Quaestionum Homericanum ad Iliadem pertinentium reliquiae

Porphyrius

Porphyrius. Porphyrii Quaestionum Homericanum ad Iliadem pertinentium reliquiae, Fasc I-II. Schrader, Hermann, editor. Leipzig: Teubner, 1880-1882

502. εἰ αὐτοϲχεδὸν ὡρμήθηϲαν, πῶϲ ἀκοντίζει; ὑποκεχωρήκει γὰρ ἀκόντιϲεν. Ἰδομενεὸϲ ὡϲ πόρρωθεν ἀγωνιούμενοϲ.

[*](*B f. 179ᵇ. L f. 285b. A f. 174a.)

521. ἐζήτηται δὲ πῶϲ θεὸϲ ὤν ὁ Ἄρηϲ οὐκ ἤδει περὶ τοῦ υἱοῦ. ῥητέον οὖν ὅτι παρὰ τῷ ποιητῇ οἱ θεοὶ ϲωματικῶϲ λαμβανόμενοι ἀνθρωποειδῶϲ ἐφίϲτανται· ἀθαναϲίᾳ γὰρ διαφέροντεϲ μόνον ἀνθρώπων τοῖϲ αὐτοῖϲ ἐνέχονται πάθεϲιν.

643. Ε 576.

658. 59. ibid ., a p. 84, 24 sqq.

686. v. Herm. XIV, p. 248.

715. Θ 233, p. 122. 15: ibid. ad lin. 22.

814. in fine operis ad ζητ. 34.

[*](*B f. 186a ad βουγάιε. L f. 295b. II. Cf H ϲ 79.)

824. τὸ βουγάιον ἀκουϲτέον διὰ τὸ ὑπερμεγέθη ἔχειν βοείαν βουγάιε. βοίειαν L. ἀϲπίδα, ὡϲ εἰ ἔλεγεν· ὁ γαίων ἐπὶ τῇ ἀϲπίδι, ὡϲ κύδεi γαίων (Α 405). ἐπὶ δὲ τοῦ Ἴρου·

  • νῦν μὲν μήτ’ εἴηϲ βουγάιε μήτε γένοιο
  • (ϲ 79), χαριεντιζομένου ἀκουϲτέον διὰ τὸ μέγεθοϲ, ὡϲ ὑπερμεγέθη ἄν ἔχοντοϲ ἀϲπίδα. λέγει δέ· μὴ εἴηϲ μέγαϲ μηδὲ γένοιο μέγαϲ, ὧ ὅμοιον τὸ ἦ μάλα Ἶροϲ ἄιροϲ (ϲ 73). ἀ πα γ γέλων ὅτε πο ύ τιϲ ἀνώγοι [*](B, μυρίναν L 1 μία Vict. ἃϲ φαϲὶ B⟩ 2. 3 ἐντὸϲ ϲυνηθείᾳ τὸ ϲκ. καὶ τὸ ϲκαρδ. Vicl. ϲκαρδαμικτεῖν L. 9 scholium *B subiunctum est scholio man. prioris ad βριήπυοϲ v. 521 relato, A (c. l. οὐδ’ ἄρα πώ τι πέπυϲτο) praemittit verba οὐδέποτε ἐμεμαθήκει δὲ om. L. 11 ἐπίϲτανται B⟩ L. 11.12 ἀθαν. μόνῃ διαφέροντεϲ τῶν ἀνθρ., τοῖϲ δ’ αὐτοῖϲ ἐν. πάθ. A.) [*](5 —8 Eadem sine ulla fere varietate in codd. l. (f. 284b) et Lp (f. 217) c.l. γάνυται δ’ ἄρα et πρῶτος ἀκόντισεν, prius etiam in Vict. (f. 243a), legatur.) [*](9 sqq. Cf Vicl. ( f. 243a) ν. 521: . . . . οὐδ’ ἄρα πώ τι πέπυστο δὲ εἶπεν, ἐπεὶ ἀνθρωποπαθεῖς οἱ Ὁμηρικοὶ θεοί . . . , quae verba schol. B⟩ (Dine. IV, p. 26, 16), quod L. et Lp sequntur, male contraxit.) [*](19 Cf. B⟩ f. 186 ad βουγάιε (id A f.180a, L. f.295b, Lp f.224 c.eod.lemm.): . . . ἢ ἐπὶ τῇ ἀσπίδι γαίων . . . . , Eust. N, p. 962, 3.) [*](20 —22 Aliter B⟩ a 79: ἐπὶ μὲν τοῦ Αἴαντος ἐπὶ τῇ βοῒ γαίων, ὅ ἐστι τ ἀσπίδι· νῦν δὲ χαριεντιζόμενος ἐπὶ τῷ γαυριῶντι τ ἀναισθηίᾳ φησί. Cf. Eust. σ, P. 1838, 4.) [*](23. 24 Porph. in quaestione in cod. B⟩ ad Z 201 relata (=Vat. ζητ. ια'), in fine operis edenda: . . . . πόθεν οὖν Ἶρος κνλ εῖται οὔνεκ ’ ἀπαγγέλλεσκε κιών, ὅτε πούτι ἀνόγοι Nostro loco sine dubio male excerpto, nisi casu verba ᾧ ὅμοιον — ἀνώγοι adhaeserunt, dicere videntur: qui neque nunc neque postea Irus erit (= μηδὲ εἴ μηδὲ χένοιο) neque nuntii munere fungutur.)
    187
    (ϲ 7). τούτῳΒ ex οὕτωϲ corr. ἐυκλείη τ’ ἀρετή τε εἴη ἐπ’ ἀνθρ ώπουϲ ἄμα τ’ αὐτίκα καὶ μετέπειτα (ξ 402), ταὐτὸ τῷ εἴη καὶ γένοιτο.

    1.---ἐζήτηται δὲ πῶϲ ὁ Νέϲτωρ ἐπὶ τοϲοῦτον πίνει, ἀρξάμενοϲ[*](A f. 180ᵇ c.l. Νέϲτορα  δ’ οὐκ ἔλαθεν. Cramer.,A.P. III, p. 18, 32.) ἀπὸ τῶν ἐϲχάτων τῆϲ Λ. καὶ ῥητέον ὅτι οὐ τοϲοῦτον χρόνον ἔπινεν. δ’ ἀλλ’ Ὅμηροϲ, κατὰ παρέκβαϲιν ἀπαγγείλαϲ τὰϲ πράξειϲ, βουληθεὶϲ δὲ L. f. 296b. ἐπὶ τὸν Νέϲτορα μεταβῆναι, πάλιν ἀπὸ ταύτηϲ τῆϲ πράξεωϲ ἤρξατο, ἀφ’ cf Paris. ap. ἧϲπερ αὐτὸν καὶ κατέλιπε ποιοῦντα.

    ἀκολάϲτωϲ, φαϲὶ , καὶ ὡϲ μέθυϲοϲ πίνει. τάχα γοῦν τὸν κυκεῶνα[*](B f. 186b ad πίνοντά περ. L f. 296a c.l. πἱνοντα. Lp f. 224a. Cf. Paris. l. c. lin. 25.) πίνειν φηϲίν, ὃϲ εἶχε καὶ οἶνον. τινὲϲ δὲ ϲτίζουϲιν εἰϲ τὸ ἰαχή, καὶ τὸ ἑξῆϲ οὕτωϲ· ἀλλὰ καὶ πρὸϲ τὸν Ἀϲκληπιάδην πίνοντα ἔφη. ὁ δὲ Ἀρίϲταρχοϲ ἀντὶ τοῦ ὁμοίωϲ τῷ Μαχάονι, ὡϲ τὸ ϲὺ δὲ χαῖρε καὶ ἔμπηϲ (ε 205), παρών τε καὶ ἀπών, τόν τε πέρ πλεονάζειν, ὡϲ τὸ ἔρυγόν περ αἰπ ὺτ ὄλεθρον (ρ 47 ).

    5. ad Λ 624 (in Addendis ad p. 167. 27 sqq .).

    74 sqq. ἐζήτηται πῶϲ ὁ Ἀγαμέμνων οὕτωϲ ἀϲτρατήγωϲ φυγεῖν[*](*B f. 188 ad πρῶται v. 75. L f. 299a c.l. ἤν καὶ τῆ (c. 78). ἤν καὶ τῆ) προϲτάϲϲει τοῖϲ Ἔλληϲι, λέγων νῆεϲ ὅϲαι πρ ῶται καὶ τὰ ἑξῆϲ. ῥητέον οὖν, ὅτι ὁ Ἀγαμέμνων γινώϲκων αὐτοὺϲ μὴ φευξομένουϲ διὰ τὴν οἰκείαν ἀρετήν, καὶ ὅτι οὐδὲ λαθεῖν ἠδύναντο τοὺϲ πολεμίουϲ, ἐπιτρέπει [*](4 quae A praemittit: ϲφόδρα ϲυνετῶϲ εἰϲάγεται ὁ Νέϲτωρ κτλ., in L altero ἢν καὶ τῇ . scholio continentur iis quae supra edidimus subiuncto ; praem. ἀπορία ἐπιτοιοῦτον A , ἐπὶ τοϲοῦτον χρόνον L. 5 ante καὶ ῥητ. L λύϲιϲ ins. 6 παρέκταϲιν L 6. 7 βουληθείϲ τε ἐπὶ τὸν N. πάλιν ἐπανελθεῖν ἀπὸ ταύτηϲ κτλ. L 9 schol. Lp, quod subiunctum est alteri scholio ad eund. versum pertinenti (=lV, p. 38, 7 — 9 Dind.), inc.: τὸ δὲ πίνοντα ἀκολάϲτωϲ φηϲὶ καὶ κτλ. γοῦν, γ postea add., B; οὖν Lp 11 ἔφην Lp ὁ in ras. (fuit maior littera: an. signum schol. finirti?) B⟩ 13 πλεονάζει LLp 14 addit Paris. (lin. 30) ὡϲ ἐπιπολαίαϲ δὲ οὕϲηϲ τῆϲ πληγῆϲ κτλ., e schol. Λ 624 P Porphyriano excerpta, quae B⟩ scholio ad v. 5 pertinenti (p. 38, 24 Dind.), a P Porphyrio Alieno, subiungit 16 L. praem. ἀπορία, A : ἐὰν ὅλωϲ καὶ δι’ αὐτῆϲ ἐζήτηται δὲ πῶϲ κτλ. AL ἀϲτρατηγήτωϲ post Kamm ., p. 87, L. Dindorf 17 καὶ τὰ ἐξ. addidi, codd. om. praeter ea λέγων om. L, λέγων πρῶται om. B⟩ 18 ante ῥητ. L ins. λύϲιϲ ὁ om. A 19 οὕτε (om. ὅτι) A ἠδύνατο BL)) [*](11. 12 Collato schol. Vict. (f. 252b) verba inde a lin. 11 ita exhibente: τινὲς δὲ τ ἔμπης εἰς γαῖάν τε καὶ οὐρανόν (Ξ 174), σὺ δὲ χαῖρε καὶ ἔμπης, ὁμοίως παραών τε καὶ ἀπόν, τόν τε πέρ πλ εονάζειν, ὡς ἐντὸϲ τῷ μηδέ μοι ἦτορ ἐνὶ στ ή θεσσιν ὄρινε φυγόντι περ αἰπὺν ὄλεθρον, sequitur hanc scholii partem et hic et illic decurtatam esse, ita ut suspicari in promptu sit, quae in pleniore quaestione ex Aristarcho de v. ἔμπης notionibus allata. essent, male huic loco interpretando adhibita esse (cf. Lehrs, Ar. p. 142). Sed dubitari potest, num haec verba e Porphyrio petita sint (v. ann. crit. lin. 11).)

    188
    αὐτοῖϲ φεύγειν, ἵνα μὴ δόξη παρὰ δύναμιν κατέχων αὐτοὺϲ ἕνεκα τοῦ καθ’ ἑαυτὸν χρηϲίμου αἴτιοϲ γίνεϲθαι τοῦ πάνταϲ ἀπολέϲθαι, τοὐναντίον δὲ εὔνοιαν ἑαυτῷ πορίϲηται διὰ τὸ πᾶν ὁτιοῦν αἱρεῖϲθαι ποιεῖν, καὶ ὑπομένειν καὶ τὴν ἐκ τῆϲ φυγῆϲ ἀδοξίαν ἕνεκεν τῆϲ ἐκείνων ϲωτηρίαϲ.

    [*](B⟩ f.188 ad ὅϲαι v. 75. L f. 299a. Lp v. 74.)

    ἢ νοϲῶν οὐχ ὁρῇ τὸ χρειῶδεϲ, ἢ τῶν ἀριϲτέων πειρᾶται· οἶδε γὰρ ὅτι ἐντὸϲ ἡϲυχίᾳ μὲν τῶν πραγμάτων κειμένων ὑποπίπτουϲι τοῖϲ ὑπερέχουϲιν ἕκαϲτοϲ, κινδύνου δὲ ἐπιγενομένου δηλοῦϲι τὴν προαίρεϲιν, οὐδὲν τῆϲ οἰκείαϲ ἀφϲφαλείαϲ προτιμῶντεϲ. καὶ ἰδίωϲ μὲν αὐτὸϲ πάλιν δοκιμάζειν βούλεται. καὶ πρὸϲ ϲώφροναϲ ὁ λόγοϲ, καὶ οὐκ εὐθὺ πηδήϲουϲι πρὸϲ πρᾶξιν. βούλεται δὲ παρακληθῆναι ἑαυτῷ τὸν ϲτρατόν, ἀλλὰ διὰ τῶν ἡγεμόνων· δι’ ἑαυτοῦ γὰρ οὐκ ἐδύνατο, ὡϲ τοῦ παρόντοϲ κινδύνου διὰ τὴν Ἀχιλλέωϲ μῆνιν τὴν αἰτίαν φέρων.

    [*](**B f. 188b ad ἀνήρ. v. 100. ἐττὺϲ ἀνήρ. L. f. 300a A f. 182b c. l. ἐγγὺϲ ἀνήρ.)

    109. ἐζήτηται διὰ τί νῦν Διομήδηϲ ϲυμβουλεύει καὶ οὐχ ὁ Νέϲτωρ. ῤητέον οὖν ὅτι τὸ μὲν γῆραϲ ἐντὸϲ τοῖϲ δεινοῖϲ ἐϲτιν ἐπιϲχετικὸν, ἡ δὲ. νεότηϲ θαρϲαλεωτέρα. ἄλλωϲ τε καὶ Διομήδηϲ ἐντὸϲ τῆ προτέρᾳ βουλῇ (I 32 sqq ) Θαυμαϲθεὶϲ νῦν μᾶλλον τεθάρρηκε καὶ προήρπαϲε τῶν πρεϲβυτέρων τοὺϲ λόγουϲ.

    [*](**B f. 189a. L. f. 300b.)