Quaestionum Homericanum ad Iliadem pertinentium reliquiae

Porphyrius

Porphyrius. Porphyrii Quaestionum Homericanum ad Iliadem pertinentium reliquiae, Fasc I-II. Schrader, Hermann, editor. Leipzig: Teubner, 1880-1882

53. 54. ἐζήτηται πῶϲ ἐνεδέχετο ἔχειν τὰϲ νεφέλαϲ αἷμα· ῥητέον[*](*B f. 142b ad αἵματι. L. f. 225b.) οὖν ὅτι τὸ τοῦ ὕδατοϲ λεπτότατον καὶ κουφότατον ἁρπάϲαν τὸ πῦρ τὸ τοῦ ἡλίου μετέωρον ἐξήρανε καὶ κατέμιξε τῷ ἀέρι, καὶ τὸ μὲν θολερὸν ρὸν. αὐτοῦ καὶ βαρὺ ἐκκριθὲν ὁμίχλη γίνεται. τὸ δὲ καθαρώτατον καὶ κουφότατον γλυκαίνεται καταλελειμμένον, ἕψοντοϲ τοῦ ἡλίου καὶ καίον εἰ γὰρ καὶ τὰ ἄλλα τοῦ ὕδατοϲ, ἐὰν ᾖ ἁλμυρά, τὸ παῤ ἡμῖν πῦρ γλυκέα ἀπεργάζεται, τί χρὴ προϲδοκᾶν περὶ τοῦ δυνατωτέρου πυρὸϲ ἥλιον λέγομεν τὸ ἀναπεμφθὲν οὖν τοῦτο ὕδωρ μέχρι διεϲκέδαϲται μετέωρον φερόμενον, ὅταν εἰϲ τὸ αὐτὸ ϲυϲτραφῇ, βαρούμενον κάτω φέρεται καὶ ὄμβροϲ γίνεται. καὶ ἡ αἰτία· ὅταν νέφεϲιν ἐλαυνομένοιϲ ὑπ’ ἀνέμου ἐμπέϲῃ πνεῦμα ἐναντίον καὶ νέφη ἕτερα ὑπὸ· τούτου διωκόμενα, τὰ μὲν πρῶτα ϲυϲτρέφεται, τὰ δ᾿  ὄπιϲθεν αὐτῶν ἐπιφερόμενα παχύνεται καὶ μελαίνεται καὶ καταρραγέντα ὑπὸ τοῦ βάρουϲ ὄμβρον ἐγέννηϲεν. εἴπερ οὖν οἱ ποταμοὶ, πολλοῦ κατ᾿  αὐτοὺϲ ϲυντελουμένου [*](9 L. inc.: κατὰ δ᾿  ὑψόθεν ἦκεν ἐέρϲαϲ αἵματι μυδαλέαϲ ἐξ αἰθέροϲ. τοῦ ὕδα τὸ λεπτ. κτλ. 11 κατάμιξε B⟩ 12 δὲ om. L. 15 περὶ τ. δυν. om. B⟩ 10 ὕπερ B⟩ τούτου L. διεϲκέδαϲθαι e corr. L 19. 20 ὑπὸ τοῦ διωκομένου L 20 αὐτοῖϲ L. 22 ἐγένηϲαν B⟩ πολλοῦ κατ’ αὐτοῦ ϲυντελούμενοι L) [*](2 Cf. * B f. 169 (id. L. f. 268a c. 1. Ζεὺς δ᾿  ἐπεὶ οὖν Τρῶάς τε, A) Ν 1: κεχώρικ ⟨κεχώρηκ L⟩ τῶν λοιπῶν Τρώων τὸν Ἕκτορα κατ᾿  ἐξοχήν . . . . Quod A ristarcho notatum fuisse schol. Ariston. ibid. docet.) [*](3 sqq. Cf. schol. Ariston. Λ 51: πρὸς τὸ δοκοῦν μάχεσθαι· εἰ γὰρ μεγάλως ἔφθασαν, πῶς οἱ ἱππεῖς ὀλίγον μετεκίαθον αὐτῶν) [*](6 —8 A ristarchum μέγα de tempore, ὀλίγον de loco accepisse, Ariston. l. c. et v. 52 docet.) [*](22sqq. † A Λ 53. 54 c. 1. ἔρσας αἴματι μυδαλέας (id. L. f. 225b): ἐξήτηται ⟨δὲ add. L.⟩ πῶς ἐνεδέχετο ⟨τὸ add. L⟩ αἷμα ἔχειν τὰς νεφέλας. καὶ λέγουσιν ⟨οὕτως τοῦτο add. L.⟩ οἱ λύοντες τὸ ἀμφίβολον, ὅτι ὡς ἐπὶ μεγίστῳ πολέμεῳ ⟨post ἀμφιβ. L: καὶ ἐπὶ μέχ., om. πολ.⟩ πολλῶν ἀναιρουμένων τὸ αἷμα τούτων ⟨τοῦτο L⟩ ἐπλήρου τοὺς πλησίον ποταμούς, ἀφ' ὧν αἱ νεφέλαι λαμβάνουσαι τὸ ὕδωρ αἱματώδεις δρόσους ἔπεμπον. Simillima duo scholia cod. Paris. 2556 (Cram., A. P. III, p. 176, 18 —25).) [*](†B f. 142b ad αἰθέρος (id. Lp f. 184 c. 1. ἐξ αἰθέρος): .  . . . ᾑμαγμέναι)

162
τοῦ φόνου, ἦϲαν αἵματοϲ ἀνάπλεοι, εἰκότωϲ τὸ ἀναφερόμενον ἀπ’ αὐτῶν ὕδωρ γίνεται ὄμβροϲ αἱματώδηϲ, καὶ τοῦτο μυθῶδεϲ δοκοῦν οὐκ ἀποφεύγει τὸ πιθανόν.

84. ad Θ 1, p. 111. 112.

86. cf. Θ 53. 54.

155. Vatic. ζητ. κη· ὡϲ δ᾿ ὄτε πῦρ ἀίδηλον ἐντὸϲ ἀξύλῳ ἐμ πέϲοι ὕλη. ἄξυλον ὕλην οἱ μὲν πολύξυλον ἀποδεδώκαϲιν, οἱ δὲ ὁμόξυλον. δηλοῖ γὰρ, φαϲὶν--- ---ὡϲ ἀκόλουθοϲ (ἔϲτι γὰρ ὁμοκέλευθοϲ), καὶ ἄβρομοι (Ν 41) ἅμα βρόμῳ καὶ αὐίαχοι ἅμα ἰαχῇ. οὕτω καὶ ἄλοχοϲ καὶ ἄκοιτιϲ ἡ καὶ ὁμόκοιτιϲ· καὶ ἄξυλοϲ ἡ ὁμόξυλοϲ διὰ τὸ πυκνόν. ἐμοὶ δὲ δοκεῖ ἄξυλον λέγειν ϲτέρηϲιν τοῦ ξύλου ἐπάγει γάρ· οἱ δ᾿  τε θάμνοι πρὸρριζοι ἀλλὰ κατὰ ϲτέρηϲιν τοῦ ξυλίϲαϲθαι, ἵν᾿ ᾖ ἄξυλοϲ ὕλη, *B f. 144b ad ἀξύλῳ, L. f. 228 Π. ἄξυλον ὕλην οἱ μὲν τὴν πολύξυλον ἀποδεδώκαϲιν, οἱ δὲ ἄξυλον. δηλοῖ γὰρ, φηϲὶ, τὸ α καὶ τὸ ὁμοῦ, ὡϲ ἐπὶ τοῦ ἀκόλουθοϲ (ἔϲτι γὰρ ὁμοκέλευθοϲ), καὶ ἄβρομοι ἅμα βρόμῳ καὶ αὐίαχοι ἅμα ἰαχῇ. οὕτωϲ καὶ ἄλοχοϲ καὶ ἄκοιτιϲ ἡ ὁμόλεκτροϲ ὁμόλεχοϲ καὶ ὁμόκοιτιϲ. καὶ ἄξυλοϲ οὖν ἡ ὁμόξυλοϲ διὰ τὸ πυκνόν. ἐμοὶ δὲ δοκεῖ ἄξυλον λέγειν οὐ κατὰ οὐ κατὰ ϲτέρηϲιν τοῦ ξύλου· ἐπάγει γάρ· οἱ δέ τε θάμνοι πρόρριζοι πίπτουϲιν, ἀλλὰ κατὰ ϲτέρηϲιν τοῦ ξυλίϲαϲθαι, ἵνα ᾖ ἄξυλοϲ ὕλη, ἐξ ἧϲ οὐδείϲ πω ἐξυλεύϲατο, [*](1. 2 ὑπ᾿  αὐτῶν B, ὑπ᾿  αὐτοῦ L.; corr. Bkk. 2 γινόμενον L 7a ξύλω V1, ἀ suprscr V2 ἐμπέϲ. (litt. eros.) V1, οι suprascr. V 8a 9a ἄξυλον — πολυ humilitute deletu, rescrps. V2 10 11a inter φαϲὶν et ὡϲ non tinctura adhibita deleta 11a ὡϲ — γὰρ hum. del. rescrps. V2 13a ἀίϲχυοι ἅμα ἰακῆ cod. 15a ξυλοϲ V1, α sprascr. V2 20a πίπτ. (3 vel 4 litt. eros.) cod.) [*](7ᵇ L. in lemm.: ὡϲ δ᾿  ὅτε πῦρ ἀίδηλον ἐντὸϲ ἀξύλῳ 8 11b ἀποδεδώκαϲιν, ἄξυλον δὲ ἕτεροι· φηϲὶ γὰρ τὸ α καὶ ὁμοῦ, ὡϲ ἐπὶ τὸ ἀκόλουθοϲ L 11 ἄβρο L. 12b ἀίαχοι L. 13 14 ἡ — ὁμόκοιτιϲ om. L. 20 εὔξυλοϲ L. 21b verbo ἐξυλεύϲατα schol. L. finitur; reliqua f. 229a leguntur, ubi inc.: γαμετὴ λέγεται παρὰ τὸ λέχουϲ ἑτέρου κτλ. (lin. 4).) [*](⟨ἠλλαγμέναι Lp⟩ δέ εἰσιν αἱ σταγόνες, ἐπειδ καὶ ο περὶ Τροίαν ποταμοὶ ἐκ τῶν ἀναιρουμένων αἱματώδεις ἦσαν. Idem fere Eust., p. 830, 6.) [*](Cf. Plut. V. Hom. c. 111: . . . . ὅθεν (e nostro loco et Π 459) δῆλόν ἐστιν ὅτι τὰ ἀναφερόμενα ἀπὸ τῶν περὶ γῆν ὑδάτων ὑγρὰ ἀναπεφυρμένα τῷ ὕδατι τοιαῦτα ἄνωθεν κατηνέχθη.) [*](6 sqq. Cf. a v. 354.) [*](9 Ιpse Porph. Ξ 200: . . . . ἄξυλος ὕλη ἡ πολύξυλος. Id. Suid. v. ἀξυλία, Et. M. p. 141, 55, Hesych. v. ἀξύλῳ ὕλῃ, Apollon. v. ἀξύλῳ, lex. Seguer. p 413, 11, schol. A Λ 155, Eust. Λ p. 837, 54.) [*](10 sqq. De ἀκόλουθος et ἄκοιτις idem ap. Plat., Crat. p. 405 C. D. 17 sqq. Aristarchum, diple posita πρὸς τὴν ἄξυλον ὅτι πολλὰς ἐκδοχὰς ἔσχηκεν, in rpretatum esse ἀφ᾿  ἧς οὐδεὶς ἐξυλίσατο, Ariston. Λ 155 docet.) [*](† Eust. 1. c.: ἢ κατὰ Πορφύριον, ἀφ᾿  ἧς οὐδεὶς ἐξυλεύσατο. Cf. B⟩ f.)

163
ἀφ᾿  ἧϲ οὐδείϲ πω ἐξυλεύϲατο. καὶ ἄκοιτιϲ δὲ καὶ ἄλοχοϲ ἐμοὶ δοκεῖ κυρίωϲ ἡ παρθενικὴ λέγεϲθαι, παρὰ τὸ λέχουϲ ἑτέρου μὴ μεταϲχεῖν μηδὲ κοίτηϲ. παῤ ὃ καὶ λέγει κουριδίηϲ ἀλόχου (Α 114). λοιπὸν δ᾿ ἡ κατάχρηϲιϲ καὶ ἐπὶ τὰϲ ἄλλαϲ μετ᾿ ήγαγεν. ὥϲπερ κυρίωϲ ἀλεξῆϲαι ὑπὲρ τῶν ἀλόχων βοηθῆϲαι· λοιπὸν δ᾿  ἐντὸϲ καταχρήϲει γέγονεν ἐπὶ τοῦ ὁπωϲοῦν ϲυμμαχεῖν. καὶ ἀίδηλον δὲ πῦρ (B 455. I 436. Λ 155) οὐκ ἔϲτι τὸ μεγαλόδηλον, ἀλλὰ τὸ ἀδηλοποιόν, ἐξ οὗ ϲημαίνει τὸ οὕτω γοῦν ἔφη ϲὺ δὲ κτείνειϲ ἀιδήλωϲ (Φ 220), ἀφανίζων καὶ ἀδήλουϲ ποιῶν. οὐ κακῶϲ δὲ καὶ Ϲέξϲτοϲ ἀίδηλον ἀπὸδέδωκε τὸ ἐξ ἀδήλου ἐμπεϲόν. τουτέϲτιν ἀφ’ ἧϲ ξύλον οὐδεὶϲ ἔκοψε. καὶ ἄκοιτιϲ δὲ καὶ ἡ ἄλοχοϲ, ὡϲ ἐμοὶ δοκεῖ, κυρίωϲ ἡ παρθενικὴ λέγεται, παρὰ τὸ λέχουϲ ἑτέρου μὴ μεταϲχεῖν μηδὲ κοίτηϲ (παῤ ὃ καὶ λέγει κουριδίηϲ ἀλόχου, τῆϲ ἐκ παρθενίαϲ ἀλλ᾿  οὐ λέχουϲ ἑτέρου μεταϲχούϲηϲ), λοιπὸν δ’ ἡ κατάτὸ χρηϲιϲ καὶ ἐπὶ τὰϲ ἄλλαϲ μετήγαγεν, ὥϲπερ κυρίωϲ τὸ ἀλεξῆϲαι τὸ ὑπὲρ τῶν ἀλόχων βοηθῆϲαι· λέγει γὰρ Ἕκτωρ· ἀλλ᾿  ἵνα μοι Τρώων ἀλόχουϲ καὶ νήπια τέκνα προφρονέωϲ ἀφανιϲτιόκ. ῥύοιϲθε (Ρ 223.) λοιπὸν δὲ ἐντὸϲ καταχρήϲει γέγονεν ἐπὶ τοῦ ὁπωϲοῦν ϲυμμαχεῖν. καὶ τὸ ἀίδηλον δὲ πῦρ οὐκ ἔϲτι τὸ μεγαλόδηλον, ἀλλὰ τὸ ἀδηλοποιόν, ἐξ οὗ ϲημαίνει τὸ ἀφανιϲτικόν. οὕτωϲ γοῦν ἔφη ϲὺ δὲ κτείνειϲ ἀιδήλωϲ, ἀφανίζων καὶ ἀδήλουϲ ποιῶν. οὐ κακῶϲ δὲ καὶ Ϲέκϲτοϲ ἀίδηλον ἀποδέδωκε τὸ ἐξ ἀδήλου ἐμπεϲόν. ἡ παραβολὴ οὖν πρὸϲ τὴν ϲυνέχειαν τῶν πιπτόντων· τί δ᾿  ὀξύτερον εὐκινητότερον πυρόϲ;

[*](2a ἄλ. .οϲ V1, ἄλοχοϲ V2 in marg. 5a πα . . καὶ λ . . . . V1 (nonn. litt. eros.) παῤ ὃ καὶ λέγει V2 in marg. 13a τὸ, quod in lin. eros, sprascrps. V2 14a ἀδηλοποιὸν compendio scrips. V1, οι add, V2)[*](10ᵇ κύριον L. 12 ἵνα μὴ L. 13 14 προφρονέον L. 19 οὕτω ex ἐξ οὗ corr. L. 22b sqq. οὐ κακ. δὲ ἀποδ. καὶ ϲἑκϲτοϲ τὸ ἐξ ἀδ. ἐμπ. L. potest esse ϲίκϲτοϲ B⟩ 24 sqq. haud scio an addita sint propter initium quaest. Porphyrianae in cod. B⟩ v. 269 adscriptae (f. 147a: ἐπεὶ παραβολῆϲ ἐμνήϲθημεν κτλ.), quae in cod. Vat. sexta numeratur et disputationem de imagine a poeta initio libri IX adhibita excipit (v. supr. p. 128))[*](144b ad ἀξύλῳ (id. Lp f. 186b c. 1. ἐντὸϲ ἀξύλῳ): πολυλῳ. ἀφ᾿  ἦς οὐδεὶς ἐξυλί . . . ., Apollion. 1. c., Hesych. 1. c.)[*](3 sqq. Et, M. p. 50, 7: ἄκοιτις γυν ἐκ παρθενίας ἄλλης κοίτης μ πειραθῖσα, ἢ ὁμόκοιτις, καταχρηστικ τῶς δὲ καὶ δευτέρου γάμου μετεσχηκυῖα, Cf. ibid. p. 70, 26 ἄλοχος (Orin).)[*](8 (10) Et. M. p. 59, 15: ἀλέξω παρὰ τὴν ἄλοχον κυρίως τὸ τῇ γυναικὶ βοηθῆεῖσα, καταχρηστικῶς δὲ καὶ τὸ ὅπως δήποτε.)[*](14 (18) Apollon. v. ἀίδηλον: . . . . ποτὲ δὲ τὸν ἀδηλοποιόν κτλ., cf. Et. M. 41, 32. Suid. h. v.)[*](24 Eadem in fine schol. BLp h. v. (ad p. 162,17 sqq.) cf. ann. crit. ad h. l.)
164

269. I init, p. 128.

[*](B⟩ f. 147a ad ἀνόρουϲε.)

273.---πῶϲ δὲ οὐδένα ϲτρατηγὸν ἀνθ’ ἑαυτοῦ κατέλιπεν; ἵνα μὴ προτιμήϲαϲ ἕνα τοῖϲ λοιποῖϲ ἀπέχθηται.

[*](*B f. 148b ad ἀπέλεθρον. L. f. 235a, Π)

354. τουτέϲτιν ἀμέτρητον, ὃ οὐκ ἐϲτι μέτρῳ οὐδὲ πελέθρῳ μετρῆϲαι. οὕτωϲ ἐϲτὶ καὶ τὸ ἀμαιμάκετον, ᾧ οὐκ ἐϲτι μῆκοϲ παραβαλεῖν· ἱϲτὸν μαιμάκετον (ξ 311), ὃν ἐντὸϲ ἄλλοιϲ ἔφη περιμήκετον (β 94. 95 ?). περιϲϲῶϲ μέγαν. καὶ ἡ ἀμαιμάκετοϲ οὗν Χίμαιρα (Ζ 179. Π 329) τὴν μεγάλην δηλοῖ, πρὸϲ ἣν οὐκ ἔϲτι μέγεθοϲ τῶν ὁμοίων παραβαλεῖν· πρὸϲ γὰρ τὰ ὁμογενῆ τὰ πρόϲ τι ἡ δ’ ἄῤ ἔην θεῖον γένοϲ οὐδ᾿  ἀνθρώπων (Ζ 180).

356. Α 104.

[*](B f. 149a ad τοξότα. L. f. 236a. Lp. f. 191b.)

385. ἀλλὰ καὶ οἱ θεοὶ, φαϲὶ, τοξόται καὶ τῶν ἡρώων οἱ κράτιϲτοι, Ἀπόλλων, Ἄρτεμιϲ, Ἡρακλῆϲ, Εὔρυτοϲ ἀλλὰ καὶ ἐντὸϲ τοῖϲ πρὸϲ Ἴλιον ϲτρατευομένοιϲ Μηριόνηϲ, Φιλοκτήτηϲ, Τεῦκροϲ. οὐχ ὅτι δὲ τοξότηϲ [*](4 L inc.: εἰϲ τὸ ὦκ᾿  ἀπέλεθρον ἀνέδραμε 12 φηϲὶ Lp 13 ἡρακλῆϲ εὕρη L) [*](2 sqq. Eadem L. f. 212 et Lp (c. 1. ἐς δίφρον ἀνόρουσε). Quae ex cod. Vict. ap. Bekkr. sequuntur: καὶ ὁ Μενέλαλος παρῆν, βασιλεὺ ὢν δεύτερος ἔστι δὲ καὶ ἐναγώνιον· ὅ τε γὰρ φόβος μείζων διὰ τὴν ἀπουσίαν τῶν ἀριστέων καὶ ὁ πόθος Ἀχιλλέως μείζων, non liquet utrum ad quaestionem pertineant an aliunde addita sint.) [*](4 sqq. Haud scio an olim partem quaestionis ud v. 155 editae effecerint.) [*](6 † H (sim. B⟩ Q) ξ 311 Dind. (ἀμαιμάκετον): ᾧ οὐκ ἔστι μῆκος παραβαλεῖν. καὶ Χίμαιραν θρέψεν ἀμαιμακέτην, ᾗ οὐκ ἔστι μέγεθος παραβαλεῖν. ) [*](12 sqq. Quaestio male decurtata tradita suppleri potest ex Eustathio, p. 851, 31 sqq., qui in codice quo usus est plura quam nobis servata sunt legit. Sed cum habeat quae illis aut de suo aut aliunde, e. c. ex Herodiano, addiderit, iudicium de singulis non constat. ld num contenderim, A ristotelis memo e Porphyrio eum hausisse eam enim ita potissimum et adl scholia nostra. et ad Eustathium propagatam esse multis locis constat. Neque enim video, cur cum Rosio, Ar. ps. p. 164, pro Aristotele apud eum h. 1. Ἀριστοφάνης le ut recte Heitz, d. verl. Schrft. d. Ar., p. 213; monuit. Quod autem Rose in schol. Townl. a se collato et Victor. Ἀρίσταρχος (pro Ἀριστοτέλης) δὲ ὦ τῷ τόξῳ σεμνυόμενε legi iubet, iniuria ab Heitzio impugnari videtur. Eadem enim eorum verborum explicatio (τὸ δὲ κέρᾳ ἀφλαέ οἱ μὲν ἀντὶ τοῦ τόξοις ἀγλαϊζόμενε) ab Eustathio, lin. 39, ita affertur, ut cum Aristotelia illa minime cohaereat, et ab Apollonio v. κέρᾳ ἀγλαέ ad ipsum Aristarchm revocatur, quod ita accipiendum esse, ut commemoraverit eam neque tamen probaverit Aristarchus, schol. A (Ariston.) Λ 385 docet. Cum Apollonio autem de βοὸς κέρας (Ω 81) interpretando ita consentit schol. Q μ 253 et ipsum Aristurchum afferens, ut negari vix possit, etiam apud Plutarchum, d. sol. anim. c. 24 (p. 977 A), iisdem fere verbis de eadem re agentem, pro Ἀριστοτέλης recte conici Ἀρίσταρχος. Restat ut moneamus, quae ad Ω 81 in cod. B⟩ tradita sint Aristar num e Porphyrio fluxerint diiudicari non posse.) [*](13 sqq. A Λ 385 Nican.: περὶ δὲ τῶν διαστολῶν εἴρηται πολλοῖς ὅτι εἰσὶν ἀμφίβολοι· ἢ γὰρ καθ᾿  ἑαυτὸ ἕκαστον . . . . ἢ κατὰ δύο κτλ. Cf. † Eust., p. 851, 33.)

165
ὀνειδίζει, ἀλλ’ ὅτι φαῦλοϲ· τοῦτο γὰρ ἐμφαίνει τὸ λωβητήρ. εἶτα πάλιν τῇ τρχὶ, φηϲὶ, κάλλιϲτε ἐπὶ ἀπάτῃ παρθένων· οὐδὲ γὰρ οὐδὲ τὸ κομᾶν κακὸν ἐϲτι καθ᾿  ἑαυτὸ.

Ἀριϲτοτέληϲ δέ φηϲι· κέρᾳ ἀγλαὸν εἶπὲν ἀντὶ τοῦ αἰδοίῳ[*](Eust. Λ. p. 851, 52.) ϲεμνυνόμενον, ἐπὶ τοιούτου ϲημαινομένου τὴν λέξιν ἐκεῖνοϲ νοήϲαϲ.

405. ἀϲύμφορον ἀναπείθειν δεινότερον εἶναι τοῦ ἀποθανεῖν τὸ[*](*B f.149b ad ἁλώω. Cf. Phil. 1. c. p. 345, ΙΙ.) φυγεῖν. λύεται δὲ ἀπὸ τῆϲ λέξεωϲ τὸ γὰρ ἁλώω δύναται καὶ ἐπὶ τοῦ ζωγρηθῶ εἶναι.

515. ἐμείωϲε, φαϲὶ, τὸν ἔπαινον, μερικὴν αὐτῷ προϲθεὶϲ τὴν εἴ-[*](B f. 152a ad ἰούϲ τ᾿ L. f. 241b. Lp f. 194a c. l. ἱούϲ τ᾿ ἐκτά- (Cf. Paris, ap. Cremer, A. P. ΙΙΙ, p. 15, 18.) δηϲιν. καίτοι φηϲὶν ὅϲῥά τε πάϲηϲ εὖ εἰδῇ ϲοφίαϲ (Ο 411, confus. c. ρ 384). οἱ μὲν οὖν φαϲιν ὅτι τὸ χειρουργικὸν καὶ τὸ φαρμακευτικὸν εὕρητο παρὰ τοῖϲ παλαιοῖϲ· τοῦ γὰρ διαιτητικοῦ Ἡρόδικοϲ μὲν ἤρξατο, ϲυνετέλεϲε δὲ καὶ Ἱπποκράτηϲ, Πραξαγόραϲ, Χρύϲιπποϲ. ἔνιοι δέ φαϲιν, ὡϲ οὐδὲ ἐπὶ πάνταϲ τοὺϲ ἰατροὺϲ ὁ ἔπαινοϲ οὗτόϲ ἐϲτι κοινόϲ, ἀλλὰ τὸν Μαχάονα μόνον χειρουργεῖν θέλουϲι· τὸν γὰρ Ποδαλείριον διαιτᾶϲθαί φαϲι τὰϲ νόϲουϲ. καὶ τεκμήριον ὅτι Ἀγαμέμνων τρωθέντοϲ Μενελάου οὐ Ποδαλείριον καλεῖ, ἀλλὰ τὸν Μαχάονα (Δ 193) τοῦτο ἔοικε καὶ Ἀρκτῖνοϲ ἐντὸϲ Ἰλίου πορθήϲει νομίζειν ἐντὸϲ οἷϲ φηϲιν αὐτὸϲ γάρ ϲφιν ἔδωκε πατὴρ ἐνοϲίγαιοϲ πεϲεῖν ἀμφοτέροιϲ, ἕτερον δ᾿  ἑτέρου κυδίον’ ἔθηκε· τῷ μὲν κουφοτέραϲ χεῖραϲ πόρεν, ἔκ τε βέλεμνα [*](3 quae in codd. sequuntr: τὸ δὲ κέρᾳ ϲὺν τῷ ι κτλ., ex Herodiano petita sunt 4 φηϲι Rose, Ar. ps, p. 166; edit. φαϲι 9 φηϲὶ Lp προϲτιθεὶϲ Lp 12 εὕρηται L. 15 ἐθέλουϲι Lp 16 διαιτεῖϲθαι Lp 16. 17 τρωθέντα Μενέλαον L 17 τὸν om. L 18 sqq. τοῦτο — νόημα, quae B⟩ LLp om, e cod. Vict. Roemeri ι comitate collata) addidi casu enim vel neglegentia in communi illorum codicum fonte intercidisse, inde apparet, quod Eustathius, qui sinc ullo dubio h. 1. e Porphyrio hausit, eadem ante oculos habuit (p. 849, 42 sqq.). Idem dc p. 166, lin. 7 —8 (ταῦτα Ἡρακλέα) dicendum, coll. Eust. lin. 49) [*](1 † Eust. p. 851, 41: οἱ δέ φασι τὸ κέρα ἀγλαέ ἀντὶ τοῦ κάλλιστε τὴν τρίχα, καὶ τοῦτο οὐχ ἁπλῶς, ἀλλ᾿  ἐπὶ ἀπάτῃ παρθένων κτλ., cf. Hesych. v. κέρα ἀγλαέ, Et. M. p. 504, 55. Quam v. κέραι notionem ad glossographos Apol l. c. retulit; paullo aliter de ea iudicavit Aristarchus ap. Ariston. l. c. (cf. Eust. lin. 46. 49), dubitanter Herodian. (A Λ 385).) [*](5 Cf. Hesych. κέραξ· θρίξ, τόξον καὶ αἰδοῖον,) [*](6 —8 Id. L f. 237 (nisi quod σύμφρον pro ἀσύμφ.). — Cf. B⟩ f. 149b ad ἁλώω (id. Lp f. 192a c. l. αἴ κεν ἁλώω): τοῦτο, φησὶ, δεινότερον πάντων, εἰ ζω καὶ αἰχμαλωτισθῶ· οὐδεὶς γὰρ Ἑλλήνων τοῦτο ⟨om. Lp⟩ πέπονθεν.) [*](9 Versus 515 a Zenodoto, Aristophane, Aristarcho poëtae abiudicatus; . . . . μειοῖ γάρ, εἰ μόνον ἰοὺς ἐκτάμνε καὶ φαρμακεύειν οἶδεν (A h. v.).) [*](11 sqq. † Eust. Λ, p. 859, 39 sqq. ) [*](11. 12 Cf. Porph. Λ 624: πρῶτον μὲν οὖν φαμεν ὅτι τὴν δίαι ταν ἠγνόουν. Id. L 453: . . . . τὴν δὲ περὶ τὰς διαίτας (ἐπιτηδεῦσαι ἰατρικὴν) τὸν Σηλυβρια Ἠρόδικον κτλ. Sequitur Platonem, rep. III, p. 406 A.) [*](18 sqq. Versus primi corrupte traditi sunt, v. Kinkel, epic. Gr. fragm. I, p. 35, qui Welckerum (cycl. ep. II, p.178) secutus non recte ad Aethiopidem fragmentum retulit.)

166
ϲαρκὸϲ ἑλεῖν τμῆξαί τε καὶ ἕλκεα πάντ’ ἀκέϲαϲθαι· τῷ δ’ ἄῤ ἀκριβέα πάντ’ ἐνὶ ϲτήθεϲϲιν ἔθηκεν, ἄϲκοπά τε γνῶναι καὶ ἀναλθέα ἰάϲαϲθαι· ὅϲ ῥα καὶ Αἴαντοϲ πρῶτοϲ μάθε χωομένοιο ὄμματά τ’ ἀϲτράπτοντα βαρυνόμενόν τε νόημα. εἰ δὲ μὴ παράγει τινὰ διαιτώμενον, οὐ θαῦμα· διὰ γὰρ τὸ ἀπρεπὲϲ παρῆκε τὴν δίαιταν· ἀπρεπὲϲ γὰρ ἦν τὸν ἥρωα πυρέττοντα παραλαβεῖν ἢ κενούμενον τὴν γαϲτέρα ἢ προποτιζόμενον. ταῦτα γὰρ κωμικά, ὡϲ καὶ τῷ Διονυϲίῳ πεποίηται ἐντὸϲ Λιμῷ τῶν νό Ἡρακλῆϲ, Ϲειληνὸϲ δὲ κλύζειν πειρᾶται τὸν Ἡρακλέα. ἢ μόνων τῶν ἐντὸϲ πολέμῳ ἐνεργούντων μέμνηται· εἰϲὶ δὲ φάρμακα καὶ χειρουρ εἰ δὲ ἀπὸ τῶν ἡττόνων ὁ ἔπαινοϲ, καὶ τοῦτο ἰατρικῆϲ ἐγκώμιον, τὸ καὶ τὰ ἥττω μέρη ταύτηϲ εἶναι πολλῶν ἀντάξια.

[*](*B f. 152b ad λέοντα. **Bf. 153a ad ὄνο (Β1). L f. 242a. A.)

548 sqq. διὰ τί ὁτὲ μὲν λέοντι παραβάλλει τὸν Αἴαντα, ὁτὲ δὲ ἐντὸϲ ἄλλῳ (v. 558) ὄνῳ, λύϲιϲ. ὅτι αἱ μὲν παραβολαὶ τριῶν ἕνεκα γίνονται, αὐξήϲεωϲ ἐνεργείαϲ ϲαφηνείαϲ· εἰϲ τὸ πρόϲφορον δὲ ἐντὸϲ ἑκάτερον ἐτήρηϲεν ὁ ποιητήϲ, εἰπὼν Αἴαντα καὶ φονεύοντα λέοντοϲ δίκην καὶ τῶν πολεμίων ἀναχωροῦντα ὡϲ ὄνον. ταῖϲ γὰρ φύϲεϲι τῶν ζώων καὶ τὸ ὀκνηρὸν πρὸϲ φυγὴν καὶ τὸ ταχὺ πρὸϲ μάχην τοῦ ἥρωοϲ δεδήλωκεν.