In Jeremiam (Homiliae 12-20)

Origen

Origenes. Origenes Werke, Volume 3. Klostermann, Erich, editor. Leipzig: Hinrichs, 1901.

Ἐπὶ τὸ διαβόητον ζήτημα ἐληλύθαμεν ἰδεῖν τίς ἐστιν ὁ πέρδιξ, περὶ οὗ νῦν φησιν ἡ γραφή· »ἐφώνησε πέρδιξ, συνήγαγεν ἃ οὐκ ἔτεκε, ποιῶν τὸν πλοῦτον αὐτοῦ οὐ μετὰ κρίσεως. ἐν ἡμίσει ἡμερῶν αὐτοῦ ἐγκαταλείψουσιν αὐτόν, καὶ ἐπ᾿ ἐσχάτων αὐτοῦ ἔσται ἄφρων«. ἐκ τοῦ περὶ φύσεως ζώων δεῖ ἀναλαβεῖν τίνα ἱστόρηται περὶ τοῦ πέρδικος, ἵνα εἰδότες τὰ περὶ τὸ ζῶον εἰδῶμεν πότερον ἐπὶ κρείττονος τάξαι δεῖνῦν λεγόμενον τὸν πέρδικα ἢ ἐπὶ χείρονος. λέγεται δὴ ζῶον εἶναι κακοηθέστατον καὶ δόλιον καὶ πανοῦργον, καὶ ἀπατᾶν βουλόμενον τοὺς θηρεύοντας καὶ πολλάκις κυλιόμενον περὶ τοὺς πόδας τοῦ θηρεύοντος, ἵνα αὐτὸν περιστάσῃ ὡς ἐγγὺς ὂν τὸ ζῶον πρὸς τὸ μὴ ἥκειν ἐπὶ τὴν καλιάν. καὶ ἡνίκα ἐὰν στοχάσηται περιεσπακέναι τὸν θηρευ- [*](1ff. Vgl. Ambros. Epist. 32, 1—8 (MPL 96, 1069): Celeberrima quaestio; et ideo ut possimus eam absolvere, quid de natura avis istius habeat historia, con- sideremus. — 7ff. Vgl. Aristot. hist. anim. 9, 8: Ὅταν δέ τις θηρεύῃ περιπεσὼν τῇ νεοττιᾷ, προκυλινδεῖται ἡ πέρδιξ τοῦ θηρεύοντος, ὡς ἐπίληπτος οὖσα, καὶ ἐπισπᾶται, ὡς ληψόμενον ἐφ᾿ ἑαυτήν, ἕως ἂν διαδράσῃ τῶν νεοττῶν ἕκαστος. μετὰ δὲ ταῦτα ἀναπτᾶσα αὐτὴ ἀνακαλεῖται πάλιν . . . . ὥσπερ δ᾿ εἴρηται, κακόηθες τὸ ὄρνεόν ἐστι, καὶ πανοῦργον. Hier. Comm. 960. 961. — 10ff. Vgl. Ambros. l. c.: Dicitur itaque avis ista plena esse doli, fraudis, fallaciae, quae decipiendi venatoris vias calleat, atque artes noveit, ut eum a pullis avertat suis; omniaque tentamenta versutiae non praetermittere, quo possit venantem abducere a nido et cubilibus suis. Certe si insistere adverterit, tamdiu illudit, quamdiu soboli fugiendi signum tribuat et potestatem. Quam ubi evasisse senserit tunc se et ipsa subtrahit, et lubrica arte deceptum insidiantem relinquit.) [*](1 μέχρι τοῦ] congregavit quae non peperit, faciens divitias suas non cum judicio. In medio dierum ejus derelinquent eum, et in novissimis suis erit insipiens. Thronus gloriae exaltatus ab initio locus, sanctificatio nostra, sustentatio Israel. Domine, omnes qui te dereliquerunt, confundantur decedentes, super terram scribantur, quia dereliquerunt fontem vitae Dominum. Sana me, Domine, et sanabor; salvum me fac, et salvus ero, quoniam gloriatio mea tu es. Ecce ipsi dicunt ad me: Ubi est sermo Domini? veniat. Ego autem non laboravi subsequens post te H (= Jerem. 17,11—16) | 3 Homilia IIII H | 4 τίς] quid H | 7—S. 146, 21 Hierzu Fragm. 67 in C: Ἐν—ἠλέγχετο | 7/8 ἐκ—πέρδικος] ἐν τῇ περὶ ζώων ἱστορίᾳ λέγεται C Ex natura volucris dignum videtur quamdam historiam commenorare H | 9 εἰδῶμεν πότερον nach H: scire possimus utrum μὲν πρότερον S | 9/10 τάξαι δεῖ Blass referamus H | 10 δὴ] autem H | 13/14 ἵνα—καλιάν] et in medio ejus conatu, quasi jam apprehendendus elabitur. Praedam sui ex vicinitate promittit: et hoc agit, ne ad nidum foetuum suorum citus venator occurrata H.)

144
τὴν καὶ τὰ νεοσσία πεφευγέναι, τότε καὶ αὐτὸς ἀφίπταται. ἔστι δὲ τὸ ζῶον πάνυ ἀκάθαρτον ὥστε τοὺς ἄρρενας μονομαχεῖν πρὸς ἀλλήλους περὶ τῆς μίξεως καὶ ἄρρενα ἄρρενα ἐπιβαίνειν. εἰ οὖν καὶ κακόηθες εἰ καὶ ἀκάθαρτον, εἰ καὶ πανοῦργον, εἰ καὶ ἀπατηλὸν τοῦτο τὸ ζῶόν ἐστι, δῆλον ὅτι τάξαι ἐπὶ κρείττονος αὐτὸ καὶ εἰπεῖν ἐπὶ τὸν σωτῆρα δύνασθαι ἀναφέρεσθαι ἀσεβὲς εἶναι φαίνεται. δεῖ οὖν ἰδεῖν, ἂν θέλωμεν αὐτὸ ἑρμηνεῦσαι ἐπὶ τὸν ἀντικείμενον, εἰ ἀκολουθεῖ ἡμῖν ὅλη ἡ ἑρμηνεία.

Ἀρξώμεθα δὴ ἀπὸ τοῦ »ἐφώνησε πέρδιξ, συνήγαγεν ἃ οὐκ ἔτεκεν«. οὐκοῦν οὐ τὰ ἴδια κτίσματα συνάγει ὁ διάβολος, οὐχὶ ἃ ἐγέννησε συνάγει, ἀλλ᾿ ἐπὰν φωνήσῃ, συνάγει τὰ ἄλλου κτίσματα καὶ ποιεῖ αὐτὰ ἴδια. ἐφώνησε πέρδιξ διὰ Οὐαλεντίνου, ἐφώνησε πέρδιξ διὰ Μαρκίνωνος, ἐφώνησε διὰ Βασιλείδου, διὰ πάντων τῶν ἑτεροδόξων· οὐδεὶς γὰρ ἐκείνων ἠδύνατο εἰπεῖν τὴν φωνὴν Ἰησοῦ· »τὰ ἐμὰ πρόβατα τῆς ἐμῆς φωνῆς ἀκούσουσιν«. ἀλλ᾿ ἡ φωνὴ μὲν τοῦ Ἰησοῦ ἐν Παύλῳ καὶ Πέτρῳ· διὸ ἔλεγεν ὁ Παῦλος· »εἰ δοκιμὴν ζητεῖτε τοῦ ἐν ἐμοὶ λαλοῦντος Χριστοῦ«; φωνὴ δὲ τοῦ συναγαγόντος ἃ οὐκ ἔτεκε πέρδικος ἐν τοῖς ἀποπλανῶσι καὶ ἀπατῶσι διὰ τὴν ἀκεραιότητα καὶ διὰ τὸ ἀπαράσκευον τοὺς ἁπλουστέρους τῶν πιστευόντων. »ἐφώνησεν« οὖν »πέρδιξ, συνήγαγεν ἃ οὐκ ἔτεκεν, ποιῶν πλοῦτον αὐτοῦ οὐ μετὰ κρίσεως«. ἐπλούτησεν ὁ πέρδιξ. ἴδε πόσαι αὐτοῦ εἰσι μυριάδες· πολλαὶ τοῦ πέρδικος γεγόνασι, τῆς δυνάμεως τῆς ἀντικειμένης. καὶ ἐποίησε [*](1ff. Vgl. Ambros. l. c.: Fertur etiam promiscuae esse permixtionis ut in [+ mares veluti ms. Colb.] feminas cum summo certamine mares irruant, et vaga calescant libidine. Unde impurum et malevlum et fraudulentum animal adversario et circumscriptori generis humani, fallacissimoque, et impuritatis auctori conferendum putatur. — Vgl. Arist. l. c.: οἱ ἄρρενες κεκράγασι καὶ μάχονται συνιόντες . . . ὁ δὲ ἡττηθεὶς μαχόμενος ἀκολουθεῖ τῷ νικήσαντι ὑπὸ τούτου ὀχευόμενος μόνου.— 9ff. Vgl. Hier. Comm. 961. — 10—12 οὐκοῦν—ἴδια] Dass dies eine Natureigenschaft des Thieres sei, wird oft behauptet (Stellen vgl. bei Hu zu d. St.). Sollte nicht auch Origenes es in § 1 erwähnt haben? — 14 Joh. 10,27.—16 II Kor. 13,3.) [*](1 νεσσία] vgl. S. 52,24 u. ö. νεοττὰ S νεοσσοὺς C | 2 ἀκάθαρτον] + Ambigendum non est de eo quod dicturi sumus, quod ex iis qui mansueti in caveis nutriuntur veritas approbatur H (vgl. TU NF I, 3, 26) | 2/3 ὥστε—ἐπιβαίνειν] masculus in masculum consurgit, obliviscitur sexum libido praeceps, pugnatur ad coitum, et una palma victoris est polluisse quem vicerit H | 3 ἄρρενα1] +μετὰ νίκην C | 6/7 δεῖ—ἀντικείμενον] Magis autem convenit mala Zabulo adjungere, et super adversario lectionem intelligere praesentem H | 7 αὐτὸ Koetschau αὐτὸν S | τοῦ ἀντικειμένου? Koetschau | 7/8 ὅλη Ἡ ἑρμηνεία Ru totius capituli interpretatio ὅλη τῆι ἑρμηνεία S | 10 οὐκοῦν] 〈 Η | 13 ἐφώνησε—ἑτεροδόξων] per omnes qui alienae α Deo gloriae cupiditate rapti sunt H vgl. TU NF I, 3, 22 Anm. 6 | 15 Ἰησοῦ SC Christi H | 21/22 πολλαὶ—ἀντικειμένης] ingens turba, multi sunt populi captivorum H, wonach vielleicht πολλοὶ λαοὶ zu schreiben.)

145
πλοῦτον αὐτοῦ οὐ μεριμνῶν κρίσεως οὐδὲ κρίσιν ἔχων, ἀλλ᾿ ἀκρίτως πράττων. διὸ λέγεται ὅτι »ποιῶν« ἐστιν ὁ πέρδιξ »πλοῦτον αὐτοῦ οὐ μετὰ κρίσεως«. ὁ δὲ ἐμὸς σωτὴρ ποιεῖ πλοῦτον αὐτοῦ μετὰ κρίσεως, καὶ κεκρρμένος ἐστὶν ὁ πλοῦτος αὐτοῦκαὶ ἐκλελεγμένος.

»Ἐν ἡμίσει« δὲ»ἡμερῶν αὐτοῦ ἐγκαταλείψουσιν αὐτόν«. ἡμεῖς πάντες οἱ γενόμενοί ποτε ὑπὸ τὸν πέρδικα τὸν φωνήσαντα· ἀφώνησε γὰρ οὐ μόνον διὰ τῶν προειρημένων, ἀλλὰ καὶ διὰ πάντων ἁπαξαπλῶς τῶν ἀπατώντων καὶ ὡς ἐπὶ εὐσέβειαν τὴν ἀθεότητα προκαλουμένων ἐπὶ δόγματα ἐναντία τῇ ἀληθείᾳ — ἀλλ᾿ »ἐν ἡμίσει ἡμερῶν αὐτοῦ«ἐγκαταλελοίπαμεν αὐτόν. πᾶσαι μὲν γὰρ αἱ ἡμέραι αὐτοῦ αἱ ἡμέραι εἰσὶ τοῦ αἰῶνος τούτου· ἐπεὶ δὲ ἐξείλατο »ἡμᾶς ἐκ τοῦ αἰῶνος τοῦ ἐνεστῶτος πονηροῦ« Χριστὸς Ἰησοῦς, διὰ τοῦτο »ἐν ἡμίσει ἡμερῶν αὐτοῦ« ἐγκαταλελοίπαμεν αὐτόν. »καὶ ἐπ᾿ ἐσχάτων αὐτοῦ ἔσται ἄφρων«. πότε γὰρ φρόνιμος ἦν, ἵν᾿ ἐπ᾿ ἐσχάτων αὐτοῦ γένηται ἄφρων; ἀλλὰ φήσομεν, ὅτι φρόνιμος ἦν· »ὁ«γὰρ »ὄφις ἦν φρονιμώτατος πάντων τῶν θηρίων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς ὧν ἐποίησε κύριος ὁ θεός«. φρόνιμος ἦν κατὰ τὸ εἰρημένον ἐν τῷ Ἡσαΐᾳ· »ἐπάξω γὰρ ἐπὶ τὸν νοῦν τὸν μέγαν, τὸν ἄρχοντα τῶν Ἀσσυρίων. εἶπε γάρ·τῇ ἰσχύϊ ποιήσω, καὶ τῇ σοφίᾳ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .. . . .. . [*](3ff. Vgl. Ambros. l. c.: At vero meus Jesus quasi judex bonus cum judicio omnia agit.— 10ff. Vgl. Ambros. l. c.: id est ante hujus finem saeuli, cui nos eripuit Dominus Jesus etc. — 11 vgl. Gal. 1,4.—Gen. 3,1.—17 Jes. 10,12.13.14.) [*](3 σωτὴρ] Jesus H| 4 κεκριμένος CoC κεκριμμένος S| αὐτοῦ nach H: ejus| 5 δὲ] 〈Η|8/9 τῶν—ἀληθείᾳ] qui quasi ad pietatem et ad religionem nocantes, sub contrario veritati dogmate (l. ad contraria v. dogmata?) clamaverunt H| 9 ἀλλ᾿]nos, inquam, universi H| 12 Χριστὸς] Dominus H (vgl. Ambros._)| 17 ἐν τῷ Ἡσαΐᾳ] Η|γὰρ]〈Η|18 γὰρ] autem H| 19 σοφίᾳ Co LXX u. H: sapientia σο.... S in d. letzten Zeile von f. 293r; σο. . . . . V in d.letzten Zeile von S. 422, aber mit Freilassung einer halben Zeile | 19—s. 146,21 in die Lücke von S fällt der Schluss des Fragm. 67 in C (ὅτε δὲ τοῦτον ἐγκατελίπομεν,εἰκότως ἄφρων ἠλέγχετο),ausgefüllt wird sie durch H: intellectus quferam fines gentiium, et virtutes eorum depascar, et commovebo civitates inhabitat«. Si quis potest, intelligat, quomodo novissimum ejus erit stultum. Iste ab eo, quod fuit sapiens male (»sapientior enim erat omnibus bestiis super terram« Gen.3,1) fiet e contrario ei, quod sapiens fuit, male insipens. Intelliges vero, quid sit: »novissimum ejus erit insipiens«: si scias, quomodo etiam tibi per Apotolum praecipiatur, ut pro salute tua insipientiam)

146
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

recipias: »si quis« inquit »videtur sibi sapiens esse in vobis in isto saeculo, stultus fiat« (vgl. I Kor.3,18). Solvit qui ante clamavit: stultus esto et fatuus, ut sapiens fias (vielleicht besser Rabanus: Attende quia non solum non clamavit: stultus esto et fatuus, sed ut sapiens fias. Statt: Solvit qui ante haben Hss.: Solum quia non) Si itaque est quaedam sapientia culpabilis, juxta quam »filii saeculi hujus sapientiores sunt a filiis lucis in generatione ista« (vgl. Luk. 16,8), bonus est Deus, qui tiores sunt a filiis lucis in generatione ista« (vgl. Luk.16,8), bonus est Deus, qui contrariis diversa subvertit, ut faciat compleri id quod dictum est: »novissimum ejus erit insipiens«. Quando novissimum ejus erit insipiens? Oportet Christum »regnare, usque dum ponat omnes inimicos ejus Deus sub pedibus ejus«, cum autem omnia ei subjecerit, »novissimus inimicus destruetur mors« (vgl.I Kor.15, 25.26); cum destruta fuerit mors, tune extrema perdicis erunt, et novissimum ejus fiet insipiens. Haec de perdice.

4.Principium vero capituli secundi istud lectum est: »Thronus gloriae exaltatus ab initio locus, sanctificatio nostra, sustentatio nostra, sustentatio Israel. Domine, omnes qui te dereliquerunt, confundantur decedentes, super terram scribantur, quia dereliquerunt fontem vitae Dominum«. Dixit (+ ut Hss.) Isaias beatus propheta, videns Dominum et regnum ejus: »vidi Dominum Sabaoth sedentem super sedem excelsam et elevatam« (Jes.6,1). Vidit et Jeremias quomodo Deus regnat, propter quod glorificans eum ait: »Thronus gloriae exaltatus ab intitio locus, sanctificatio nostra«. Sive de Christo volueris ista intelligere, non peccabis, sine de Patre, non impie senties: est enim thronus gloriae excelsus et a principio Salvator (od. + est).»Thronus gloriae« (od.+est), propter quod excelsum regnum ejus; (od.+et) »sanctificatio nostra«

147
ὁ Χριστός ἐστιν· »ὅτε γὰρ [ὁ] ἁγιάζων καὶ οἱ ἁγιαζόμενοι ἐξ ἑνὸς πάντες«. »ὑπομονὴ Ἰσραήλ«. ὥσπερ αὐτοδικαιοσύνη ἐστὶν ὁ σωτήςρ, αὐτοαλήθεια, αὐτοαγιασμός, οὕτως αὐτοϋπομονή. καὶ οὐκ ἔστιν οὔτε δίκαιον εἶναι χωρὶς χριστοῦ οὔτε ἅγιον χωρὶς αὐτοῦ οὔτε ὑπομένειν μὴ χριστὸν ἔχοντα. ὑπομονὴ γὰρ Ἰσραὴλ αὐτός ἐστι. κἂν δὲ ἐπὶ τὸν θεὸν ἀναφέρῃς, οὐδ᾿ οὕτως ἀσεβήσεις.

»κύριε, πάντες οἱ καταλιπόντες σε καταισχυνθήτωσαν ἀφεστηκότες«. ἕκαστος ἡμῶν ὅτε ἀμαρτάνει,δι᾿ὧν ἁμαρτάνεικαταλείπει τὸν χριστόν, καταλιπὼν δὲ τὸν χριστὸν καταλείπει τὸν θεόν. ἀδικῶν γὰρ καταλείπει δικαιοσύνην καὶ βέβηλος γινόμενος καταλείπει ἁγιασμὸν σμὸν καὶ πολεμῶν καταλείπει εἰρήνην καὶ ὑπὸ τῷ πολεμίῳ γινόμενος καταλείπει τὴν ἀπολύτρωσιν καὶ ἔξω τῆς σοφίας ὢν τοῦ θεοῦ καταλείπει τὴν σοφίαν. πᾶσιν οὖν τοῖς καταλείπουσι τὸν θεὸν ἀρᾶται ὁ προφήτης, διδάσκων ἠμᾶς τὸ ἐσόμενον αὐτοῖς, λέγων τὸ »πάντες οἱ καταλείποντές σε καταισχυνθήτωσαν«. ὅσον ἀφεστήκασι, καταισχυνθήτωσαν τοσοῦτον. »ἐπὶ τῆς γῆς γραφήτωσαν«. πάντες ἄνθρωποι γράφονται· οἱ μὲν ἅγιοι ἐν οὐρανῷ, οἱ δὲ »χαίρετε ὅτι τὰ ὀνόματα λέγεται πρὸς τοὺς μαθητὰς ὑπὸ τοῦ, οἱ δὲ ἁμαρτωλοὶ ἐπὶ τῆς γῆς. ὑμῶν γέγραπρται ἐν τοῖς οὐρανοῖς«. οὐκοῦν χαίρειν δεῖ, ἐὰν τοιοῦτός τις γένηται, ἵνα τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐγγράφηται ἐν τοῖς οοὐρανοῖς. ὡς δὲ τὸ ὄνομα τῶν ἁγίων ἐγγράφεται ἐν τοῖς οὐρανοῖς, οὕτως τῶν πολιτευομένων γηΐνως, τῶν οὐ παραπορευένων τὴν γῆν Ἐδὼμ ἀλλὰ τοὺς ἀγροὺς γῆς Ἐδὼμ ἐχόντων καὶ τοὺς ἀμπελῶνας, γράφεται τὰ ὀνόματα ὡς καταλειπόντων τὸν θεὸν ἐπὶ τῆς γῆς. »καταισχυν θήτωσαν« γάρ φησιν »ἀφεστηκότες, ἐπὶ τῆς γῆς γραφήτωσαν«· καὶ [*](1 Hebr.2,11.— 15ff. Vgl. Olymp. (Gh II,453): οἱ θεοῦ ἀφεστηκότες, φησί, μὴ ἐν οὐρανῷ, ἀλλ᾿ ἐν γῇ γραφήτωσαν, κατὰ τὸ »γῆ εἶκαὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ«.— 18 Luk. 10,20.— 22f. Vgl. Num. 20,17.19.Vgl. Philo quod deus s. immut. I,294ff. M. Onom. sacra 190,34: Ἐδὼμ γήινος κτλ.) [*](1 ὁ χριστός] Hiermit beginnt S auf f. 293v nach 2 freigelassenen Zeilen; ebenso v auf S. 423| 1— 5 Hierzu Fragm. 68in C: Ὅ τε—κύριε |1ὁ3]S〈CN| καὶ]+ nos H| 2 σωτήρ] Jesus H|4/5 δίκαιον—ἔχοντα]aliquid justum .. neque sanctum..neque patiens, quod in se non habet christum H| 6 θεὸν] Patrem H| 8—17 Hierzu fragm. 69 in C: Ἕκαστος—γῆς|8 ὅτε ἁμαρτάνει]〈C| δι᾿ὧν ἁμαρτάνει CH|9 χριστόν 1 CH θεόν S| χριστὸν2]Filium H| θεόν] πατέρα CH | 10 δικαιοσύνην Scorr. a. R. (mit d. Note γρ.) CH τὸν θεόν S* i. T. | 11 γινόμενος SH γενόμενος c | 15/16 ὅσον— τοσοῦτον] hoc est, quantum (+ te Hss.) deserunt, tantum confundantur discedentes H| 18 χαίρετε] +autem H | 19 γέγραπται SH doch vgl. Z. 20.21.u. S. 148,7|21 τὸ ὄνομα τῶν ἁγίων] nomina justorum H τὰ ὀνόματα τ. ἁ. Koetschau | οὐρανοῖς] superioribus H (=ἄνω?) | 22 παραπορευομένων nach Num.20,17.19 u. H: pertranseunt πάνυ πορευομένων S|23 γῆς nach H: terrae τῆς S| 25 γάρ φησιν 〈Η.)

148
γὰρ »ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε. μετρηθήσεται ὑμῖν«. αἴτιος ἕκαστος ἑαυτῷ ἐστι τοῦ γραφῆναι. εἰτὰἐπὶ γῆς ζητεῖς, οὐ ζητεῖς τὰ οὐράνια. εἰ νένευκέ σου ἡ ψυχὴ περὶ τὰ τῇδε πράγματα, σὺ σεαυτῷ αἴτιος γίνῃ, τοῦ Ἰησοῦ λέγοντος· »μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς γῆς, ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζουσι, καὶ ὅπου κλέπται διορύσσουσι καὶ κλέπτουσιν· ἀλλὰ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐν οὐρανοῖς«. θησαυρίζεις ἐν οὐρανῷ;σαυτῷ αἴτιος εἶ τοῦ τὸ ὄνομά σου ἐγγράφεσθαι ἐν τοῖς οὐρανοῖς. ταῦτα διὰ τὸ »ἐπὶ τῆς γῆς γραφήτωσαν«. καὶ τὴν αἰτίαν λέγει·»ὅτι ἐγκατέλιπον πηγὴν ζωῆς τὸν κύριον«.καὶ ἐν τῇ ἀρχῇ ὁ αὐτὸς προφήτης ἔλεγεν ἐκ προσώπου τοῦ θεοῦ· »ἐμὲ ἐγκατέλιπον πηγὰν ὕδατος ζωῆς«,καὶ νῦν· »ἐγκατέλιπον πηγὴν ζωῆς τὸν κύριον«. εἴπωμεν οὖν καὶ ἡμεῖς, εἴπερ θέλομεν μὴ ἐγκαταλιπεῖν πηγὴν ζωῆς τὸν κύριον, τὴν φωνὴν τῶν γνησίων Ἰνσοῦ μαθητῶν, ἣν εἰρήκασι πρὸς τὸν διδάσκαλον εἰπόντα αὐτοῖς· »μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε πορεύεσθαι«; τί οὖν εἴπωμεν;»κύριε, πρὸς τίνα ἀπελευσόμεθα;ῥήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις«. ἐνθάδε ἔληξε καὶ ἡ δευτέρα περικοπή.

Εἶτα πάλιν εὐχή ἐστιν οὕτως ἔχουσα· »ἴασαί με, κύριε, καὶ ἰαθήσομαι· σῶσόν με, καὶ σωθήσομαι,ὅτι καύχημά μου σὺ εἶ. ἰδοὺ αὐτοὶ λέγουσι πρός με· ποῦ ἐστιν ὁ λόγος κυρίου; ἐλθέτω. ἐγὼ δὲ οὐκ ἐκοπίασα κατακολουθῶν ὀπίσω σου, καὶ ἡμέραν ἀνθρώπου οὐκ ἐπεθύμησα, σὺ ἐπίστασαι«. μόνῳ τῷ ἐληλυθότι διὰ τοὺς κακῶς ἀλλ᾿ οἱ ἰατρῷ καὶ λέγοντι·»οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ ἀλλ᾿ οἱ κακῶς ἔχοντες« ἔστιν εἰπεῖν τεθαρρηκότως πάντα τὸν βουόμενον θεραπευθῆναι ἀπὸ τοῦ νοσεῖν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ·»ἴασαί με, κύριε, καὶ ἰαθήσομαι«. εἰ δέ τις ἄλλος παρὰ τοῦτον ἐπαγγέλλεται τὴν τῶν ψυχῶν ἐατρικήν, οὐκ ἂν λέγοις ἐκείνῳ ἀληθεύων· »ἴασαί με, κύριε, καὶ ἰαθήσομαι«. καὶ γὰρ ἐκείνη ἡ »αἱμορροοῦσα« ἐδαπάνησε »τὰ παρ᾿ αὐτῆς πάντα« εἰς τοὺς ἰατρούς, καὶ »οὐκ ἴσχυσεν ὑπ᾿ οὐδενὸς αὐτῶν [*](1 Matth. 7,2.—4 Matth. 6,19.20.—10Jerem.2,13.—14 Joh.6, 67.— 15 Joh. 6,68.—21ff. Vgl. Chrysost.(Gh II,454): θεῷ μόνῳ τοῦτο ἔστιν εἰπεῖν.— 22 Matth. 9,12 Mark. 2,17.— 27ff. Vgl. Hier. Comm. 962.—Vgl.Matth. 9,20. —Vgl. Mark. 5,26.—28vgl.Luk.8,43.) [*](1 μετρεῖτε] mensi sunt H| ὑμῖν] eis H| 2 γραφῆναι] + super terram H| εἰ—οὐράνια] si (+ non Vall.) coelestia requirat in terra H| τὰ Blass Koetschau| 3 σὺ—γίνῃ] quae videntur saeculo bona. Si vero audiens H| 11 ὕδατος] 〈Η| νῦν] +quia H| 13 γνησίων] proximorum H| 15 κύριε nach H: Domine καὶ S| αἰωνίου] 〈Η w.e.sch.| 21—S.149,25 Hierzu Fragm. 69 in C: Οὐκ—Ἰσραήλ| 22 καὶ] 〈 Η|23 ἔστιν] ABBREV (=ἔστιν vgl. TU NF I, 3,31) S (dicendum) est H|πάντα] 〈Η|25—27 εἰ—ἰαθήσομαι]〈Η|27 αἱμορροοῦσα CCo αἱμοροοῦσα S|27/28 ἐδαπάνησε —πάντα] omnem substantiam suam expendit H κατηνάλωσε τὴν οὐσίαν C.)

149
θεραπευθῆναι«· πρὸς οὐδένα γὰρ ἐκείνων εὔλογον ἦν εἰπεῖν· »ἴασαί με, κύριε, καὶ ἰαθήσομαι«, ἢ πρὸς μόνον, οὗ ἀρκεῖ ἅψασθαι »τοῦ κρασέδου τοῦ ἱματίου«. λέγω οὖν πρὸς τοῦτον· »ἴασαί με, κύριε, καὶ ἰαθήσομαι«· ἐὰν γὰρ ἰάσῃ, τὸ τέλος ἐπακολουθήσει τῇἀπὸ σοῦ ἰάσει, ἡ θεραπεία, ὥστ᾿ἄν με σωθῆναι. ὅσοι δὲ ἄλλοισώσουσιν, οὐ σωθήομαι· μόνη δὲ καὶ ἀληθῶς σωτηρία, ἐὰν σώσῃ χριστός, ἐπεὶ τότε σωθήσομαι. »ψευδὴς ἵππος εἰς σωτητίαν«, ψευδῆ καὶ τὰ ἄλλα πάντα παρὰ τὸν θεὸν εἰς σωτηρίαν. διὰ τοῦτο αὐτῷ εἴποιμι ἄν· »σῶσόν με, κύρις, καὶ σωθήσομαι«. καὶ λέγω τοῦτο, ἐὰν καὶ τὸ ἑξῆς δυνηθῶ λέγειν τῷ ἀποτετάχθαι παντὶ καυχήματι, ἵνα εἴπω· »ὅτι καύχημά μου εἶ σύ«, ἣ ὅτε πληρῶ τὴν λέγουσαν ἐντολήν· »μὴ καυχάσθω ὁ σοφὸς| ἐντῇ σοφίᾳ αὐτοῦ, μηδὲ ὁ ἰσχυρὸς ἐν τῇ ἰσχύϊ αὐτοῦ, μηδὲ ὁ πλούσιος ἐν τῷ πλούτῳ αὐτοῦ, ἀλλ᾿ἂ ἐν τούτῳ καυχάσθω ὁ καυχώμενος, τοῦ συνιεῖν καὶ γινώσκειν ὅτι ἐγώ εἰμι κύριος«. μακάριος οὖν ὁ ἀποταξάμενος πάσῃ τῇ κάτω καυχήσει, οἷον ἐπὶ καλουμένῃ εὐγενείᾳ καὶ ἐπὶ κάλλει καὶ τοῖς σωματικοῖς πράγμασιν, ἐπὶ πλούτῳ, ἐπὶ δόξῃ, καὶ ἀρκο΄μενος μιᾷ καυχήσει ἵνα εἴπῃ· »ὅτι καύχημά μου εἶ σύ«.

»Ἰδοὺ αὐτοὶ λέγουσι πρός με· ποῦ ἐστιν ὁ λόγος κυρίου; ἐλθέτω. ἐγὼ δὲ οὐκ ἐκοπίασα κατακολουθῶν ὀπίσω σου«. ὁἸησοῦς σοι λέγει· <ἆρον τὸν σταυρόν σου, καὶ ἀκολύθει μοι>,καὶ <ἄφες πάντα, καὶ ἀκολούθει μοι<, καὶ>ὅστις οὐ καταλείψει τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα, καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἔστι μου ἄξιος εἶναι μαθητής<. ἐὰν οὖν γένῃ τοιοῦτος ὥστε πάντοτε ἀκολουθεῖν τῷ Ἰησοῦ, καὶ ἀκολουθήσεις θήσεις καὶ ὅσον ἀκολουθεῖς οὐ κοπιάσεις· »οὐκ ἔσται« γὰρ »μόχθος ἐν Ἰακώβ, οὐδὲ ὀφθήσεται πόνος ἐν Ἰσραήλ«. οὐκ ἔστι κόπος ἀκολουθοῦντι Ἰησοῦ, αὐτὸ τὸ ἀκολουθεῖν περιαιρεῖ τὸν κόπον. διὰ τοῦτο αὐτός φησιν, ἵνα μηκέτι κοπιῶμεν, κοπιάσαντες πρὸ τοῦ ἄρξασθαι αὐτῷ ἀκολουθεῖν· »δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς«. ἐὰν οὖν κοπιῶντες ἔλθωμεν πρὸς [*](2 Vgl. Matth. 9,20 Luk. 8,44.—7 Psal. 32,17.—11 Jerem.9,23. 24. —20 Vgl. Matth. 16,24 Par.—Vgl. Matth. 8,22 19,27 Luk. 18,22.— 21 Vgl. Matth. 10,37.38Luk. 14,26.27.—24 Num.23,21.—28 Matth.11, 28.) [*](2 οὗ CHHu| 3 λέγω—τοῦτον] cui ego uni dicam H| 5/6 ὥστ᾿ —σωτηρία]〈Η w.e.sch.|5 ἄλλοι Blass ἂν S|6 καὶ ἀληθῶς C ἡ ἀληθῶς S | ἐπεὶ τότε] salvum me fac, et H| 7/8 ψευδῆ—σωτηρίαν] 〈Η|9κύριε] 〈CH| λέγω]gaudebo dicere H| 10 τῷ C (H w. e.sch.) τὸ S | ἵνα εἴπω]〈Η|15 καλουμένῃ] 〈Η| καὶ]〈Η|16 πράγμασιν] bonis H (=γρήμασιν?) 16/17 καὶ2—καυχήσει]beatus qui contentus una gloria H| 20 σταυρόν] κράββατον C (vgl. Mark.2,9.11 Joh. 5,9.11)| ἀκολούθει μοι] veni, sequere me H περιπάτει C (vgl.ob.)| 20/21 καὶ3— μοι]〈Η|21 τὴν Co τὸν S| 23 Ἰησοῦ] Christum H| 23/24 καὶ ἀκολουθήσεις] 〈Η|25/26 οὐκ—κόπον]〈Η|28 οἱ κο(πιωντες) a. R. S1| 29 οὖν] 〈Η.)

150
αὐτὸν καὶ ἀκολουθήσωμεν αὐτῷ, ἐροῦμεν· »ἐγὼ δὲ οὐκ ἐκοπίασα κατακολουθῶν ὀπίσω σου«.

Τούτῳ δὲ ἀκόλουθόν ἐστιν εἰπεῖν ἡμᾶς καὶ τὸ »ἡμέραν ἀνθρώπου οὐκ ἐπεθύμησα«. ἔστι τις ἡμέρα ἀνθρώπου, ἔστι τις ἡμέρα τοῦ θεοῦ. τὴν ἡμέραν τῆς ἀναστάσεως τῶν ἁγίων ἐπιθυμησάτω ἕκαστος ἡμῶν, μὴ ἐκείνην περὶ ἧς γέγραπται· »οὐαὶ οἱ ἐπιθυμοῦντες ἡμέραν κυρίου· καὶ αὕτη ἐστὶ σκότος καὶ οὐ φῶς«. τίς ἐστιν ὁ λέγων· »καὶ ἡμέραν ἀνθρώπου οὐκ ἐπεθύμησα«; ἡ σαφήνεια τοῦ λόγου ἐλέγξει ἡμᾶς, ὅτι ἡμέραν ἀνθρώπου [οὐκ] ἐπεθυμήσανεν. πολλάκις νοσήσαντες καὶ ἐν φαντασίᾳ θανάτου γενόμενοι ἐπὶ τῆς ἐξόδου παρακαλοῦμεν τοὺς ἐπισκοποῦντας ἡμᾶς ἀδελφοὺς καί φαμεν· αἴτησαί μοι κομίατον, αἴτησαί μοι ἐπιμένειν τῷ βίῳ. ταῦτα λέγοντες οὐχ ἡμέραν ἐπιθυμοῦμεν ἁγίαν θεοῦ, ἀλλ᾿ ἡμέραν ἀνθρώπου. διόπερ ἀποθέμενοι τὴν φιλοςωίαν καὶ τὸ ἐπιθυμεῖν ἀνθρωπίνην ἡμέραν, ζητήσωμεν τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἰδεῖν, ἐν ᾗ τευξόμεθα τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ μακαριότητος, ᾧ ἐστιν ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.