Panarion (Adversus Haereses)

Epiphanius

Epiphanius. Epiphanius, Volume 1-3. Holl, Karl, editor. Leipzig: Hinrichs, 1915-1933.

4. Καὶ πολλὰ ἔστι περὶ τούτων λέγειν, ὡς παντί τῳ σύνεσιν κεκτημένῳ φανήσεται ἡ πρόχειρος βλασφημία καὶ ἐσκοτωμένη διάνοια τοῦ Τατιανοῦ καὶ τῶν ἀπ᾿ αὐτοῦ Τατιανῶν καλουμένων.

παρὶ ὧν συντόμως διεξελθόντες τὰ κατ᾿ αὐτοὺς βλαβερὰ καὶ καωνώπων δικην [*](2 vgl. Joh. 9, 6 — 4 vgl. Ps. Tertullian carm. adv. Marc. II 207ff caeci a germine nati lumina quae nondum dederat cernendo peregit . . . ipse novi factor, veteris bonus ipse refector . . . quae defuerunt supplens — 12f vgl. Gen. 3, 19.23f — 18 Röm. 14, 9 — 20 vgl. Röm. 11,16 — 22 I Tim. 2,15) [*](V M) [*](5 der Satz καὶ τὸ—τόπῳ gehört zu δείξῃ: er zeigt es, indem er auch das noch Fehlende ergänzt | ἁγίῳ am Rande nachgetragen V corr 6 γενετῆς V M (anders Z. 4) | τῷ] τὸ V M 9 αὐτὸς * Jül.] αὐτὸν V M 10 ἀφροσύνη Μ 14 * etwa <ἐκεῖσε ζωῆς>* 15 εἰς μνήμην] wohl verderbt, lies etwa κατὰ μνήμην oder εἰς τέλος * | * etwa <σκληρότητα τῷ κυρίῳ προσάπτεις>* | ἐλεοῦντι aus ἐλεῶντι V corr 17 τίνι + <δὲ>?* 18 <τό>* 25 προ hinter φανήσεται ausradiert V corr)

208
δήγματα, ἐλαίου ἰκμάδα τῆς τοῦ κυρίου διδασκαλίας τοῖς δεδηγμένοις ὑπὸ τῶν Τατιανοῦ λόγων ἐπιθέμενοι ἰασάμεθα διὰ τῆς τοῦ κυρίου ἀληθείας καὶ δυνάμεως. αὐτοῦ λέγοντος ὅτι ᾿οὐκ ἦλθον εἰ μὴ διὰ τὸ πρόβατον τὸ πεπλανημένον οἴκου Ἰσραήλ«.

διὸ καὶ ἐν παραβολαῖς ἔλεγεν ὅτι ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ εἰς Ἱεριχώ, ὃν δὴ καὶ λῃσταῖς περιπεσεῖν διηγεῖτο, ἵνα δείξῃ τὸ πρόβατον καὶ τὸν ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ καταβεβηκότα, τὸν ἀπὸ τῆς δόξης τῆς μείζονος εἰς ἐλάττωσιν κατενεχθέντα καὶ τὸν ἀπὸ τῆς μιᾶς ἐντολῆς τοῦ ἰδίου ποιμένος ἀποσπασθέντα καὶ πεπλανημένον.

ὅθεν καὶ τὸν ἅγιον Ἀδὰμ τὸν πατέρα <ἡμῶν> ἐν ζῶσι πεπιστεύκαμεν· δι᾿ ὃν καὶ τοὺς ἀπ᾿ αὐτοῦ ἡμᾶς πάντας Χριστὸς ἦλθεν, τοῖς μὲν πάλαι αὐτὸν γινώσκουσι καὶ μὴ πλανηθεῖσιν ἀπὸ τῆς αὐτοῦ θεότητος ἕνεκεν δὲ σφαλμάτων ἐν Ἅιδῃ κατεσχημένοις ἀμνηστίαν χαρίσασθαι, τοῖς μὲν ἔτι ἐν κόσμῳ διὰ μετανοίας, τοῖς δὲ ἐν Ἁιδῃ δι᾿ ἐλέους καὶ σωτηρίας.

5. Διὸ καὶ θαυμάσαι ἔστι τὸν εἰδότα, ὡς καὶ ἐν βίβλοις ηὑρήκαμεν, μεν, τὸν κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν χριστὸν ἐν τῷ Γολγοθᾷ ἐσταυρῶσθαι.

οὐκ ἄλλῃ που ἀλλ᾿ ἢ ἔνθα ἔκειτο τὸ τοῦ Ἀδὰμ σῶμα. ἐξελθὼν γὰρ ἐκ τοῦ παραδείσου καὶ κατῳκηκὼς κατέναντι αὐτοῦ πολλῷ τῷ χρόνῳ καὶ διὰ πολλῶν τῶν ἡμερῶν διελθὼν ὕστερον ἦλθε καὶ ἐν τῷ τόπῳ [*](3 Matth. 15,24 — 5 vgl. Luk. 10,30ff — 16ff zur Legende von Adams Grab auf Golgatha vgl. Origenes comment. ser. in Matth. c. 126; V 43 Lommatzsch renit ad me traditio quaedam talis, quod corpus Adami primi hominis ibi sepultum est, ubi crucifixus est Christus Ps. Athanasius de pass. et cruce dom. c. 12; Migne 28, 208A Ps. Basilius in Jes. c. 141; Migne 30, 348C Chrysostomus hom. 85 in Joh.; Migne 59, 459 Nonnus in Joh. 19; Migne 43, 901B Ps. Tertullian carm. adv. Marc. II 160 qua die quore loco cecidit clarissimus Adam (sc. ist Christus gestorben) storben) 196ff Golgatha locus est, capitis calvaria quondam . . . hic medium terrae est . . . os magnum hic veteres nostri docuere repertum, hic hominen primum sesceprimus esse sepultum Hieronymus Onomasticon S. 7, 14 Klostermann licet eum (Adam) quidam conditum in loco Calvariae suspicentur in Matth. 27, 35; Migne 26, 209B in Ephes. 5, 14; Migne 26,526A ep. 46, 3, 2; S. 332, 1ff Hilberg in et locus in quo crucifixus est dominus noster Calvaria appellatur, scilicet quod ibidem sit antiqui hominis calvaria condita Ambrosisu in Lucam X 114; S. 498, 11f Schenkl; weiteres bei J. Gretser de cruce Christi I 52ff) [*](V M) [*](5 ὃν auf Rasur V corr 6 τὸ πρόβατον + <τὸ πεπλανημένον>?* 10 <ἡμῶν>* | δι᾿ ὃν U] δι᾿ ὧν V M 13 ἀμνησίαν V M 15 εὑρήκαμεν M)

209
τούτῳ, Ἱεροσολύμων δέ φημι, τὸ χρεὼν ἀποδεδωκὼς [καὶ] ἐκεῖσε ἐτάφη ἐν τῷ τόπῳ τῷ Γολγοθᾷ.

ὅθεν εἰκότως τὸ ἐπώνυμον ὁ τόπος ἔσχε, Κρανίου ἑρμηνευόμενος τόπος, ἧς ὀνομασίας τὸ σχῆμα τοῦ τόπου ἐμφέρειάν τινα οὐχ ὑποδείκνυσιν.

οὔτε γὰρ ἐν ἄκρᾳ τινὶν κεῖται, ἵνα κρανίον τοῦτο ἑρμηνεύηται, ὡς <ὁ> ἐπὶ σώματος κεφαλῆς τόπος λέγεται, οὔτε <ἐπὶ> σκοπιᾶς.

καὶ γὰρ οὔτε ἐν ὕψει κεῖται παρὰ τοὺς ἄλλους τόπους· ἄντικρυς γὰρ ἐστι τὸ τοῦ Ἐλαιῶνος ὄρος ὕψηλότερον καὶ ἀπὸ σημείων ὀκτὼ ἡ Γαβαὼν ὑψηλοτάτη, ἀλλὰ καὶ ἡ ἄκρα ἡ ποτὲ ὑπάρχουσα ἐν Σιών, νῦν δὲ τμηθεῖσα, καὶ αὐτὴ ὑψηλοτέρα ὑπῆρχεν τοῦ τόπου.

πόθεν οὖν ἡ ἐπωνυμία τοῦ Κρανίου, ἀλλ’ ἐπειδὴ τοῦ πρωτοπλάστου ἀνθρώπου ἐκεῖ τὸ κρανίον ηὕρηται καὶ ἐκεῖ τὸ λείψανον ἐναπέκειτο, τούτου ἕνεκα Κρανίου τόπος ἐπεκέκλητο·