶ περιπνευμονικοῖς καὶ πλευριτικοῖς πινόμενος· καὶ τὸ σῶμα ἐανθὲς ποιεῖ.

Ἀρμενιακόν, ᾧ οἱ ζωγράφοι χρῶνται, κομίζεται ἐκ τῆς Ἀρμενίας, ὅθεν καὶ ἡ ἀρμενιακή βῶλος, περὶ ἧς προείρηται. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Ὁ δὲ Νεχεψὼς 〈οὕτως περὶ〉 αὐτοῦ φησιν· Ἀρμένιον, ᾧ χρῶνται οἱ ζωγράφοι. Τούτου λαβὼν ὁλκῆς τὸ δωδέκατον δίδου τοῖς μελαγχολικοῖς καὶ τοῖς παιδίοις τοῖς ὑπὸ τοῦ θώρακος ἐνοχλουμένοις, ἀνεμοῦσι γάρ. Ἔστι δὲ ἐμετικόν· δίδονται δὲ καὶ τοῖς ὑπὸ τῆς ἱερᾶς νόσου ὀχλουμένοις καὶ τοῖς μαινομένοις τούτῳ τῷ τρόπῳ. 〈Λαβὼν〉 κενταυρίου δεσμίδια χειροπλήθη τρία ἔψει μεθ’ ὕδατος θαλαττίου κοτυλῶν τριῶν, ἕως λειφθῇ κοτύλη μία, καὶ διηθήσας λείου σὺν τῷ ἀφεψήματι ἀρμούθεν (?) λίθου τοῦ λεγομένου ὑπὸ Ἑλλήνων ἀρμενίου, ᾧ οἱ ζωγράφοι χρῶνται, ὅσον ὁλκῆς τρίτον δίδου θαρρῶν· ἔστι γὰρ ἀκίνδυνον. 〈Χρὴ οὖν εἰδέναι ὡς πάντως ἀνεμεῖται τὸ ἀρμένιον μηδὲν ἄξιον λόγου ἀναφέρον καὶ κάτωθεν ἐλάχιστον φέρει ἐν πλείσταις καθέδραις κατὰ βραχύ.