Refutatio Omnium Haeresium (= Philosophumena)

Hippolytus

Hippolytus. Hippolytus Werke, Volume 3. Wendland, Paul, editor. Leipizg: Hinrichs, 1916.

οἱ δὲ τοῦ ὁμοίου αὐτοῖς βίου ὀρεχθέντες ἐκ τῆς ἀντιπέραν χώρας τοῦ ποταμοῦ διαπεράσαντες ἐκεῖσε ἐναπομένουσιν, ἀναστρέφοντες μηκέτι· καὶ αὐτοὶ δὲ Βραχμᾶνες καλοῦνται. βίον δὲ οὐχ ὁμοίως διάγουσιν· εἰσὶ γὰρ καὶ γυναῖκες ἐν [*](1f Megasthenes bei Strabo XV 1, 59 S. 712 ἀπεχομένους ἐμψύχων καὶ ἀφροδισίων (Fr. 41 Schwanbeck, 40 Müller FHG II ρ. 436 a) und Clemens Strom. 60, 1. 2 S. 223, 25 St. — 2 ἀκρόδρυα] vgl. Clemens Sti-om. I 71, 5. 6 S. 45, 26 St.; Strabo XV 1, 60 S. 713 (Fr. 43 Schwanbeck, 41 Müller) — 3 Asketen, Früchten lebend, die von selbst abgefallen sind. Manu VI 21 (Mitteilung ebenso die ächsten Anmerkungen) —5—8 vgl. Deussen, System der Vedânta 2 140, dort angeführt Mundaka Upanisad II 2, 10: «dort (beim leuchtet nicht die Sonne, nicht Mond und Sterne, noch leuchten diese Blitze, viel weniger irdisches Feuer: Ihm, dem glänzenden, glänzt alles nach, Glanze erglánzt alles «. Ähnlich Philo De opif. § 31.32 — 9 ݲc 6. Weber, Ind. Studien IX 473ff; Garbe, âmkhya-Philosophine 103 — 10 10f s. Piatos Apophthegma bei äus XI 507 D ἔσχατον τὸν τῆς φιλοδοξίας χιτῶνα . . . ἀποδυόμεθα, dazu die Pai-allelen bei Casaubonus und Harris, Fragments of Philo S. 7 Fronte S. 144 Naber — 11 Megasthenes Fr. 40 M. ἡδονῆς καὶ πόνου καταφρονοῦντα, ὡς δ᾿ αὔτως ζωῆς καὶ θανάτου Clemens Strom. III 60, 2 — 12 προείπομεν] Ζ. 5?) [*](1 βραχμέναις Β 3 ἐν τῇ γῇ Τ 4 Γάγγου ἐπιπίνοντες Roeper, Γάγγεω ἐμπίνοντες Diele (Bardesanes bei Hier. Adv. lovinianum S. 317 Β Migne: ut vel pomis arborum iuxta Gangem fliiviiim alatitur) 5 οὗτοι Roeper: αὐτοὶ HSS 6 δρᾶ ὁ δ’ ὁποῖον ἥλιος ἢ πῦρ Τ 7f γνώσεως RSS: φύσεως 8 μυστήριον Τ 9 τὸν θεὸν > Diels s. Ζ. 7 ἰδεῖν Roeper Βραχμᾶνες Roeper: βραχμάνας 10 ὅς Roeper: ὅ HSS, ἥ Wolf 12 δοξάζουσι Cedr. (Arrian Anab. VII 3, 3): ὀνομάζουσιν HSS 13 τέκνα εἰσίν Diels 14 διαπερήσαντες L 15 ἐκεῖ συναπομένουσιν? Diels 16 βίον Gronov: βίω HSS)

29
τῇ χώρᾳ, ἐξ ὡνπερ οἱ ἐκεῖ κατοικοῦντες γεννῶνται καὶ γεννῶσιν.

τοῦτον δὲ τὸν λόγον, ὃν θεὸν ὀνομάζουσιν, σωματικὸν εἶναι περικείμενόν τε σῶμα ἔξωθεν ἑαυτοῦ, καθάπερ εἴ τις τὸ ἐκ προβάτων ἔνδυμα φορεῖ, ἀπεκδυσάμενον δὲ τὸ σῶμα, ὃ περίκειται, ὁφθαλμοφανῶς φαίνεσθαι. πόλεμον δὲ εἶναι ἐν τῷ περικειμένῳ αὐτῶν σώματι οἱ Βραχμᾶνες λέγουσι καὶ πλῆρες εἶναι πολέμων αὐτοῖς τὸ σῶμα νενομίκασιν, πρὸς ὃ ὡς πρὸς πολεμίους παρατεταγμένοι μάχονται, καθὼς προδεδηλώκαμεν.

πάντας δὲ ἀνθρώπους λέγουσιν αἰχμαλώτους εἶναι τῶν ἰδίων συγγενῶν πολεμίων, γαστρὸς καὶ αἰδοίων, λαιμοῦ ὀργῆς χαράς λύπης ἐπιθυμίας καὶ τῶν ὁμοίων. μόνος δὲ πρὸς τὸν θεὸν χωρεῖ ὁ κατὰ τούτων ἐγείρας τρόπαιον.