Panarion (Adversus Haereses)

Epiphanius

Epiphanius. Epiphanius, Volume 1-3. Holl, Karl, editor. Leipzig: Hinrichs, 1915-1933.

καὶ ἐδέξατο τὴν παρ’ αὐτῶν παράκλησιν (οὐ γὰρ ἀνεβάλλετο) καὶ ἀποστέλλει μὲν τῶν ἰδίων τέσσαρα γένη, τούς τε Κουθαίους καλουμένους καὶ Κουδαίους, Σεπφαρουραίους καὶ Ἀναγωγαυαίους, οἵτινες ἅμα τοῖς αὐτῶν εἰδώλοις ἀναβάντες κατῴκουν τὸ τηνικαῦτα τὴν Σαμάρειαν, ταύτην ἐπιλεξάμενοι ἑαυτοῖς τὴν γῆν διὰ τὸ εἶναι πίονά τε καὶ γονιμωτάτην.

χρόνῳ δὲ οὑτοι ὑπὸ τῶν θ·ηρίων διασπαραττόμενοι, λεόντων τε καὶ παρδάλεων καὶ ἄρκων καὶ τῶν ἄλλων πονηρῶν θηρίων, ἀποστέλλουσιν εἰς Βαβυλῶνα, παρακαλοῦντες καὶ ὑπερβολῇ θαυμάζοντες τὴν <τῶν> κατοικησάντων τὸ πρὶν ἐγκαθέτων διαγωγήν, πῶς ἠδύναντο ὑποστῆναι τὴν τῶν θηρῶν ἁρπαγήν τε καὶ βίαν.

ὁ δὲ βασιλεὺς μεταστειλάμενος τοὺς πρεσβυτέρους ἤρετο τὴν αὐτοῖς γενομένην ἀγωγὴν > τῆς ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ καθέξεως, πῶς τε διελάνθανον τὴν τῶν θηρῶν ἁρπαγήν, τοσαύτης θηριοβολίας καὶ λύμης κατὰ τὴν γῆν ἑκείνην ὑπαρχούσης.

οἱ δὲ τὴν τοῦ θεοῦ νομοθεσίαν αὐτῷ ἐδείκνουν καὶ μετὰ συνέσεως αὐτῷ ἀπεκάλυπτον τῆς εὐλόγου γνώμης [*](7—S. 196, 15 z. T. örtlich wiederholt de duod. gemmis 92ff; CSEL 35 II S. 769, 27ff ünther (Anastasius Sin. quaestio 45; Migne 89, 596 D ff) — 11 ff vgl. II Kön. 17, 24 ff — 12 f vgl. auch die sog. Kirchengeschichte des RhetorlS; S. * 11, 27 Ahrens-Krüger (Zacharias öpft jedoch nicht aus Panarion, sondern aus de duod. gemm.) GU (bis Z. 3 ὄνομα; von da an V) M 7 — S. 196, 10 ürzt u. frei wiedergegeben bei Nicetas Chon. thes. orth. lib. I c. 23) [*](1 ἐκέκλητο M 3 — 5 ἐλλιπῆ ἐποιήσαντο — τῆς ὑποθέσεως . . . τὴν ὑπόσχεσιν] ἐλλιπὲς ἐποίησαν τὸ τῆς ὑποθέσεως <καὶ> . . . τὴν ὑπόσχεσιν Dind. 6 οὖν Μ | ἡ < M 9 ἐγκαθέτους] habitatores in de duod. gemmis a. a. 770,3; < Nie. Chon. | Ἰσραηλῖτ///ιν, ι aus η hergestellt V u. M 11 ἀνεβάλετο 13 Σεπφαρουραίους] Seppharaeos de duod. gemm. a. a. Ο. S. 770, 7 | Ἀναγωγαυαίους V u. de duod. gemm.] Ἀναγωγαναίους Μ 19 <τῶν> . . . ἐγκαθέτων ἐγκάθεστον V ἐγκάθετον M 21 εἴρετο VM 22 > * | καθέσεως? *)

196
τὰ καθεξῆς, φήσαντες μὴ δύνασθαι ἐκεῖσε ἔθνος καθέζεσθαι, εἰ μή τι ἂν τὸν νόμον τοῦ θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ τὸν διὰ Μωυσέως δοθέντα ἐπιτελέσειεν· εἶναι εἶναι τὸν θεὸν ὑπερασπιστὴν τῆς γῆς, μὴ βούλεσθαι δὲ παραβάσεις έν αὐτῇ παρὰ Μνῶν ἀλλοφύλων γίνεσθαι εἰδωλολατρείας καὶ τῶν ἄλλων.

ὁ δὲ ἐπιμελόμενος καὶ πειθόμενος τῇ τῶν ἀναδιδαξάντων ἀληθεστάτῃ ἑρμηνείᾳ ἀντίγραφον τοῦ νόμου ᾔτησεν. οἱ δὲ ἀφθόνως δεδωκότες μετὰ καὶ τοῦ νόμου Ἔσδραν τινὰ ἀποστέλλουσιν παιδευτὴν τοῦ νόμου ἀπὸ Βαβυλωνίας πρὸς τὸ παιδεῦσαι τοὺς ἐν τῇ Σαμαρείᾳ καθεσθέντας Ἀσσυρίους (τοὺς προδεδηλωμένους Κουθαίους καὶ <τοὺς> ἄλλους) τὸν νόμον τὸν Μωυσέως.